Σοσιαλισμός, πατριωτισμός και πολιτιστική καλλιέργεια
Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Στις μέρες μας κάθε συζήτηση για τον σοσιαλισμό αντιμετωπίζει δυσκολίες. Τούτο οφείλεται τόσο σε σημαντικούς εγγενείς λόγους του σοσιαλιστικού κινήματος, όσο και σε μια σειρά εξωγενείς παράγοντες. Θα πρέπει να θεωρήσουμε σχεδόν ως βέβαιο ότι δεν είναι μόνο η κυριαρχία των αντιπάλων των σοσιαλιστικών ιδεωδών η οποία δυσχεραίνει τη συζήτηση περί σοσιαλισμού. Κάθε άλλο. Είναι βεβαίως και αυτό ένα πρόβλημα για την περί σοσιαλισμού συζήτηση, αλλά όχι το σημαντικότερο. Η κυριαρχία ξένων προς το σοσιαλισμό ιδεών και πρακτικών καθορίζει τη σημερινή επικαιρότητα, αλλά την επικαιρότητα οφείλουμε να την αντιλαμβανόμαστε με διττό τρόπο, όχι δηλαδή μόνο ως αυτό το οποίο συμβαίνει εις την δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά και ως εκείνο το οποίο έχουν ανάγκη οι άνθρωποι και οι λαοί σε κάθε ιστορική συγκυρία. Για τον ελληνικό λαό και περισσότερο για το ελληνικό έθνος, η περί σοσιαλισμού συζήτηση συμπίπτει με την επικαιρότητα ή όχι ενός συγκεκριμένου προτάγματος για το μέλλον.
Εκατό χρόνια από το θάνατο του πρωτοπόρου σοσιαλιστή Γεωργίου Σκληρού (Κωνσταντινίδη) με καταγωγή από την μακρινή Τραπεζούντα του Οθωμανικού Πόντου και συγγραφέα του βιβλίου το «Κοινωνικό μας ζήτημα», της ληξιαρχικής δηλαδή πράξης γέννησης των συστηματικών σοσιαλιστικών ιδεών στον ελλαδικό χώρο, ο σοσιαλιστικός πολιτικός χώρος στην πατρίδα μας αντιμετωπίζει πλείστα όσα προβλήματα. Τα περισσότερα από αυτά είναι απόρροια, συν τοις άλλοις, εγγενών αδυναμιών του ελληνικού πολιτικού και κοινωνικού σχηματισμού. Ωστόσο στις συνθήκες μιας «έξαλλης» διεθνοποίησης και ενός άκρατου ισοπεδωτισμού των πολιτικών, οικονομικών και πολιτιστικών σχέσεων σε πλανητική κλίμακα δεν τίθεται μόνο υπό συζήτηση η διεθνής πλευρά αντιμετώπισης των σύγχρονων προβλημάτων (διεθνοποίηση των διακινδυνεύσεων από την αλόγιστη δυναμική επέκτασης του τεχνικού πολιτισμού, διάδοση των πυρηνικών και κίνδυνος του «μεγαθανάτου», μη-αναστρέψιμες οικολογικές καταστροφές, υπερβάσεις στον τομέα της «βιοηθικής» κ.α.) προστίθεται και το ζήτημα μιας οικολογίας του πολιτιστικού αποθέματος και της πολιτιστικής δημιουργίας στον πλανήτη. Η διαφαινόμενη πολιτιστική πολυσυλλεκτική μονοκαλλιέργεια σε πλανητική κλίμα, παρόλες τις θεμελιαρχικές (φονταμενταλιστικές) αντιδράσεις, επαναφέρει στο προσκήνιο και καθιστά επίκαιρη τη σχέση του ουτοπικού προτάγματος με την εθνική ιδιαιτερότητα κάθε λαού.
