Σε προηγούμενη τοποθέτηση είχα επισημάνει πως η ελληνική εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται από ένδεια και υποτέλεια(1). Με τον όρο ένδεια εννοείται αφενός η έλλειψη μακροχρόνιας στρατηγικής ικανής να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις προκλήσεις που δημιουργούνται και αφετέρου η αδυναμία μας να δημιουργούμε στρατηγικές συμμαχίες με τις άλλες χώρες. Επίσης, ένδεια μας χαρακτηρίζει και στα μέσα αντιμετώπισης των κινδύνων. Η εξωτερική μας πολιτική εξαντλείται σε υποχωρητικότητα, διαλλακτικότητα, αδιέξοδες συζητήσεις, γκρίνια και κουραστικές στους άλλους τοποθετήσεις. Με τον όρο υποτέλεια εννοείται η υιοθέτηση της στρατηγικής των άλλων για τα τεκταινόμενα στην περιοχή μας και την υπαγωγή της δικής μας στρατηγικής, ως μέσο εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους. Όλη μας η εξωτερική πολιτική φαίνεται να εξαντλείται στο μεταπολιτευτικό απόφθεγμα «Ανήκομεν εις τη Δύσιν»(2), αλλά με στρεβλό και αναχρονιστικό περιεχόμενο, μιας και υιοθετείται εκτός της ιστορικής και πολιτικής συγκυρίας στην οποία διατυπώθηκε.
Εντός του πλαισίου της ένδειας και της υποτέλειας, θεωρώ πως χαρακτηριστική, είναι η φράση της Προέδρου της ελληνικής Βουλής, όταν το έτος 2005, ανέφερε, μεταξύ άλλων: «…τα εθνικά σύνορα και ένα μέρος της εθνικής κυριαρχίας θα περιορισθούν χάριν της ειρήνης, της ευημερίας και της ασφάλειας στη διευρυμένη Ευρώπη,…»(3). Να θυμίσω εδώ, πως πρόσφατα ο πρώην Πρωθυπουργός κ. Σημίτης έψεξε τον κ. Καραμανλή για την εγκατάλειψη από μέρους του δεύτερου, το έτος 2004, της επονομαζόμενης «στρατηγικής του Ελσίνκι»(4),(5). Μίας στρατηγικής η οποία ως απότοκο της κρίσης των Ιμίων και συνέχεια της «Συμφωνίας της Μαδρίτης»(6) αποδεχόταν να τεθεί υπό αμφισβήτηση εθνική κυριαρχία, με απρόβλεπτες μελλοντικές συνέπειες, απόδειξη της έλλειψης μακροχρόνιου στρατηγικού σχεδιασμού, ικανού να εντοπίσει τις πραγματικές ευκαιρίες και απειλές.
Πρόσφατα, αλγεινή εντύπωση προκάλεσε η σχεδόν πανηγυρική παρουσίαση, από την πλειονότητα των ελληνικών μέσων ενημέρωσης, της μεγάλης απόβασης στρατιωτικών δυνάμεων των Η.Π.Α. στο ελληνικό λιμάνι της Αλεξανδρούπολης(7). Σε συνέχεια αυτού του ντροπιαστικού για τη χώρα μας γεγονότος, η απόδειξη της ένδειας και υποτέλειας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αποδεικνύεται από δύο πρόσφατες δηλώσεις του νυν Προέδρου της ελληνικής Βουλής. Μετά τη συνάντησή του με τον πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ, κ. Robert (Bob) Menendez, ο κ. Τασούλας δήλωσε μεταξύ άλλων «κάθε φορά που .…. η Τουρκία, με τρόπο που παραβιάζει όλες τις αρχές του σύγχρονου δυτικού κόσμου, υπονομεύει αυτές τις προοπτικές κι αυτές τις αξίες που περιέγραψα προηγουμένως, ο γερουσιαστής Μενέντεζ, .…. είναι εκεί, για να βάλει την Τουρκία στη θέση της και να εξηγήσει στο πολιτικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών, με το υψηλό κύρος του, ότι αυτή η συνεχιζόμενη, η απαράδεκτη προκλητικότητα, πρέπει να λάβει ένα τέλος»(8). Φυσικά είναι ευπρόσδεκτη και ιδιαζόντως αποτελεσματική η δράση του κ. Μενέντεζ, όμως, η συγκεκριμένη διατύπωση θεωρώ πως αποτελεί ωμή παραδοχή της δικής μας ανικανότητας. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Πρόεδρος της ελληνικής Βουλής, παραδίδοντας, ως δώρο, στον κ. Μενέντεζ, χάρτη της Ελλάδος, ανακοινώνει πως «Από την Κέρκυρα μέχρι το Καστελόριζο και απο την Κρήτη μέχρι την Θράκη, σας παραδίδουμε την Ελλάδα σήμερα στα χέρια σας. Και είμαι σίγουρος πως είναι σε καλά χέρια»(9), (10).
