Ο οδυνηρός θάνατος του οκτάχρονου κοριτσιού στο Κερατσίνι, ανέσυρε στην επιφάνεια τον εκτεταμένο και απάνθρωπο αντιτσιγγανισμό της ελληνικής κοινωνίας. Και βλέπουμε να χύνονται στην κυριολεξία δημοσίως δάκρυα, αυθεντικά ή κροκοδείλια δεν έχει καμία σημασία μπροστά στην απάθεια, την ασέβεια και την απανθρωπία με την οποία αντιμετώπισαν συνάνθρωποί μας το μικρό παιδί, ζωντανό και πεθαμένο. Ας μην γελιόμαστε οι συμπεριφορές που παρακολουθήσαμε από τα καταγραμμένα στιγμιότυπα του θανάτου της οκτάχρονης παιδούλας δεν ήταν τυχαία, αλλά απόρροια του διάχυτου στην ελληνική κοινωνία αντιτσιγγανισμού.
Το σύστημα πληροφόρησης το οποίο εμπορευματοποίησε αμέσως τον ανθρώπινο πόνο εκμεταλλευόμενο το σοκ και τη συμπάθεια που προκάλεσε ο θάνατος ενός μικρού παιδιού, είναι το ίδιο, το οποίο εμπορεύεται και τα αντιτσιγγανικά αντανακλαστικά του τηλεοπτικού κοινού. Ο δομικός αντιτσιγγανισμός των μέσων μαζικής επικοινωνίας εμφανίζεται διαρκώς στην ειδησεογραφία με τη συστηματική δημόσια ταύτιση της παραβατικής συμπεριφοράς και της “φυλής”. Η “είδηση” ταυτίζει την καταγωγή με την παραβατική συμπεριφορά και επιβάλλει στη συνείδηση του κοινού το στίγμα και τη ρατσιστική διάκριση (“συνελήφθησαν δύο Ρομά…” κλπ).
Ο αντιτσιγγανισμός συγκροτεί ακόμη και σήμερα ένα από τα βασικά στοιχεία του ακροδεξιού δημόσιου λόγου, ο οποίος έχει και ερείσματα στις κυβερνητικές πολιτικές και πρακτικές. Η κυβέρνηση της “Νέας Δημοκρατίας”, βαθύτατα αντιλαϊκή και τα περισσότερα στελέχη της εμποτισμένα από έντονο κοινωνικό ρατσισμό, ο οποίος αναδύεται συνεχώς στο δημόσιο λόγο τους, δε αντιμετωπίζουν τους πληθυσμούς των Ρομά ως πολίτες με δικαιώματα, παρά μόνο ως πιθανή εκλογική πελατεία. Δεν είναι τυχαίο ότι ακολουθούν και εδώ, όπως και απέναντι σε άλλες ομάδες που υπόκεινται σε ρατσιστικές διακρίσεις, πρακτικές σηματωρίας (tokenism), προσπαθώντας να αμβλύνουν τον ρατσιστικό πολιτικό λόγο τους, αλλά ακόμη περισσότερο τη βαθύτατα αντιλαϊκή και ρατσιστική κοινωνική πολιτική τους.
Η ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ καταγγέλλει την κυβέρνηση της “Νέας Δημοκρατίας” και πιο συγκεκριμένα τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη, ότι πέρα από την ανοχή του στον ρατσισμό των ακροδεξιών στελεχών της κυβέρνησής του, ακολουθεί και μια υποκριτική και αντιδραστική πρακτική υποτιθέμενης “εξάλειψης των διακρίσεων” βασισμένη σε στοιχεία κοινωνικής ανισότητας και στη ρατσιστική διάκριση “επιτυχημένων» και “αποτυχημένων”. Για αυτό κυβέρνηση και πρωθυπουργός προσπαθούν διαρκώς να συγκαλύψουν την αδιαφορία τους για τα θύματα των διακρίσεων, στη δεδομένη περίπτωση του αντιτσιγγανισμού, με πρακτικές σηματωρίας (tokenism). Σε αυτό το πλαίσιο “καλός γύφτος είναι ο παραλής γύφτος”, ο οποίος μπορεί να είναι και υποψήφιος ενός δεξιού κόμματος μαζί με μια ντουζίνα ρατσιστές, οι υπόλοιποι είναι “απλώς γύφτοι”, όπερ μεθερμηνευόμενο “βρομιάρηδες”, ”ζητιάνοι”, “κακοποιοί”.
Οι Έλληνες σοσιαλιστές καλούμε τη νέα γενιά της πατρίδας μας να υψώσει φωνή και για εκείνους που στερούνται φωνής σε μια κοινωνία που βασίζεται στις διακρίσεις κάθε είδους και τους κοινωνικούς αποκλεισμούς, ενάντια σε μια κοινωνία που “παράγει” διαρκώς πολίτες πολλών ταχυτήτων και έχει ως μέσο πολιτικής νομιμοποίησής της την υποκριτική πρακτική της σηματωρίας για να καλύπτει τις δομικές ρατσιστικές πρακτικές της.