Η «οικονομία της προσοχής» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το κρύο πιάτο της εκδίκησης των εργαζομένων ή ως το σκοινί που πουλάει ο ένας καπιταλιστής στον άλλον για να εξασφαλίσει το κρέμασμά του.
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ
Η «οικονομία της προσοχής» είναι τα αλλεπάλληλα φευγαλέα βλέμματα που ρίχνουν οι εργαζόμενοι των γραφείων στο κινητό τηλέφωνό τους περιμένοντας ένα μήνυμα στο messenger του facebook, μια απάντηση σε ένα emoji που είχαν στείλει το πρωί σε ένα παλιό συνάδελφο, μια καινούργια φωτογραφία στο insta από ένα φλερτ ή μια πνευματώδη ανάρτηση στο twitter για τις πολιτικές εξελίξεις• αν και το τελευταίο δεν είναι κι από τα πιο συνηθισμένα. Έρευνα του 2013 είχε δείξει ότι στη διάρκεια της μέρας κατά μέσο όρο κοιτάμε το κινητό μας 150 φορές ή κάθε 6, 5 λεπτά της ώρας, ενώ έρευνα του 2016 εκτιμούσε ότι το χέρι μας πέφτει πάνω στην οθόνη του κινητού 2.617 φορές την ημέρα, που αντιστοιχεί περίπου σε 1 εκ. αγγίγματα το χρόνο. Στο χώρο εργασίας ειδικότερα, έρευνα του αμερικανικού εμπορικού επιμελητηρίου έδειξε ότι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οι εργαζόμενοι δαπανούν 1 ώρα, ενώ η γενιά που γεννήθηκε στο γύρισμα της χιλιετίας 1,8 ώρες! Ως αποτέλεσμα η μείωση του δείκτη ευφυΐας υπολογίζεται σε 10 πόντους που ισοδυναμεί με μια νύχτα αγρύπνιας… Και απεργία να έκαναν οι εργαζόμενοι πιθανά η εργοδοσία να μην μέτραγε τόσες χαμένες ώρες!
Οι αριθμοί προκαλούν ζάλη. Πίσω από αυτούς βρίσκεται μια διαρκώς επεκτεινόμενη βιομηχανία που επενδύει μυθικά ποσά για να καταφέρει να μας αποσπάσει την προσοχή και να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον μας, με απώτερη επιδίωξη το κλικ σε ένα διαφημιστικό μπάνερ και μια αγορά. Το φαινόμενο έχει λάβει τόσο μαζικές (και προφανώς διαβρωτικές) διαστάσεις ώστε κείμενο εργασίας της κεντρικής τράπεζας της Αγγλίας απέδωσε την ελεύθερη πτώση της παραγωγικότητας στις ανεπτυγμένες οικονομίες κατά την τελευταία δεκαετία στα έξυπνα κινητά τηλέφωνα. Υπερβολικό και απλοϊκό το συμπέρασμα, αντανακλά ωστόσο τις ανησυχίες που υπάρχουν εκ μέρους της εργοδοσίας που βλέπει τους εργαζόμενους να αδυνατούν να συγκεντρωθούν και να φέρουν απερίσπαστοι σε πέρας μια σύνθετη εργασία, όπως το έκαναν μέχρι και πριν δέκα χρόνια.
Δεν είμαστε όμως αντιμέτωποι μόνο με την αντεπίθεση του ραγδαία επεκτεινόμενου καπιταλισμού της πλατφόρμας που ενοποιεί σε μια ιστοσελίδα και μας προσφέρει ταξινομημένες κατά τιμή και ποιότητα τις πιο διαφορετικές υπηρεσίες και προϊόντα ή του λεγόμενου, κατά Τζέρεμι Ρίφκιν, καπιταλισμού του μηδενικού οριακού κόστους που στέλνει στα Τάρταρα την ανταλλακτική αξία για να απογειώσει την αξία χρήσης. Είμαστε αντιμέτωποι και με την ρευστοποίηση/αποδιάρθρωση του εργάσιμου χρόνου.