Στα καθ’ ημάς και στο τώρα έχω να παρατηρήσω τα εξής. Ενώ εμείς επαιρόμαστε για την ανάπτυξη στρατηγικής συμμαχίας με τις Η.Π.Α., η παράδοση της χώρας μας σε κάθε είδους διευκόλυνση στη στρατιωτική μηχανή των Η.Π.Α. δεν έχει περάσει απαρατήρητη από τη Ρωσία. Η μεγαλύτερη μεταφορά στρατιωτικού εξοπλισμού στα Βαλκάνια(11), διαμέσου της χώρας μας, αυξάνει την ανασφάλεια των Ρώσων, ως ρητά το δηλώνουν, και τους κάνει να αμφισβητούν τις προθέσεις μας ως πόλου σταθερότητας, ειρήνης και συνεργασίας που οφείλουμε να είμαστε. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως η μεγάλη συσσώρευση ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων στα σύνορα με την Ουκρανία έχει αφορμή και την ανησυχία των Ρώσων για την αύξηση της στρατιωτικής παρουσίας του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη.
Και ενώ εμείς αναιρούμε με τις πράξεις μας το ρόλο που διατεινόμαστε στα λόγια πως θέλουμε να έχουμε στην περιοχή και το διεθνές σύστημα, η Τουρκία σπεύδει με μεγάλη επιδεξιότητα να εκμεταλλευτεί εις βάρος μας ακόμη και αυτό τον ίδιο τον κίνδυνο μίας στρατιωτικής σύρραξης με παγκόσμιες προεκτάσεις. Έγκαιρα, μεθοδικά και οργανωμένα η Τουρκία, ήδη από τις 16 Ιουλίου του 2021, είχε καταγγείλει στον Ο.Η.Ε., την Ελλάδα για στρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου. Με αυτόν τον τρόπο κατηγορεί τη χώρα μας πως παραβιάζει τις συνθήκες και ταυτόχρονα πως γίνεται σοβαρή απειλή για την ασφάλειά της(12). Δεν έχει σημασία, αν διαστρεβλώνει τις διεθνείς συνθήκες και τις ερμηνεύει κατά το δοκούν, εάν διαστρεβλώνει την πραγματικότητα, δηλαδή, πως αυτή είναι η πραγματική απειλή για τους πληθυσμούς της περιοχής. Έχει τη στρατηγική ικανότητα να ρίχνει την ευθύνη στους άλλους.
Η Τουρκία διεθνοποιεί τώρα το δήθεν θέμα της «αποστρατικοποίησης» επειδή της παρουσιάζεται μία μοναδική ευκαιρία να εγείρει εις ευήκοα ώτα συζητήσεις για ελληνικά εδάφη και ταυτόχρονα να διεκδικήσει την κατοχύρωση των αξιώσεων της για τη Γαλάζια Πατρίδα. Ο χρόνος είναι πρόσφορος, καθώς βρισκόμενη στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας οι Η.Π.Α. την χρειάζονται στο γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό στίβο περισσότερο από εμάς, αφού δεν φροντίζουμε να αυξήσουμε το γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό μας αποτύπωμα ως οφείλουμε. Ευρισκόμενη στο δρόμο που φέρνει ενέργεια από τη Μέση Ανατολή και τον Καύκασο στην Ευρώπη, η Ευρώπη επίσης τη χρειάζεται, αφού εμείς μέχρι πρόσφατα αναμέναμε τη συναίνεση της Τουρκίας ή τη συναίνεση κάποιας μεγάλης δυτικής δύναμης προκειμένου να δράσουμε έξω από τα καθιερωμένα (βλέπε αγωγό Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης). Επομένως, η Τουρκία σπεύδει έγκαιρα να διεκδικήσει ρητά ανταλλάγματα. Ως προς την Ελλάδα, εγείρει τις ίδιες καταγγελίες με αυτές που θέτει η Ρωσία αναφορικά με τις ενέργειες του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη. Δηλαδή, θέτει θέμα ασφάλειάς της από δικές μας ενέργειες, ώστε αφενός να συνηθίσει τη διεθνή κοινότητα σε ανάλογη φρασεολογία και ίσως ανάληψη στρατιωτικής δράσης εναντίον μας, όταν και αν βρει την ευκαιρία. Με αυτό τον τρόπο, στο επίπεδο των εντυπώσεων, κατορθώνει να προσεταιριστεί και τον άσπονδο εχθρό του ΝΑΤΟ, δηλαδή τη Ρωσία.
Χαρακτηριστική, ως προς τη διπλωματική, αλλά και αναθεωρητική στάση της Τουρκίας είναι και η τοποθέτηση του επικεφαλής συμβούλου του Τούρκου Προέδρου, για τη ρωσοουκρανική κρίση, σύμφωνα με τον οποίο: «έχουμε νέες προκλήσεις στον 21ο αιώνα, επομένως πρέπει να δημιουργήσουμε νέους κανόνες και αρχές με τις οποίες και οι δύο πλευρές να αισθάνονται ασφαλείς. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει κανείς να ανταποκριθεί σε κάθε αίτημα της Ρωσίας, αλλά πρέπει να ακούσει κανείς τους Ρώσους(19). Είναι ξεκάθαρο, από την αρχή αυτής της διατύπωσης, πως για την Τουρκία κάθε κρίση είναι ευκαιρία για αλλαγή προς το συμφέρον της των κανόνων του διεθνούς συστήματος ασφαλείας. Εμείς από τη μεριά μας, πανηγυρίζοντας για την ασφάλεια που μπορεί να μας προσφέρουν οι Η.Π.Α. με την αθρόα απόβαση του στρατού τους στη χώρα μας, πέσαμε σε μία γεωστρατηγική παγίδα, η οποία υποθηκεύει τον όποιο εποικοδομητικό ρόλο μπορούμε να έχουμε.
Δεν μπορώ να μην παρουσιάσω άλλο ένα παράδειγμα ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο ασκούμε την εξωτερική μας πολιτική και διεκδικούμε το ρόλο μας στη διεθνή σκηνή. Το Φεβρουάριο του 2019 και λίγο πριν χάσει τις εκλογές του Ιουλίου, ο Έλληνας Πρωθυπουργός κος Τσίπρας συναντήθηκε στην Άγκυρα με τον Τούρκο Πρόεδρο κ. Ερντογάν. Τον Έλληνα Πρωθυπουργό συνόδευσε ο αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών(13), μιας και ο Υπουργός Εξωτερικών είχε παραιτηθεί τον Οκτώβριου του 2018(14), μετά από μία ενδοκυβερνητική κρίση. Ταυτόχρονα, Υπουργός Εθνικής Άμυνας, ανέλαβε, από τις 15 Ιανουαρίου, ο νεόκοπος στα πολιτικά(15), πρώην Αρχηγός Γ.Ε.Ε.Θ.Α.. Το ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού στην Άγκυρα, λίγους μήνες πριν την αλλαγή κυβέρνησης και με Υπηρεσιακούς κατ’ ουσία Υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας, φαντάζει πρόχειρο και χωρίς νόημα. Σε αντίθεση, στην Τουρκία, λίγες ημέρες πριν τη συνάντηση, είχε συγκληθεί το συμβούλιο εθνικής ασφαλείας της χώρας(16), το οποίο στην πολύωρη συνεδρίασή του προφανώς είχε σχεδιάσει τις κινήσεις της Τουρκίας στο διεθνές στερέωμα στο διάστημα των προσεχών μηνών. Τι άραγε να πήγαμε να συζητήσουμε εμείς στο ανώτατο επίπεδο, είναι απορίας άξιον. Στο τέλος του ίδιου έτους η Τουρκία προέβη σε συμφωνία με την κυβέρνηση της Λιβύης για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, μεταξύ των δύο χωρών στη Μεσόγειο(18).
Προσπαθώντας να ερμηνεύσω την ελλιπή και αναποτελεσματική εξωτερική πολιτική της χώρας μας, σε σχέση με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει και το ρόλο που θα έπρεπε να είχε, ανατρέχω, με βάση τα πεπραγμένα, στην μαρξιστική ανάλυση της διεθνούς πολιτικής. Για τις ντόπιες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές ελίτ η υπαγωγή των εθνικών αναγκών και δράσεων στις ανάγκες και τα συμφέροντα των ελίτ του δυτικού κόσμου φαντάζει μία ασφαλής και σίγουρη επιλογή. Η συγκεκριμένη επιλογή θα μπορούσε να μας αφήσει αλώβητους και στην ησυχία μας, στη βάση ενός κόσμου που τελεί σε ισορροπία ισχύος. Δυστυχώς, η εικόνα αυτή κάθε άλλο παρά πραγματική είναι. Ο κόσμος, όχι μόνο έχει πολλούς ανταγωνιστικούς πόλους ισχύος, αλλά ταυτόχρονα είναι ρευστός και αβέβαιος. Σε αυτό το πλαίσιο οποιοσδήποτε μπορεί να διεκδικήσει σε βάρος μας, αρκεί να πείσει τον ισχυρότερο, στον οποίο αφήνουμε τις τύχες μας πως είναι και το δικό του συμφέρον. Την ίδια στιγμή η ένδεια, υποτέλεια και προχειρότητα της εξωτερικής πολιτικής και του διεθνούς μας ρόλου, ως αναπτύχθηκε παραπάνω, φαλκιδεύει τις προοπτικές του ρόλου της χώρας μας και δημιουργεί στους άλλους δρώντες μία αποικιοκρατική αντίληψη για εμάς. Σύμφωνα με αυτή, οι ισχυροί δρώντες απαιτούν από εμάς την υποταγή και τη σύμπλευσή μας με τα συμφέροντά τους, ενώ οι περιφερειακοί δρώντες και ανταγωνιστές, μας θεωρούν κατώτερους και αναποτελεσματικούς στις προκλήσεις του διεθνούς γίγνεσθαι, διεκδικώντας εις βάρος μας όλο και περισσότερα ή απαξιώνοντας την παρουσία μας.