Αυτή η παραμελημένη πτυχή της σοσιαλιστικής παράδοσης θα πρέπει να αντιπαρατεθεί εις τον ρηχό διεθνισμό διαφόρων ιστορικών εκδοχών του ελληνικού σοσιαλισμού. Στην ιστορία του εγχώριου λαϊκού και αριστερού κινήματος δύνανται να ανιχνευτούν πλείστες όσες ιστορικές πολιτικές τάσεις, οι οποίες συνδέουν άλλοτε ρητά και άλλοτε υπόρρητα το ουτοπικό με το εθνικό και αυτό στη συνέχεια με τη χειραφέτηση του πολίτη και το ρεπουμπλικανικό πατριωτικό στοιχείο. Αυτό το οποίο εις την Ελλάδα, εξαιτίας ιστορικών συγκυριών και ιδιαιτεροτήτων, εμφανίστηκε στηριζόμενο περισσότερο σε «εμπειροτεχνικά» δεδομένα των πολιτικών φορέων και δραστών και λιγότερο σε μισο-θεωρητικές πολιτικοκοινωνικές αναλύσεις, ευρίσκεται εις το επίκεντρο μιας παράδοσης της δυτικής σκέψης, η οποία συνδέει τον πυρήνα της ουτοπίας με το ρεπουμπλικανικό πατριωτικό στοιχείο.
Η Ουτοπία του Thomas Morus, η οποία έχει το χαρακτηριστικό της απομονωμένης νήσου ορθώς ερμηνεύεται ως προπομπός του σύγχρονου εθνικού κράτους. [1] Ο Ζαν Ζακ Ρουσώ από την πλευρά του ποτέ δεν άφησε αμφιβολίες ότι αντιμετώπιζε με τη σχετική εχθρότητα και απέρριπτε έναν κοσμοπολιτικό πολιτισμό. Ο τελευταίος όφειλε πάντοτε να ενσωματώνεται μέσω του πατριωτισμού εις το αντίστοιχο εθνικό πλαίσιο, το οποίο θα τον καθιστούσε ζωοποιό και εντός του οποίου θα επικοινωνούσε και θα ενεργούσε ο εκάστοτε πολίτης (citoyen). Αυτή η ρουσωική καταβολή του πατριωτισμού του πολίτη εισέρχεται και εις το έργο σημαντικών θεωρητικών του σοσιαλισμού, όπως του Otto Bauer. Για τον αυστριακό σοσιαλιστή θεωρητικό δεν είναι η κατευθυντήρια δύναμη για τη δημιουργία του μελλοντικού πολιτισμού κάποιος αφηρημένος κοσμοπολιτισμός, τον οποίο θα πρέπει να ακολουθήσουν οι αποκλεισμένοι και απόκληροι της ταξικής κοινωνίας.
Με βάση αυτή την αφετηρία εις την σκέψη του ο Bauer δεν αναζητεί πρότυπα για νέες μορφές δημιουργίας εις τις ιστορικές εκδοχές του «κοσμοπολιτισμού» των φεουδαρχών του Μεσαίωνα, των ηγεμόνων της Αναγέννησης ή των αστών της καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά εις τους πολίτες της αρχαίας Αθήνας, οι οποίοι είχαν μετατρέψει την τέχνη σε δημόσιο αγαθό. [2]
Σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο πολίτης σημαίνει, μεταξύ άλλων, και νομιμοποίηση της διαφοράς και της πολυμορφίας. Και από εδώ προκύπτει μια πολιτική προσταγή: Οι σοσιαλιστές οφείλουν και πρέπει να εργαστούν εις την κατεύθυνση της εντατικοποίησης της πολυμορφίας των πολιτισμών. Ο Otto Bauer γνωρίζει ότι αυτό συγκρούεται με την τρέχουσα αντίληψη της εποχής του (κάτι που ισχύει και σήμερα) η οποία θέλει τον σοσιαλισμό να «ισοπεδώνει» τις πολιτιστικές διαφορές των εθνών.