Στην αυγή του καπιταλισμού χέρι χέρι με την εργασιακή πειθαρχία βαδίζει το ρολόι που ελέγχει και υποτάσσει τον αγρότη και τον πλάνητα, οι οποίοι είχαν μάθει να δουλεύουν με βάση «τη δουλειά που πρέπει να γίνει», όπως έγραφε ο Ε. Π. Τόμσον στο βιβλίο Χρόνος, Εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός (εκδ. Νησίδες). Η μάχη του Σικάγου γυρίζει τους δείκτες των ρολογιών προς τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, όταν το ωράριο και δη το 8ωρο θέτει ένα άνω όριο στην εκμετάλλευση. Το νεοφιλελεύθερο πισωγύρισμα της δεκαετίας του ’80, με τη βοήθεια των τεχνολογικών επαναστάσεων που εισάγονται στην καθημερινή ζωή μεταμορφώνει το χρόνο, τοποθετεί στον καρπό κάθε σύγχρονου εργαζόμενου κι ένα ρολόι σαν κι αυτά που ζωγράφιζε ο Σαλβαντόρ Νταλί για να συμβολίζουν ότι ο εργάσιμος χρόνος επεκτείνεται και πέραν του 8ώρου ή του 4ωρου της μερικής απασχόλησης. Μέιλ που πρέπει να απαντηθούν στις 9 και 10 το βράδυ, κινητά που χτυπούν Σάββατα και μέρες άδειας και συνεννοήσεις που ξεκινούν πολύ πριν την ώρα του γραφείου συμπύκνωσαν έναν άγριο εποικισμό του ελεύθερου από τον εργάσιμο χρόνο. «Το 24/7 υπονομεύει τη διάκριση ανάμεσα στην ημέρα και τη νύχτα, ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, ανάμεσα στη δράση και την ανάπαυση. Ο πλανήτης γίνεται αντιληπτός ως χώρος αδιάκοπης εργασίας ή ως εμπορικό κέντρο που είναι πάντα ανοιχτό», γράφει ο Τζόναθαν Κρέρι στο βιβλίο 24/7 ο ύστερος καπιταλισμός και το τέλος του ύπνου (εκδ. Α.Α. Λιβάνη).
Η «οικονομία της προσοχής» γυρίζει τη φορά του βέλους από την ανάποδη, είναι το όπλο που έχει γυρισμένη την κάνη στον επίδοξο δολοφόνο και ρίχνει τη σφαίρα σε αυτόν που πατάει την σκανδάλη. Είναι η (προφανώς στρεβλή, σε βαθμό διαστροφής) εκδίκηση του εργαζόμενου που κλέβει από τον εργάσιμο χρόνο λεπτά για τις συναναστροφές και τη χαμένη κοινωνικότητα του, φτάνοντας να μοιράζει like και share τη στιγμή που πρέπει να γίνει η λογιστική εγγραφή ή να «ψηθεί» ο υποψήφιος πελάτης.
Το πρόβλημα φυσικά αντιμετωπίζεται με τη γνωστή και δικασμένη μέθοδο: περισσότερος αυταρχισμός στο χώρο εργασίας, αυξημένη επιτήρηση των εργαζομένων είτε με κάμερες ή με τον έλεγχο των παραδοτέων. Πρακτικές που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα και γνώρισμα ενός καπιταλισμού που υμνεί την ελευθερία και το δικαίωμα επιλογής μόνο μπροστά στις κάλπες ή τις βιτρίνες. Η ώρα όμως έχει …σημάνει, καθώς ποτέ άλλοτε το αίτημα της μείωσης του χρόνου εργασίας χωρίς μείωση των αποδοχών δεν σήμαινε τόσα πολλά, όπως για παράδειγμα την αντιμετώπιση της ανεργίας, τη στιγμή που κάθε συμβατικό μέσο μείωσης της αποδεικνύεται πολύ λίγο ή ότι εφαρμόζεται πολύ αργά.