Εκλογές, επίμονα και επιτακτικά, ζητά να γίνουν μετά το κλείσιμο της τέταρτης αξιολόγησης ο κος Μητσοτάκης. Εκλογές ζητά και η κα Γεννηματά, με τη διαφορά ότι τις θέλει εδώ και τώρα πριν κλείσει η αξιολόγηση. Φυσικά και οι δύο, θέλοντας να κρύψουν τις πραγματικές τους προθέσεις, που δεν είναι άλλες από την επάνοδό τους στη διακυβέρνηση της χώρας, επιστρατεύουν διάφορα επιχειρήματα προκειμένου να πείσουν για την αναγκαιότητα των εκλογών. Μεταξύ αυτών είναι η αποτροπή της Κυβέρνησης από το να αναλαμβάνει δεσμεύσεις που υποθηκεύουν το μέλλον του τόπου.
Ο υποψιασμένος έλληνας πολίτης αναρωτιέται εάν η αντιπολίτευση, η οποία με τόση σπουδή επιδιώκει την επάνοδό της στην εξουσία, διαθέτει εναλλακτικό σχέδιο διακυβέρνησης, το οποίο να περιλαμβάνει επαναδιαπραγμάτευση των πιο σκληρών μνημονιακών δεσμεύσεων όπως είναι τα δυσβάστακτα πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% μέχρι το 2022, η νέα μείωση των ήδη δραματικά μειωμένων συντάξεων, η για πολλοστή φορά μείωση του αφορολόγητου, καθώς και το ξεπούλημα της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας. Δυστυχώς τέτοιο σχέδιο δεν υπάρχει, αντίθετα και τα δύο κόμματα, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, υπερψήφισαν το τρίτο μνημόνιο και ακολουθούν πιστά τις εντολές τω δανειστών.
Το 2015 ο ελληνικός λαός θέλοντας να απαλλαγεί από τις καταστροφικές πολιτικές που επέβαλλαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος υποσχέθηκε να βγάλει τη χώρα από την κρίση.
Η Κυβέρνηση που προέκυψε από τη συνεργασία των κομμάτων ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, διαψεύδοντας τις προεκλογικές της υποσχέσεις, από την πρώτη στιγμή επεδίωξε τη συνθηκολόγηση με τους δανειστές αποδεχόμενη πλήρως τις απαιτήσεις τους. Επί ένα ολόκληρο εξάμηνο προσπαθούσε να βρει τρόπους ώστε η συνθηκολόγηση να περάσει όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα στον λαό και να μην της δημιουργήσει προβλήματα που θα την ανάγκαζαν να εγκαταλείψει την εξουσία. Με τη διεξαγωγή του Δημοψηφίσματος, τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του κου Βαρουφάκη και την υποτιθέμενη σκληρή διαπραγμάτευση του οικονομικού επιτελείου αλλά και του ίδιου του Πρωθυπουργού η Κυβέρνηση κατάφερε να περάσει τα σκληρά μνημονιακά μέτρα υπογράφοντας το τρίτο μνημόνιο, αλλά και να κερδίσει τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015.
Η προσχώρηση του «αριστερού» ΣΥΡΙΖΑ στο μπλοκ των δυνάμεων οι οποίες έχουν αποδεχτεί τη μετατροπή της χώρας σε δουλοπαροικία και ειδική οικονομική ζώνη, άλλαξε ριζικά το πολιτικό σκηνικό και το μετέτρεψε σε καθαρά φιλομνημονιακό. Τώρα πλέον οι αντιπαραθέσεις των κομμάτων εξαντλούνται σε δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα, ενώ αποφεύγουν, σαν τον διάβολο το λιβάνι, να θίξουν προβλήματα που προκύπτουν από την εφαρμογή των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων. Το πολιτικό προσωπικό ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη νομή της εξουσίας και τα οφέλη που προκύπτουν από την άσκησή της. Για τον λόγο αυτό έχει αυτονομηθεί από τους εκλογείς που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει και έχει προσδεθεί στο άρμα των δανειστών προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωσή του.
Τρία χρόνια μετά τον Σεπτέμβρη του 2015 ο κος Τσίπρας και η Κυβέρνησή του δεν μπορεί να αισθάνονται υπερήφανοι για τα αποτελέσματα της πολιτικής τους που έχουν οδηγήσει στη φτωχοποίηση εργαζομένους και συνταξιούχους, στην ανεργία μεγάλα τμήματα του ενεργού πληθυσμού και ιδιαίτερα τους νέους, οι οποίοι μαζικά πλέον μεταναστεύουν. Σήμερα το 22% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και δεν μπορεί να καλύψει ανάγκες απαραίτητες για τη στοιχειώδη επιβίωσή του, όπως την εξασφάλιση φαγητού, τη θέρμανση, τον φωτισμό. Το μεγαλύτερο όμως κακό που έκανε η Κυβέρνηση του κου Τσίπρα στον τόπο με την μνημονιακή της στροφή ήταν η απογοήτευση και η διάθεση για αναχωρητισμό που προκάλεσε σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και ιδιαίτερα στη Νεολαία. Αυτό που επεδίωκαν να επιτύχουν οι δανειστές με τη συνδρομή των προηγούμενων κυβερνήσεων και δεν το κατόρθωναν, το πέτυχε η σημερινή Κυβέρνηση. Για αυτό και τη στηρίζουν προς μεγάλη απογοήτευση του κου Μητσοτάκη και της κας Γεννηματά.
Ο Πρωθυπουργός και τα μέλη της Κυβέρνησης δεν χάνουν ευκαιρία να διαβεβαιώσουν τον ελληνικό λαό ότι στις 21 Αυγούστου με τη λήξη του προγράμματος η χώρα βγαίνει από την επιτροπεία και ανακτά την κυριαρχία της στα ζητήματα της δημοσιονομικής πολιτικής, ενώ ταυτόχρονα με τη ρύθμιση του χρέους από την πλευρά των δανειστών θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας. Με λίγα λόγια γινόμαστε πάλι μία κανονική χώρα. Λυπόμαστε που δεν μπορούμε να συμμερισθούμε την αισιοδοξία της Κυβέρνησης, γιατί με τις δεσμεύσεις τις οποίες μας έχουν επιβάλλει οι δανειστές και την άρνησή τους να κουρέψουν μέρος του χρέους, η ανάπτυξη που προσδοκά η Κυβέρνηση δεν πρόκειται να επέλθει, αφού το μεγαλύτερο μέρος του παραγόμενου πλούτου μέχρι το 2060, τουλάχιστον, θα πηγαίνει στην αποπληρωμή του χρέους ώστε αυτό να μειωθεί στο 75% του ΑΕΠ. Μέχρι τότε η φτώχεια και η εξαθλίωση θα αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας. Για αυτό δεν θα κουραζόμαστε να καταγγέλλουμε ότι η χώρα έχει μετατραπεί σε ειδική οικονομική ζώνη.