«Το γεγονός, ότι ο σοσιαλισμός καθιστά το έθνος αυτόνομο και το πεπρωμένο του αποτέλεσμα της συνειδητής θέλησής του, επιφέρει την αυξανόμενη διαφοροποίηση των εθνών στην σοσιαλιστική κοινωνία, την οξύτερη διάκριση της ιδιομορφίας τους, τον οξύτερο διαχωρισμό των μεταξύ τους χαρακτηριστικών. Αυτή η άποψη ίσως να προκαλέσει έκπληξη σε κάποιους, εφόσον θεωρείται ως βέβαιο από φίλους και αντιπάλους του σοσιαλισμού, ότι ο σοσιαλισμός θα εξισώσει τη διαφορετικότητα των εθνών, θα μειώσει τις διαφορές μεταξύ των εθνών ή και θα τις άρει». [3]
Το ερώτημα για το μέλλον των πολιτισμών του πλανήτη δεν πρέπει να αφήνει αδιάφορους και τους σημερινούς σοσιαλιστές. Στην κατεύθυνση αυτή ο σύγχρονος σοσιαλισμός νοείται πρωτίστως ως η πλήρης άσκηση του πατριωτικού καθήκοντος του πολίτη. Δεν δύναται να υπάρξει σοσιαλισμός χωρίς πολίτες οι οποίοι θα μεριμνούν για την άσκηση του πατριωτικού καθήκοντός τους απέναντι στην πολιτεία τους. Και ένα μέρος αυτού του καθήκοντος αφορά στην πολιτιστική καλλιέργεια όλων των πολιτών. Σε διεθνή κλίμακα των πολιτών όλων των εθνών, σε ισότιμη βάση. Αυτό σημαίνει καλλιέργεια χωρίς την αλαζονεία και τον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό των όποιων «κεντρισμών» (ελληνοκεντρισμός, ευρωκεντρισμός. δυτικοκεντρισμός κ.ο.κ.). Από εδώ κρίνεται και η αξιοπιστία του σοσιαλιστικού πολιτικού προτάγματος αναφορικώς με την ισότιμη αντιμετώπιση όλων των ανθρώπων. Δεν δύναται να υπάρξει ισότιμη αντιμετώπιση τους, όταν δεν αντιμετωπίζονται ισοτίμως και με τον πρέποντα σεβασμό οι πολιτισμοί από τους οποίους προέρχονται. Η ισοπεδωτική έννοια της προόδου η οποία κυριάρχησε στο δυτικό πολιτιστικό πλαίσιο και την οποία ενστερνίστηκε άκριτα και ο παραδοσιακός πολιτικός σοσιαλισμός, σχεδόν όλων των αποχρώσεων, θα πρέπει να σχετικοποιηθεί, διότι έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί εργαλείο χειραφέτησης και έχει μετατραπεί σε μέσο εξουθενωτικής εκμετάλλευσης ανθρώπων και αιτία κατασπατάλησης και καταστροφής βασικών φυσικών πόρων και αγαθών.
Η «οικολογική» στενότητα της διαφαινόμενης μελλοντικής προοπτικής της ανθρωπότητας δεν οδηγεί, όπως ευελπιστούσε ως τέκνο της εποχής του ο Καρλ Μαρξ και βασισμένος σε μια σειρά πρώιμων οξυδερκών οικολογικών παρατηρήσεων του, από άλλη οδό «αναγκαστικά» στο σοσιαλισμό. Σήμερα γνωρίζουμε σε τι βαθμό επιβάρυναν και εγκλώβισαν τα κατάλοιπα της αστικής σκέψης και της αστικής ιστοριοφιλοσοφίας την σκέψη του διανοητή από το Τρίερ. Έχουν αναδειχθεί επαρκώς και πειστικώς τα αδιέξοδα αυτών των τροχιών σκέψης και οι εγκληματικές συνέπειές τους και όσοι επιμένουν σε αυτές απλώς εθελοτυφλούν ή συμβάλλουν με πλήρη συνείδηση εις την αναπαραγωγή της νομενκλατούρας διάφορων απαρχαιωμένων κομματικών μηχανισμών εξουσίας, οι οποίοι δυσφημίζουν τις σοσιαλιστικές ιδέες προσπαθώντας να νομιμοποιήσουν ιστορικώς πολιτικά εγκλήματα του παρελθόντος.
Η ανανεωμένη σοσιαλιστική σκέψη θα πρέπει να απελευθερώσει τον «κοινωνικό πειραματισμό» και την «πολιτική-ουτοπική επινόηση» από τον τυφλό μονόδρομο της ιστορικής τελεολογίας και τη βία των κοσμοπολιτικών επιδιώξεών της.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της «Σοσιαλιστικής Προοπτικής»