¨Κάθε τρίτη ημέρα δολοφονείται στην Γερμανία μια γυναίκα από τον (πρώην-)σύντροφό της και κάθε μέρα ένας [άνδρας] προσπαθεί [να κάνει το ίδιο]”
Laura Backes-Margehrita Bettoni, Alle drei Tage, Hamburg 2021
ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ χρήσεις της έννοιας “γυναικοκτονία” (αγγλιστί: femicide) αναφέρονται συνήθως στην φεμινίστρια κοινωνιολόγο Diana E.H.Russel, η οποία την εισήγαγε το 1976 στο Διεθνές Δικαστήριο ενάντια στη βία κατά των γυναικών.
ΑΥΤΗ ήθελε να αποκαλύψει ότι ένα μεγάλο μέρος των δολοφονιών γυναικών λάμβαναν χώρα στο πλαίσιο των δυναμικών ισχύος του σεξισμού και του μισογυνισμού μιας πατριαρχικώς δομημένης κοινωνίας. Έναν ορισμό επεξεργάστηκε, ωστόσο, αργότερα και τον προσάρμοσε σε αυτή την έννοια με το πάροδο του χρόνου.
ΤΕΛΙΚΑ περιέγραψε τις γυναικοκτονίες ως “τη δολοφονία θήλεων προσώπων από άρρενα πρόσωπα, επειδή τα πρώτα είναι θήλεα”. Η Russel εννοεί με αυτό τις δολοφονίες γυναικών και κοριτσιών, που οφείλονται σε μισογυνικές αντιλήψεις ή σεξιστικές προσδοκίες των δραστών – δολοφονίες δηλαδή, στις οποίες το φύλο των θυμάτων δεν είναι τυχαία θήλυ.
ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΗ κοινωνικοπολιτική σημασία απέκτησε η έκφραση “γυναικοκτονία” ιδιαίτερα στην Λατινική Αμερική, όπου την πήραν από την δεκαετία του 1990 φεμινίστριες επιστημόνισσες και φεμινιστές επιστήμονες και φεμινίστριες ακτιβίστριες και φεμινιστές ακτιβιστές και την επεξέτειναν ως ιδέα υπό την μετάφρασή της στα ισπανικά ως femicidio ή feminicidio.
ΚΑΤΑ τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 εμφανίστηκαν, για παράδειγμα, στην Κόστα Ρίκα και στην Βραζιλία οι πρώτες έρευνες για τις γυναικοκτονίες που βασίζονταν στην αντίληψη της Russel.
ΩΣ ΚΑΤΑΛΥΤΗΣ για την φεμινιστική παραγωγή γνώσης και ακτιβισμού λειτούργησαν οι βίαιες δολοφονίες των συνήθως νεαρών έγχρωμων γυναικών (Women of Color), οι οποίες λάμβαναν χώρα σε μεγάλους αριθμούς στην μεξικανική πόλη Ciudad Juarez.
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ έπεφταν θύματα απαγωγής και τα νεκρά σώματά τους με ίχνη από βιασμό και σεξουαλικά βασανιστήρια εγκαταλείπονταν στο δημόσιο χώρο. Δεν υπήρχε σχεδόν καμία ποινική δίωξη, ενώ τα μέσα ενημέρωσης και οι κρατικές υπηρεσίες απέδιδαν την ευθύνη – μέσω σεξιστικών και κοινωνικοταξικών στερεοτύπων – για την εμπειρία της βίας από αυτές τις γυναίκες στις ίδιες.
Η ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΑ βία κατά των γυναικών ευτελίστηκε και κανονικοποιήθηκε αρχικά ως “ενδοοικογενειακή βία” και αργότερα ως “παράπλευρες απώλειες του πολέμου των ναρκωτικών”.
Η ΜΕΞΙΚΑΝΙΔΑ ανθρωπολόγος και βουλεύτρια του μεξικανικού κοινοβουλίου Marcela Lagarde διεύρυνε, σε αυτή τη βάση, τον ορισμό της Russel και τόνισε ότι το feminicidio παραθέτει μόνο την “κορυφή του παγόβουνου” και τη συνέπεια της δομικής και θεσμικής βίας κατά των γυναικών και των κοριτσιών, κάτι που περιλαμβάνει και την ατιμωρησία των δραστών.
