Αν οι άνθρωποι ήταν πεπεισμένοι ότι δύνανται να μάθουν κάτι ωφέλιμο για την ζωή και την καθημερινότητά τους από την ιστορία, θα κατακλύζονταν κάθε έτος τα πανεπιστήμια από υποψήφιους ιστορικούς. Ευτυχώς δε συμβαίνει ούτε το ένα, ούτε το άλλο και δε χρειάζεται να ζούμε υπό το διαρκές άγχος της πεποίθησης ότι αγνοώντας την ιστορία δε θα μπορέσουμε να πορευτούμε ικανώς στο βίο μας. Ούτως η ιστορία απομένει υπόθεση των επιστημόνων, των εκπαιδευτικών, των ιδεολόγων κάθε κοπής.
Κάποια πράγματα, ωστόσο, μπορούμε να μάθουμε από την ιστορία, καθώς λέγει η Χάνα Άρεντ, οπότε καλό είναι, ιδίως οι πολιτικοί και οι πολιτικολογούντες, να επιστρέφουμε στο ιστορικό παρελθόν. Η σύντομη αυτή γενικόλογη εισαγωγή περί ιστορίας, έχει ως αφορμή της ένα άρθρο του Ιωάννη Βαρβιτσιώτη, το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Ελληνικός Βορράς” – με αρχισυντάκτη το γνωστό δημοσιογράφο Νίκο Μέρτζο– στις 25 Μαΐου 1982. Το άρθρο του βουλευτή της αντιπολιτευόμενης τότε “Νέας Δημοκρατίας”, είχε τον τίτλο: “Όργιο βίας, νοθείας και κυνικών παρεμβάσεων στο συνδικαλισμό”.
Θα παραθέσω μια σειρά από εδάφια από το άρθρο γιατί είναι ενδεικτικά του τρόπου με τον οποίο αντιπολιτευόταν τότε το κόμμα της “Δεξιάς”, την πρώτη αριστερή -υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου– κυβέρνηση στην Ελλάδα. Σημειώνω προκαταβολικώς ότι ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης δεν είχε και δεν απέκτησε ποτέ κάποια σχέση με τον συνδικαλισμό.
Στην πρώτη παράγραφο αναφέρει: “Κανένας άλλος χώρος δεν απασχόλησε τόσο την ελληνική κοινή γνώμη τους τελευταίους μήνες όσο ο συνδικαλιστικός. Κανένας άλλος χώρος δε φάνηκε περισσότερο να συγκεντρώνει την προσοχή του Κινήματος που μας κυβερνάει. Και σε κανέναν άλλο χώρο δεν σημειώθηκαν μέσα σε επτά μόνο μήνες τόσες επεμβάσεις, τόσες προκλήσεις, τόσες επιδρομές”. Και εξηγεί ο συντάκτης του άρθρου, τι ακριβώς εννοεί με αυτές τις μομφές: “Ο «εκδημοκρατισμός» και η «εξυγίανση» του συνδικαλιστικού κινήματος δεν σήμαινε τίποτε άλλο, παρά την υποδούλωση του στο μαρξιστικό Κίνημα που βρίσκεται στην αρχή. Δεν σήμαινε τίποτε άλλο, παρά την άλωση όλων των ομοσπονδιών, όλων των ενώσεων, όλων των εργατικών κέντρων, όλων των συνεταιρισμών, όλων των σωματείων, όλων των συλλόγων της Χώρας. Δε σήμαινε τίποτε άλλο, παρά τη χρησιμοποίηση όλων των μέσων και όλων των μεθόδων για το σκοπό αυτό”.
Στη συνέχεια επικαλείται την προεκλογική στάση του Ανδρέα Παπανδρέου απέναντι στο ζήτημα των παρεμβάσεων στο συνδικαλιστικό κίνημα, ο οποίος, σύμφωνα με τον βουλευτή της “Νέας Δημοκρατίας” απέδιδε “στις παρεμβάσεις αυτές την κακοδαιμονία του συνδικαλισμού”. Αλλά “η ασυνέπεια δεν είναι το μόνο, ούτε το χαρακτηριστικότερο στοιχείο” των παρεμβάσεων του Α. Παπανδρέου, αυτό “είναι περισσότερο ο κυνισμός, η προκλητικότητα, ο αμοραλισμός”.
