ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ σύστημα φαίνεται να εισέρχεται σε μια φάση ανακατατάξεων. Ανακατατάξεων και όχι ρήξεων και αναδιατάξεων. Οι καθεστωτικές δυνάμεις και αντιλήψεις, σε όλα τα κόμματα, συνεχίζουν να ρυθμίζουν την κατάσταση – συνεχίζουν να την τροφοδοτούν και να τροφοδοτούνται από αυτήν -, οπότε ευπρόσδεκτη η όποια κινητικότητα, αλλά προσκομίζουμε στη συζήτηση και κάποιες κρίσιμες επιφυλάξεις για να μη δημιουργούνται άκαιρες αντιπάθειες και πολώσεις ή ανεδαφικές προσδοκίες.
ΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ήταν το χειρότερο δυνατό. Το εκλογικό σώμα δεν ξεκαθάρισε το ζήτημα του ισχυρού παίκτη στο χώρο της προοδευτικής δημοκρατικής αντιπολίτευσης.
ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κινήθηκαν στο ίδια ποσοστά και κανένα από τα δύο κόμματα δεν παρουσίασε (και δεν παρουσιάζει) κάποια ιδιαίτερη δυναμική. Στην “ενδοπαραταξιακή” αναμέτρηση του ευρύτερου χώρου δεν υπάρχει νικητής. Από την άλλη το σύνολο των πολιτικών φορέων των προοδευτικών και δημοκρατικών δυνάμεων υπέστη συντριπτική ήττα. Ως τέτοιο εκλαμβάνουν το εκλογικό αποτέλεσμα και οι ηγεσίες των δύο κομμάτων. Απόδειξη σιωπηρής παραδοχής της ιστορικής ήττας του χώρου είναι και η αναθέρμανση της συζήτησης για εκλογική σύμπλευση των δύο πολιτικών φορέων της λεγόμενης Κεντροαριστεράς.
ΟΙ ΗΓΕΤΙΚΟΙ κύκλοι της κομματικής επετηρίδας, και στα δύο κόμματα, ανησυχούν, όχι τόσο για το μέλλον της χώρας ή των κομμάτων τους, αλλά για το γεγονός ότι θα παραμείνουν οι ίδιοι/ίδιες εκτός εξουσίας για πολλά έτη. Κάποιοι/κάποιες, ίσως, για πάντα. Αυτή η αγωνία κινεί και την αδέσποτη “συζήτηση” για εκλογική σύμπλευση των δύο πολιτικών φορέων.
Η “ΣΥΖΗΤΗΣΗ” αυτή, εξαιτίας και του αδέσποτου χαρακτήρα της, είναι άκαιρη και συγκαλύπτει τα βασικά ελλείμματα και τις αδυναμίες των κομματικών φορέων, ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και ΠΑ.ΣΟ.Κ.
ΟΙ ΤΑΓΟΙ της επετηρίδας θορυβούν δημοσίως περί ενότητας και συνεργασίας, αλλά δε θέτουν προς συζήτηση το καίριο ζήτημα της ανάγκης εκδημοκρατισμού των κομμάτων τους και του πολιτικού συστήματος. Δεν θέτουν δηλαδή επί τάπητος το ερώτημα για τον ρόλο και τη λειτουργία του δημοκρατικού προοδευτικού κόμματος στο πλαίσιο του ελληνικού κοινοβουλευτισμού.
ΚΟΜΜΑΤΑ που έχουν μετατραπεί σε περιστασιακές συμπράξεις ατόμων και συμφερόντων δεν μπορούν να διασφαλίσουν καμία ουσιαστική ενότητα και καμία δυναμική. Κάθε συζήτηση περί ενιαίου ψηφοδελτίου ή άλλων μορφών εκλογικής σύμπλευσης είναι αποδεκτή στο βαθμό που θα συνοδεύεται από έμπρακτες κινήσεις εκδημοκρατισμού των κομμάτων. Με πρώτη και καλύτερη την κατάργηση της απευθείας εκλογής του προέδρου ενός κόμματος από ένα περιστασιακό και αδιευκρίνιστο πλήθος ανθρώπων.
ΚΑΘΕ συζήτηση για εκλογική συνεργασία που παρακάμπτει την ταυτόχρονη συζήτηση του εκδημοκρατισμού των κομμάτων, θα καταλήγει στη δημιουργία ή την απόρριψη κάποιου είδους καιροσκοπικής κοινοπραξίας των πάνω ορόφων της κομματικής επετηρίδας. Οι κάτω όροφοι, ελλείψει στρατηγικής και ρόλου, θα δολιοφθορούν για χάρη του ενός ή του άλλου εσωκομματικού κηδεμόνα που βρίσκεται σε αναμονή.
ΑΝΤΙ, λοιπόν, να φλυαρούν τα κομματικά στελέχη και διάφοροι παράγοντες, δορυφόροι του αθηναϊκού πολιτικοκοινωνικού κατεστημένου, περί συνεργασίας, καλό θα ήταν να θέσουν τους δύο κομματικούς σχηματισμούς και όλον τον πολιτικό χώρο σε έναν παραγωγικό ανταγωνισμό εκδημοκρατισμού των φορέων του. Από μια τέτοια διαδικασία θα προκύψουν νέες δυναμικές, νέες οριοθετήσεις και νέες συγκλίσεις που θα εκφραστούν, κάποια στιγμή, και ως αίτημα εκλογικής ή άλλης συνεργασίας.