ΣΕ ΑΥΤΗΝ την διευρυμένη κατανόηση της έννοιας, δεν συμπεριλαμβάνονται μόνο οι περιπτώσεις δολοφονιών, αλλά και οι περιπτώσεις δολοφονιών γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας παράνομων εκτρώσεων ή ελλιπούς προσβάσεως στο σύστημα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Η ΕΚΔΟΧΗ της έννοιας “γυναικοκτονία” αντί “γυναιοκτονία” χρησιμοποιείται για αυτό συχνά, για να τονιστούν πλευρές της ατιμωρησίας και της κρατικής ευθύνης.
ΚΑΤΑ τη δεκαετία του 2000 έλαβαν χώρα έντονες συζητήσεις για τις εκδοχές της έννοιας και τις διαφορές στην αντίληψη της, των οποίων, όμως, η σημασία έχει μειωθεί στην πιο πρόσφατη χρονική περίοδο.
ΜΕΛΗ των οικογενειών των θυμάτων στην Ciudad Juarez μετέφεραν τις διαμαρτυρίες τους μέχρι και το Διαμερικανικό Δικαστήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Αυτό αποφάνθηκε, το 2009, στην περίπτωση “Campo Algodonero”, ότι το μεξικανικό κράτος έβλαψε τα ανθρώπινα δικαιώματα των δολοφονημένων γυναικών. Το κυρίαρχο κλίμα της ατιμωρησίας κανονικοποιεί την βία κατά των γυναικών και συμβάλλει, ώστε αυτή να συνεχίζει να ασκείται.
Η ΠΡΟΣΟΧΗ στα φαινόμενα έμφυλης βίας, που πολλαπλασιάστηκε από τις θεαματικές περιπτώσεις στο Ciudad Juarez, χρησιμοποιήθηκε για να καταγγελθεί η θανατηφόρα βία κατά των γυναικών και σε άλλες συνάφειες και έτσι έγινε περισσότερο ορατή η βία στις σχέσεις ζευγαριών ή στις οικογένειες.
ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ Λατινοαμερικανοί συγγραφείς και Λατινοαμερικανές συγγράφισσες αναλύουν την θανατηφόρο βία κατά των γυναικών σε άμεση συνάρτηση με τις νεοφιλελεύθερες-καπιταλιστικές, αποικιοκρατικο-ρατσιστικές και ετεροκανονικές δομές.
Η ΑΚΡΑΙΑ βία, ιδιαίτερα στις ευάλωτες γυναίκες, διατηρεί το status quo στις σχέσεις των φύλων, εφόσον οι παραδοσιακοί ρόλοι των φύλων και του καταμερισμού εργασίας είναι σημαντικοί για τη λειτουργία της νεοφιλελεύθερης κοινωνικής τάξης πραγμάτων.
ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΕΣ από την Λατινική Αμερική άρχισαν φεμινίστριες και φεμινιστές, μεταξύ άλλων στην Ισπανία, την Ιταλία και τη Γαλλία να μιλούν για γυναιοκτονίες δηλαδή γυναικοκτονίες. Μεγάλη εντύπωση έκανε στην Ευρώπη το κίνημα Ni Una Menos, το οποίο προκάλεσε μεγάλες κινητοποιήσεις στην Αργεντινή το 2015.
ΣΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑ χρησιμοποίησαν αρχικώς μετανάστριες γυναίκες την έννοια, για παράδειγμα οι γυναίκες από το κουρδικό γυναικείο κίνημα.
ΤΕΛΙΚΑ η έννοια υιοθετήθηκε στη δεκαετία του 2010 από διεθνείς οργανώσεις, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και ο ΟΗΕ.
ΕΝΩ οι ακτιβιστικές χρήσεις της έννοιας περιλαμβάνουν συνήθως μια διευρυμένη ερμηνευτική αντίληψη των γυναικοκτονιών και τονίζουν τις δομικές συνάφειες και την κρατική ευθύνη, διαφαίνεται στους κρατικούς δράστες/δράστριες και στην επιστημονική έρευνα η τάση να επικεντρώνονται σε συγκεκριμένες μορφές κατηγοριών δολοφονίας.
[…]
* Απόσπασμα από το κοινό άρθρο “Πόσο θανατηφόρα είναι η σχέση των φύλων;” της κοινωνικής λειτουργού Sabine Patricia Maier, της εγκληματολόγου Paulina Lutz, της ψυχολόγου Nora Labarta Greven και του δικηγόρου και πανεπιστημιακού Florian Rebmann στο ένθετο Aus Politik und Zeitgeschichte της εφημερίδας DAS PARLAMENT
ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
Ευτυχία Χρηστέα και “Δεξαμενή Σκέψης για Ζητήματα Ισότητας και Φύλων “Μέδουσα” “