Ο αντιπολιτευόμενος Ιωάννης Βαρβιτσιώτης συνάγει το συμπέρασμα αυτό από το γεγονός ότι “για πρώτη φορά δεν υπάρχει δισταγμός για να επιβληθεί ο κυβερνητικός συνδικαλισμός σε όλο τον τόπο και σε όλους τους τομείς. Επιδεικνύεται αδιαφορία ακόμη και για την τήρηση των προσχημάτων. Προβάλλεται η θρασύτης για τον παραμερισμό κάθε εμποδίου. Και από την άποψη αυτή η πασοκική μας Κυβέρνηση αποδείχτηκε ήδη μοναδική”.
Ο βουλευτής της “Νέας Δημοκρατίας” θεωρεί ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μετέρχεται όλα τα μέσα για να επιβάλλει τους σκοπούς της. Προηγείται στην ιεράρχηση των μέσων αυτών η τρομοκρατία: “Οι αντίπαλοι συνδικαλιστές εκφοβίζονται, απειλούνται, πιέζονται επαγγελματικά και μετατίθενται για να εξουδετερωθούν». Το δεύτερο μέσο είναι οι υποσχέσεις: “Για τους ψηφοφόρους χρησιμοποιούνται εναλλακτικά και οι δελεασμοί και οι υποσχέσεις”. Και αν δε λειτουργήσουν όλα αυτά, το ΠΑΣΟΚ χρησιμοποιεί τη δικαιοσύνη: “Και όταν όλα αυτά δεν οδηγούν στην παράδοση των συλλόγων και των ομοσπονδιών σε πράσινες (ή εν ανάγκη σε πρασινέρυθρες) διοικήσεις, υπάρχουν πάντα οι προσφυγές στα Ειρηνοδικεία, που κατά σύμπτωση, καταλήγουν όλες σε επιβολή δοτών διοικήσεων των πράσινων μειοψηφιών από την πίσω πόρτα…”!
Ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, συγκεκριμενοποιεί την παρέμβαση της δικαιοσύνης στα συνδικαλιστικά δρώμενα της χώρας: “Με προσφυγή στο Ειρηνοδικείο, η νόμιμη διοίκηση της ΓΣΕΕ παραμερίσθηκε και το ΠΑΣΟΚ τοποθέτησε ως προσωρινή διοίκηση (με εντολή να μείνει παραπάνω από χρόνο…) τους εκλεκτούς του, προκαλώντας τις διαμαρτυρίες ακόμη και των ερυθρών συμμάχων του, που διεκδικούσαν μεγαλύτερο μερίδιο από τα λάφυρα”.
Στη συνέχεια αναφέρεται, εν συντομία, στην κατάσταση στα επιμελητήρια και τους επαγγελματικούς, καθώς και στους αγροτικούς συλλόγους, για να καταλήξει στο “πολιτικό” συμπέρασμα ότι: “Τα όργιο των επεμβάσεων στο συνδικαλισμό δεν έχει το προηγούμενό του στην ελληνική ιστορία. Είναι όργιο τρομοκρατίας, όργια βίας και νοθείας. Όργιο νομοθετικών παρεμβάσεων. Όργιο προσφυγών στα Ειρηνοδικεία. Όργιο προσωρινών μέτρων, που κατά σύμπτωση, ευνοούν σχεδόν όλα τον κυβερνητικό συνδικαλισμό, μέχρι σημείου, ώστε να δυσφορούν συχνά ακόμη και οι συναγωνιστές, ερυθροφρουροί, που «ρίχνονται» μερικές φορές στα μερίδια…”.
