Η εκλογή της Κυβέρνησης του Μητσοτάκη και η επαναφορά στην εξουσία των πιο ακραίων στοιχείων της φασιστικής δεξιάς και του νεοφιλελευθερισμού έχει σαν αποτέλεσμα να επανέλθουμε, χωρίς μνημόνια, στην εφαρμογή των πιο σκληρών πολιτικών που μέσω των μνημονίων μας είχαν επιβάλλει οι δανειστές και οι οικονομικοί δολοφόνοι του ΔΝΤ. Εξαιτίας αυτών προέκυψε μια τεράστια μεταφορά πλούτου από τους εργαζόμενους τους συνταξιούχους και τους μικροεπαγγελματίες προς τα ανώτερα οικονομικά στρώματα, τις τράπεζες και τους τραπεζίτες, αλλά και προς μεγαλοεπιχειρηματίες, με αποτέλεσμα σήμερα το 10% του πληθυσμού να κατέχει το 40% και πλέον του πλούτου. Ακόμη κατά τη διάρκεια της κρίσης πολλοί ήταν εκείνοι που πλούτισαν σε βάρος των συνανθρώπων τους εκμεταλλευόμενοι τη συγκυρία. Το σκάνδαλο NOVARTIS είναι ενδεικτικό παράνομου πλουτισμού που όλα αυτά τα χρόνια συντελέστηκε σε βάρος της υγείας του λαού.
Ο Μητσοτάκης και η ακροδεξιά παρέα που τον κατευθύνει έκαναν από την πρώτη στιγμή γνωστές τις προθέσεις τους να προχωρήσουν άμεσα στην αποκρατικοποίηση και στη συνέχεια στην παραχώρηση σε ιδιώτες όσων ακόμη, μεγάλων οργανισμών και επιχειρήσεων του δημοσίου δεν είχαν ξεπουληθεί στους διάφορους κομπιναδόρους της αγοράς. Σε αυτές περιλαμβάνονται τα Ελληνικά Ταχυδρομεία, το νερό, τα πλέον σύγχρονα τμήματα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος της ΔΕΗ, από την οποία με την μέθοδο των αυξήσεων στα τιμολόγιά της αφαίρεσαν ένα μεγάλο αριθμό καταναλωτών τους οποίους στη συνέχεια εντέχνως διοχέτευσαν στους ιδιώτες παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας με τα δήθεν φτηνά τιμολόγια. Εδώ να διευκρινίσουμε ότι, οι πάροχοι διαθέτουν την ενέργεια μέσα από τις εγκαταστάσεις της ΔΕΗ, στην οποία προφανώς αποδίδουν κάποιο ενοίκιο στα πλαίσια πάντα τις «ελεύθερης οικονομία» και του «ανταγωνισμού».
Σε ότι αφορά το Εθνικό Σύστημα Υγείας, η επιλογή για συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στα νοσοκομεία, η πλήρης απαξίωση των τοπικών Μονάδων Υγείας και των Κέντρων Υγείας αστικού και αγροτικού τύπου οδηγεί στην πλήρη ιδιωτικοποίησή του. Αυτά βέβαια μέχρι την εμφάνιση του κορωνοϊού, ο οποίος αποκάλυψε την απάτη και τη γύμνια του νεοφιλελευθερισμού και του μονεταρισμού και γκρέμισε τα σαθρά επιχειρήματα όσων αντιμάχονταν το ΕΣΥ. Τώρα μπροστά στην τεράστια απειλεί για την ανθρωπότητα στέκονται ενεοί αποδεχόμενοι σαν βάλσαμο τις τεράστιες δόσεις κρατισμού κατά της πανδημίας.
Η παιδεία αποτελεί έναν ακόμη στόχο για την Κυβέρνηση του κου Μητσοτάκη. Η αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων σε απόφοιτους κολεγίων διετούς φοίτησης αμφιβόλου ποιότητας αποτελεί ένα βήμα για την κατάργηση του δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης με ότι αυτό συνεπάγεται για τη μόρφωση των παιδιών μας και την επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Στο σημείο αυτό να προσθέσουμε τις προσπάθειες της κας Κεραμέος Υπουργού Παιδείας σε συνεργασία με τους πλέον σκοταδιστικούς εκκλησιαστικούς κύκλους να επαναφέρουν το σχολείο στη δεκαετία του 1950.
Για την εφαρμογή αυτών των ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αφαίρεση της δυνατότητας των στρωμάτων που πλήττονται να αντιδράσουν. Για τον λόγο αυτόν και η κατάργηση κάθε προστασίας των εργαζομένων, ακόμη και αυτών των μικρών, αναιμικών, αλλά ευνοϊκών παρεμβάσεων του ΣΥΡΙΖΑ στην εργατική νομοθεσία με την επαναφορά της δυνατότητας σύναψης κλαδικών συμβάσεων, την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους μέχρι 25 ετών, ενός μέτρου εκδικητικού για τους νέους ανθρώπους και συνάμα ρατσιστικού και την αύξηση του κατώτατου μισθού, ώστε αυτός σταδιακά τουλάχιστον να φτάσει στα προ κρίσης επίπεδα. Το κτύπημα της δυνατότητας να απεργήσουν οι εργαζόμενοι έρχεται οσονούπω με τη μορφή νομοσχεδίου στη Βουλή.