Προκειμένου να κλείσω τη συγκεκριμένη τοποθέτηση θεωρώ πως η χώρα μας πρέπει καταρχήν να αυξήσει το γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό της αποτύπωμα. Για να γίνει αυτό πρέπει να κάνει χρήση των προνοιών του διεθνούς δικαίου και ειδικότερα των προνοιών της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θαλάσσης (1982)(17). Στα πλαίσια αυτά απαιτείται πλέον η ανακήρυξη ΑΟΖ, η οριοθέτηση με τα όμορα κράτη όπου δεν έχει γίνει και καταρχήν με την Κύπρο, όπως και η επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ. σε όλη την ελληνική επικράτεια, πριν να είναι αργά. Επίσης, απαιτείται η σκλήρυνση της στάσης μας προς την Τουρκία σε οποιαδήποτε παραβατική της συμπεριφορά, με διπλωματικές, εμπορικές και άλλες οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της, εφαρμοζόμενες σε όλη την Ε.Ε.. Είναι ο μόνος τρόπος ώστε να αποκατασταθεί η συνέπεια και η αξιοπιστία της πολιτικής της Ε.Ε. προς τρίτους.
Ουσιαστική απαίτηση πρέπει να είναι η αποχώρηση του τουρκικού στρατού κατοχής από την Κύπρο, ως προϋπόθεση της συνεργασίας της Τουρκίας με την Ε.Ε. και εμβάθυνσης της σχέσης τους. Η Κύπρος είναι κράτος μέλος της Ε.Ε. και τελεί υπό την προστασία της. Το ευρωπαϊκό κεκτημένο και οι ευρωπαϊκές αξίες πρέπει να εφαρμόζονται σε όλο το έδαφός της, για όλους τους πολίτες της και τους πολίτες της Ε.Ε.. Η χώρα μας πρέπει να κάνει χρήση του θεσμικού πλαισίου των οργάνων στα οποία συμμετέχει, χωρίς να έχει την παραμικρή αμφιβολία πως και η πιο σκληρή για την κατοχική Τουρκία δράση, στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου, των αξιών και των θεσμών της Ε.Ε. τελικά θα αποβεί προς όφελος της ειρήνης, της συνεργασίας και της ευημερίας στην περιοχή, για όλα τα κράτη, αρκεί να εξοβελιστούν με κάθε τρόπο οι λογικές της σύγκρουσης και της στρατιωτικής ισχύος και επιβολής.
Επειδή πράγματι οι προκλήσεις του 21ου αιώνα θα αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη ή άλλοι υπερεθνικοί δρώντες αλληλεπιδρούν, πρέπει να θέσουμε τις βάσεις της κατεύθυνσης της αλλαγής. Για αυτό απαιτείται κόπος, οργανωμένη και μεθοδική εργασία στο διεθνές επίπεδο, αλλά και στο εσωτερικό της χώρας. Στο δεύτερο σκέλος απαιτείται η δημιουργία ενός καινοτόμου και ευέλικτου συμβουλίου εθνικής ασφαλείας και στρατηγικής, του οποίου ρόλος θα είναι να μας εισάγει συντεταγμένα στη νέα εποχή, με ενεργοποίηση όλων των δυνάμεων του ελληνισμού και των απόδημων Ελλήνων. Απαιτούνται σύγχρονες, καινοτόμες, δημιουργικές δράσεις στην οικονομία, στον πολιτισμό, στην εκπαίδευση, στην πολιτική οργάνωση, από τους Έλληνες για τον τόπο τους, για τον πολιτισμό τους.
Άγγελος Μπληζιώτης
(Οικονομολόγος, Μέλος του Ε/Γ της Σοσιαλιστικής Προοπτικής)
Σημειώσεις: