Το τελευταίο διάστημα, αρκετά άρθρα προσπαθούν να εξηγήσουν τη δυσχέρεια των κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν επιτυχώς απειλές και φυσικές καταστροφές. Μία δυσχέρεια που έρχεται από το παρελθόν και φαίνεται να εδράζεται σε ριζωμένες πλέον παθογένειες της κοινωνίας μας και της πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, μεταξύ άλλων, ενδιαφέρον μου προκάλεσε το άρθρο του κ. Π. Μηλιαράκη, αναφορικά με το τρίπτυχο πυρκαγιές, χρεοδουλοπαροικία και ρεαλιστική ανυπακοή(1).
Με αφορμή λοιπόν την αρθρογραφία των τελευταίων ημερών, μου δίνεται το έναυσμα να αναπτύξω τις σκέψεις μου για τρεις ιδιαίτερες πτυχές.
Πρώτον, στο προαναφερθέν άρθρο, ασκείται εύστοχη κριτική στα πεπραγμένα του μεταπολιτευτικού πολιτικού μας συστήματος, όσον αφορά στη φαλκίδευση των δυνατοτήτων του μηχανισμού αντιμετώπισης απειλών, αλλά και άρσης αρνητικών για τη χώρα μας διεθνών καταστάσεων και επιβουλών. Ως εκ τούτου, εκτιμώ πως από το κείμενο, εύλογα προκύπτει η ανάγκη ανανέωσης του πολιτικού συστήματος αλλά κυρίως ανανέωσης των πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών στόχων και μέσων.
Κατά δεύτερον, αναφορικά με την προστασία και αποκατάσταση των δασικών εκτάσεων, θα ήθελα να παραθέσω δύο στοιχεία. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη μέριμνα σε κάθε αναδασωτέα περιοχή ξεχωριστά. Η όποια μέριμνα θα εξαρτάται από τα ιδιαίτερα φυσικά / περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της περιοχής, αλλά και από τις ιδιαίτερες ανάγκες της τοπικής κοινωνίας. Με τον τρόπο αυτό η τοπική κοινωνία έχει κίνητρο να γίνει μέτοχος και υπερασπιστής της όποιας τέτοιας προσπάθειας. Ταυτοχρόνως, φρονώ πως, θα πρέπει να αναδυθεί και να αξιοποιηθεί με την ανάλογη αναβάθμισή του και ενίσχυσή του σε προσωπικό, μέσα και θεσμικά εργαλεία, ο ρόλος του δασαρχείου ως ενός κεντρικού φορέα / θεσμού στην πρόληψη και αντιμετώπιση της δασικής υποβάθμισης ή καταστροφής, αλλά και στη βιώσιμη και αειφόρα διαχείριση ή/και αποκατάσταση, των δασικών εκτάσεων, ενόψει μάλιστα της επιδείνωσης, για τον τόπο μας των κλιματικών συνθηκών. Έμφαση, μάλιστα, πρέπει να δίνεται από τη μία στην προστασία των τοπικών κοινοτήτων και από την άλλη στη βέλτιστη ωφέλεια που μπορεί να προκύψει για αυτές από την ήπια, αειφόρα και βιώσιμη διαχείριση του συγκεκριμένου φυσικού πόρου. Γνώμη μου είναι πως η αξιοποίηση των δασικών εκτάσεων για λόγους δημοσίου συμφέροντος(3), (4), επ’ ουδενί δεν πρέπει να γίνεται εις βάρος των τοπικών κοινωνιών και των οιονεί δυνατοτήτων ανάπτυξής τους, αλλά μόνο συμπληρωματικά και επ’ ωφελεία αυτών.
Επειδή δε, ως δείχνει η καθημερινότητα σε υγεία, εκπαίδευση, ασφάλεια, περιβάλλον, οι μάχες δίνονται και κερδίζονται ουσιαστικά επί του πεδίου και όχι στα γραφεία των υπουργείων, πρέπει να ενισχύονται ανάλογα οι κρίσιμες υπηρεσίες, και να προβλέπεται η απαιτούμενη αποκέντρωση. Εν γένει, το επιτελικό κράτος είναι μοιραίο να αποτυγχάνει, καθώς στερώντας ή υποβαθμίζοντας από τη δομή του τις αποκεντρωμένες υπηρεσίες πεδίου στερεί από τον εαυτό του και την πρακτική γνώση, το λεγόμενο “know-how”, της προσφιλούς, στην παρούσα κυβέρνηση, νεοφιλελεύθερης λογικής. Επίσης, η υποβάθμιση των αποκεντρωμένων υπηρεσιών στερεί την κεντρική διοίκηση από την ανατροφοδότησή της με την κατάλληλη πληροφόρηση. Υπό την έλλειψη επαρκώς στελεχωμένων, εξοπλισμένων και εκπαιδευμένων, σε σύγχρονα μέσα, αποκεντρωμένων υπηρεσιών και υπό την έλλειψη κατάλληλης πληροφόρησης υπονομεύεται η προσπάθεια του κράτους να δρα στοχευμένα, έγκαιρα και αποτελεσματικά.
Η τρίτη πτυχή έχει να κάνει με την έννοια του περιβάλλοντος εν γένει. Η συμμετοχή στελεχών της Σοσιαλιστικής Προοπτικής(2) σε δράσεις, όπως για παράδειγμα, για την ανάπτυξη του χώρου της ΔΕΘ ως Μητροπολιτικού Πάρκου ή για την τύχη των αρχαιοτήτων στο σταθμό Βενιζέλου, του μετρό Θεσσαλονίκης, αποδεικνύει την ιδιαίτερη έγνοια της για το περιβάλλον ως ολιστική έννοια. Είναι προφανές πως το φυσικό, το αστικό και το πολιτισμικό περιβάλλον αποτελούν μία άρρηκτα συνδεδεμένη ενότητα, απαραίτητη για την ολοκληρωμένη ευημερία και την ισόρροπη ανάπτυξη ατόμων και συλλογικοτήτων.
Από την άλλη, ο τρόπος με τον οποίο η εκάστοτε κυβέρνηση διαχειρίζεται την πολιτισμική μας κληρονομιά, όπως για παράδειγμα η πρόσφατη τσιμεντοποίηση του βράχου της Ακρόπολης των Αθηνών, αντιμετωπίζει τα προβλήματα της αστικής διαβίωσης, σχεδιάζει την περαιτέρω διαμόρφωση του εκάστοτε αστικού περιβάλλοντος, μεριμνά ή όχι για την ανάπτυξη των επαρχιακών κοινοτήτων, καταδεικνύει με τον σαφέστερο τρόπο το τι αυτή η κυβέρνηση επιφυλάσσει και για το φυσικό περιβάλλον σε πρόληψη και διαχείριση. Όλα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Οπότε δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος.
Υπό αυτή την έννοια, καθώς για τις παρούσες σκέψεις, αρχικό έναυσμα αποτέλεσε η τρέχουσα αρθρογραφία, ενδεικτικά και, το άρθρο που αναφέρω στην εισαγωγή, θεωρώ πως είναι αναπόδραστη η διεύρυνση της συνέργειας, επιμέρους πολιτικών, κοινωνικών ομάδων και ατόμων. Έτσι, εμπλουτίζονται ο διάλογος και οι προτάσεις πολιτικής, διευρύνονται οι επιμέρους δράσεις, συμβάλλοντας, στο να δημιουργηθεί μία κρίσιμη μάζα προσωπικού και δράσεων που είναι ικανή να βγει στο προσκήνιο και να συσπειρώσει ακόμη περισσότερους, με στόχο την ανατροπή της κακοδαιμονίας δεκαετιών.
14/08/2021
Άγγελος Μπληζιώτης