Οι απόψεις αυτές, αυτή τη χρονική στιγμή, δεν είναι μεμονωμένες στο χώρο του κόμματος της ελληνικής “Δεξιάς”, φαίνεται τούτο και από το γεγονός ότι ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης επικαλείται τον ίδιο τον αρχηγό του κόμματος Ευάγγελο Αβέρωφ: “Όλα αυτά είναι πραξικοπήματα, όπως κατήγγειλε και ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως. Γιατί, έτσι καταλύεται το Σύνταγμα, που κατοχυρώνει την ανεξαρτησία και αυτονομία του συνδικαλισμού. Καταλύονται οι διεθνείς συμβάσεις και οι νόμοι για την προστασία των συνδικαλιστικών ελευθεριών. Και καταλύεται κάθε έννοια ελευθερίας και δημοκρατίας, στον τόπο”.
Ο βουλευτής της “Νέας Δημοκρατίας” δεν αρκέστηκε όμως στις καταγγελίες μέσω του άρθρου αυτού, αλλά καλούσε και σε αγώνα για να αποτραπεί ο ολοκληρωτισμός! Το συγκεκριμένο άρθρο στον “Ελληνικό Βορρά” κλείνει με την ακόλουθη φράση: “Δεν μπορούμε να περιορισθούμε μόνο στη θλιβερή αυτή διαπίστωση. Έχουμε όλοι την υποχρέωση να αναλάβουμε το σθεναρό αγώνα που επιβάλλεται, ώστε η δημοκρατία και οι ελευθερίες μας να αποκατασταθούν και ο ολοκληρωτισμός να μην περάσει”.
Λίγο καιρό αργότερα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έφερε προς ψήφιση τον περίφημο νόμο 1264/82 με τον οποίο απαλλασσόταν το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα από τον εργατοπατερισμό και τις δοτές και ψευδεπίγραφες συνδικαλιστικές οργανώσεις και τα σωματεία σφραγίδες. Για την ιστορία να σημειώσω, ότι στην Θεσσαλονίκη, σε εφημερίδα της οποίας δημοσιεύτηκε το άρθρο του Ιωάννη Βαρβιτσιώτη, δημοκρατικοί “δεξιοί” συνδικαλιστές συμμάχησαν με τους συνδικαλιστές των άλλων κομμάτων για να απαλλαγούν από τα “χουντικά κατάλοιπα”, τα οποία λόγω της παλαιότερης νομοθεσίας έλεγχαν πλείστα όσα σωματεία σφραγίδες και με αυτά και το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης.
Σήμερα έχουμε, από το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί, την πολυτέλεια να ισχυριστούμε ότι ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης ευρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου στην πρόωρη κριτική του στην κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Οι εξελίξεις κινήθηκαν σε διαφορετική κατεύθυνση. Από τη μία αυτό το υπόδειγμα κριτικής σε μια αριστερή κυβέρνηση φαίνεται να έχει mutatis mutandis πολλούς φίλους και σήμερα, αν κρίνω από το άλογο αντιπολιτευτικό μένος στελεχών της σημερινής “Νέας Δημοκρατίας” (όχι μόνο της “Νέας Δημοκρατίας”). Αυτού του είδους η κριτική έθρεψε, ενίσχυσε και παγίωσε όλες εκείνες τις αδυναμίες του αντιπάλου, που θα απέβαιναν εις βάρος όλης της κοινωνίας. Και, δυστυχώς, αυτό επαναλαμβάνεται και σήμερα.
Από την άλλη, ο 1264/82 έχει πάψει προ πολλού να ανταποκρίνεται στην ανάγκη ενός νέου ρόλου των συνδικάτων για την ισχυροποίηση της δημοκρατίας και, μάλιστα, εν μέσω κρίσης και νεοφιλελεύθερης ισοπέδωσης του δημοκρατικού κεκτημένου. Η αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου, εντός του οποίου οφείλει να διαμορφωθεί και να κινηθεί το νέο συνδικαλιστικό κίνημα, είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία. Το ερώτημα είναι: προς ποια κατεύθυνση;