ΚΑΘΕ συνεύρεση κορυφής δε θα είναι τίποτε περισσότερο από μια κοινοπραξία πολιτικής αδυναμίας των ταγών της κομματικής επετηρίδας.
Ο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ χώρος χρειάζεται μια κοινή δημόσια στρατηγική. Αλλά για να λειτουργήσει μια στρατηγική απαιτείται στελεχικό δυναμικό και ένα πρόγραμμα. Τα δύο κόμματα είναι ξεχαρβαλωμένα οργανωτικά, δεν έχουν ικανό αριθμό ενεργών μελών, δεν διασφαλίζουν επαρκείς γραφειοκρατίες για τα καθημερινά, δεν διαθέτουν εργαστήρια ιδεών και παραγωγική οργανική διανόηση.
ΚΑΙ ΟΙ δύο χώροι διαθέτουν αξιωματούχους (οφείλω τον όρο στον σ. Δημήτρη Τεμουρτζίδη), αλλά δε διαθέτουν σε επάρκεια εκείνο το μεσαίο στελεχικό δυναμικό, το οποίο θα επιφορτιζόταν με την μεταφορά οποιασδήποτε πολιτικής σε κάποιο κρίσιμο πεδίο της ελληνικής κοινωνίας ή της διεθνούς σφαίρας.
ΟΙ ΗΓΕΣΙΕΣ της επετηρίδας βιάζονται, διότι δεν διαθέτουν κάποιο πολιτικό σχέδιο και απλώς επείγονται να “κυβερνήσουν”. Για αυτό και προκρίνουν πρακτικές του πολιτικού μάρκετινγκ εκεί όπου υπάρχει ανάγκη πολιτικής παρέμβασης.
ΟΣΟΙ ελπίζουν και επενδύουν αποκλειστικώς στη χρήση των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας για να διεμβολίσουν τον αντίπαλο, θα πρέπει να αντιληφθούν ότι κινούνται στο δικό του προνομιακό πεδίο.
ΟΙ ΔΥΟ χώροι θα πρέπει να αποκτήσουν αφήγημα. Και για να αποκτήσουν αφήγημα χρειάζονται να αποκτήσουν συνεκτική πολιτική. Και για να αποκτήσουν συνεκτική πολιτική χρειάζονται ένα κόμμα εργαστήριο ιδεών και πολιτικού διαλόγου. Ό,τι δηλαδή δεν χαρακτηρίζει, σήμερα, τα δύο κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης.
Ο ΕΚΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ των προοδευτικών κομμάτων, η αποκατάσταση των εσωτερικών δημοκρατικών διαδικασιών τους, η δημιουργική ανασυγκρότηση και ανανέωση του στελεχικού δυναμικού τους, η μετατροπή τους σε κινητήρια δύναμη του ελληνικού κοινοβουλευτισμού αποτελεί πρώτη προϋπόθεση στην προσπάθεια σύμπλευσης των λαϊκών δυνάμεων και επαναδραστηριοποίησης μεγάλων τμημάτων του προοδευτικού κόσμου και της νέας γενιάς που παρακολουθούν με απάθεια, αδιαφορία και απορριπτικά το πολιτικό σύστημα.
ΑΝΤΙ να εφευρίσκουμε, κάθε λίγο και λιγάκι, μια νέα λέξη – ανάταξη, επανεκκίνηση, restart κλπ. – για να δημιουργήσουμε την εντύπωση ότι κάτι νέο συμβαίνει και αντί να φλυαρούμε για νέες αρχιτεκτονικές στην οργάνωση των κομμάτων και του πολιτικού συστήματος, και να ομνύουμε για το ριζοσπαστικό χαρακτήρα τους, συνετό θα ήταν να ακολουθήσουμε την οδό του εκδημοκρατισμού των πολιτικών φορέων και των μελών τους.
ΑΠΟ κόμματα αξιωματούχων και μιας ανεπαρκούς και ετερόκλητης γραφειοκρατικής νομενκλατούρας τα κόμματα του προοδευτικού χώρου οφείλουν να επανασυγκροτηθούν στη βάση συγκεκριμένων δημοκρατικών αρχών. Σε πρώτη φάση δεν έχουν παρά να αποκαταστήσουν τον τρόπο εκλογής της ηγεσίας τους μέσα από τα συνέδριά τους. Και όχι από ένα αδιευκρίνιστο πλήθος, ακόμη και από τμήματα του μιντιακού όχλου. Τα υπόλοιπα είναι για αφελείς.
Ο ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΣ με μονοκρατορικά κόμματα δυσλειτουργεί. Αντίθετα η ισχύς του ενός – ο οποίος, όμως, εκλέγεται μέσω δημοκρατικών συνεδριακών διαδικασιών – εντός ενός δημοκρατικού κόμματος αρχών προκύπτει ως φυσική συνέπεια των ικανοτήτων του, της πολιτικής του, της αποδοχής του. Δεν πρέπει να συγχέουμε τα πράγματα. Ειδικά σε εποχές σαν τη σημερινή, όπου τα πρόσωπα διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στα πολιτικά πράγματα.
Ο ΛΑΟΣ μας χρειάζεται προσανατολισμό, η χώρα μας προοπτική και τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης ριζοσπαστική στρατηγική.
Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ:
Ευτυχία Χρηστέα – Τρίτη 18 Ιουνίου 2024