Απαράδεκτο φαινόμενο συνιστούν οι παρεμβάσεις στη λειτουργία της δικαιοσύνης, οι οποίες ουσιαστικά καταλύουν τη διάκριση των εξουσιών – Δικαστικής, Νομοθετικής και Εκτελεστικής – που αποτελεί την πεμπτουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Και όλα αυτά για να στρέψουν αλλού την προσοχή του κόσμου από το σκάνδαλο NOVARTIS και την ενδεχόμενη συμμετοχή σε αυτό δικών της στελεχών.
Ας περάσουμε τώρα στον τρόπο με τον οποίο η Κυβέρνηση προσπαθεί να διαχειριστεί το Προσφυγικό / Μεταναστευτικό. Ένα μείζον πρόβλημα που απειλεί να τινάξει στον αέρα την κοινωνική συνοχή σε μια περίοδο κρίσιμη και αρκετά επικίνδυνη για τη χώρα και το λαό της. Η προσέγγιση που επιχειρείται όχι μόνο δεν λύνει το πρόβλημα αλλά το περιπλέκει ακόμη περισσότερο και δίνει τη δυνατότητα σε ακροδεξιά και φασιστικά στοιχεία να εμφανίζονται σαν πατριώτες που αγωνίζονται για τη «σωτηρία» της πατρίδας και την «καθαρότητα της φυλής» από τα ξένα «μιάσματα», τα οποία όμως έρχονται στη χώρα μας αναζητώντας μια καλλίτερη ζωή, μακριά από πολέμους, διώξεις και τις κάθε λογής κακουχίες που υφίστανται στις πατρίδες τους. H πολιτική της Κυβέρνησης, με το πρόσχημα της αποτελεσματικής αντιμετώπισης των προσφυγικών ροών, καθημερινά διολισθαίνει σε επικίνδυνες πρακτικές παραβιάζοντας τις Διεθνείς Συνθήκες που αφορούν την προστασία των προσφύγων και την παραχώρηση ασύλου, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά και τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948 που ορίζει ότι «κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να εγκαταλείψει οποιαδήποτε χώρα συμπεριλαμβανομένης και της δικής του και να επιστρέφει σε αυτήν». Σύμφωνα με τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου του Τορίνο Γκουστάβο Ζαγκρεμπέλσκι σε αυτό το ατομικό δικαίωμα θα έπρεπε να αντιστοιχεί μια γενική υποχρέωση υποδοχής. Οι παραβιάσεις αυτές οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στον στιγματισμό και την απομόνωση της Χώρας.
Ο κάθε σκεπτόμενος Έλληνας με δημοκρατική συνείδηση, που στέκεται απέναντι στον ρατσιμό και στον εκφασισμό της Ελληνικής Κοινωνίας, που αισθάνεται άβολα απέναντι στα κηρύγματα μίσους και απανθρωπιάς και αντιτίθεται στα νεοφιλελεύθερα προτάγματα της Δεξιάς Κυβέρνησης, αναζητά σήμερα εναγωνίως εκείνο το πολιτικό υποκείμενο που θα εφαρμόσει προοδευτικά προγράμματα, θα επαναφέρει την κοινωνική δικαιοσύνη και αποτελεσματικότητα στο προσκήνιο της οικονομικής ζωής του τόπου και θα οδηγήσει στη δημιουργία μιας ανώτερης μορφής κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα θα αναγάγει τον ανθρωπισμό και την αλληλεγγύη σε συστατικά στοιχεία της Δημοκρατίας μας. Εάν σαν λαός δεν αναλάβουμε τις ευθύνες μας, είναι σίγουρο ότι θα οδηγηθούμε σε γενικευμένη, εκρηκτική βαρβαρότητα.
Σε αυτήν την ιστορική στιγμή η δημιουργία ενός μαζικού σοσιαλιστικού κόμματος αποτελεί τη μόνη εγγύηση για την πραγματοποίηση των παραπάνω στόχων. Με την προϋπόθεση ότι θα είναι βαθιά προοδευτικό και ριζοσπαστικό και δεν θα έχει καμία σχέση με το σύγχρονο κακέκτυπο της σοσιαλδημοκρατίας που υπηρέτησε τον νεοφιλελευθερισμό και εφάρμοσε χωρίς κανένα ενδοιασμό τις πιο ακραίες πολιτικές σε βάρος των εργαζομένων, των συνταξιούχων και γενικότερα των λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας.