“Η ομορφότερη χώρα του κόσμου”, η φράση είναι γνωστή στις περισσότερες και τους περισσότερους. Χρησιμοποιείται κατά κόρον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ως τρόπος περιγραφής και αξιολόγησης της ελλαδικού γεωγραφικού χώρου. Πρόκειται για ένα στοιχείο έμμεσης αυτοπεριγραφής των Ελλήνων. Σύμφωνα με αυτό οι τελευταίοι είναι ένας λαός, ο οποίος ζει στην “ομορφότερη χώρα του κόσμου”. Κάτι είναι και αυτό για κατοίκους ενός τόπου οι οποίοι ντρέπονται για πολλά και διάφορα, που τους συνδέουν με τη χώρα τους. Μια μορφή ήπιας υπεραναπλήρωσης συμπλεγμάτων κατωτερότητας. Τούτη είναι σε κάθε περίπτωση προτιμότερη από τις ακραίες μορφές υπεραναπλήρωσης μέσω διαφόρων εκδοχών του φυλετισμού, του μίσους και της ξενοφοβίας. Δε θα ασχοληθώ στο κείμενο που ακολουθεί με τα συλλογικά τραύματα του σύγχρονου ελληνισμού, ούτε και με τους τρόπους υπεραναπλήρωσής του, αλλά θα παραμείνω στον τόπο, στον ελλαδικό χώρο και στην ομορφιά του. Στην ομορφιά του ελληνικού τοπίου.
Στην αρχαία ελληνική δεν υπάρχει η λέξη “τοπίο”. Ο λόγος είναι πολύ απλός: οι αρχαίοι δεν “έβλεπαν” τοπία. Το φυσικό περιβάλλον δεν συγκροτούσε για αυτούς ένα τοπίο. Και όταν δεν υφίσταται μια συνάφεια πραγμάτων δεν ανακύπτει και εκείνη η λέξη, η οποία την καταγράφει. Η απουσία της αίσθησης του περιβάλλοντος ως τοπίου συνδέεται με τις αντιλήψεις των αρχαίων για τον κόσμο και τη συγκρότησή του. Η έννοια του τοπίου απουσιάζει και από τη γλώσσα του χριστιανισμού. Και ο χριστιανικός κόσμος αγνοεί, φυσικά για διαφορετικούς λόγους από εκείνους των αρχαίων, την έννοια του τοπίου. Το τοπίο είναι μια “ανακάλυψη” του νεωτερικού κόσμου. Και αυτή συντελείται στη διαδικασία σταδιακής αποδέσμευσης του δυτικού ανθρώπου από τις χριστιανικές καταβολές του και τiς δεσμεύσεις της. Όταν ομιλούμε λοιπόν για την “ομορφότερη χώρα του κόσμου”, δεν ομιλούμε απλώς ως κάτοικοί της με τα όποια “εθνοψυχαναλυτικά” προβλήματά μας και τις ανάγκες υπεραναπλήρωσής τους, αλλά και ως σύγχρονοι άνθρωποι, δηλαδή ως φορείς ενός πολιτισμού, ο οποίος προσλαμβάνει το φυσικό περιβάλλον (αλλά και τα έργα του ανθρώπου) ως τοπίο.
Για το ελληνικό τοπίο έχουν γραφεί κατά καιρούς και εποχές πολλά, υπό διαφορετική οπτική γωνία κάθε φορά και στο πλαίσιο διαφόρων ιδεολογικών ρευμάτων του σύγχρονου κόσμου. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος αμέσως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και σε συνέχεια μεσοπολεμικών συζητήσεων στον ελληνόφωνο χώρο, φυσικά όχι μόνο αυτός, έδωσε μεταφυσική διάσταση στο ελληνικό τοπίο και στη διαχρονική πνευματική επίδρασή του στη συγκρότηση των ανθρώπων, οι οποίοι ζουν σε αυτό.
Διακόπτω εδώ αυτές τις εισαγωγικές παρατηρήσεις μου και περνάω στο κυρίως μέρος του άρθρου μου. Οι ανθρωπογενείς παρεμβάσεις συμβάλλουν στη διαρκή διαμόρφωση του τοπίου. Με θετικό ή αρνητικό τρόπο. Ο σιδηρόδρομος για παράδειγμα επέβαλλε τη γεωμετρία στον φυσικό χώρο, διαμόρφωσε με συγκεκριμένο τρόπο το τοπίο των μεγάλων εκτάσεων. Ακολούθησαν οι μεγάλοι αυτοκινητόδρομοι και μαζί τους οι παλαιόθεν συνοδευτικές κατασκευές των οδών, όπως οι γέφυρες. Ένα αγαπημένο στοιχείο για τους λάτρεις των τοπίων που καθορίζονται από ανθρωπογενείς παρεμβάσεις. Από το λιθόκτιστο παραδοσιακό γεφύρι της Ηπείρου μέχρι τη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου.
Έρχομαι στο ερώτημά μου; Οι ανθρωπογενείς παρεμβάσεις των τελευταίων ετών στο περιβάλλον, στο πλαίσιο της μεταστροφής στην παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, με τι τρόπο διαμορφώνουν το περιβάλλον; Η διάσπαρτη “εκβιομηχάνιση” του φυσικού περιβάλλοντος μέσω των εγκαταστάσεων για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές πως επιδρά στο τοπίο της “πιο όμορφης χώρας στον κόσμο”; Θετικά ή αρνητικά; Πρόκειται για αισθητικό εμπλουτισμό του τοπίου ή για αλλοίωσή του προς το χειρότερο; Μπορούμε να ομιλήσουμε για τοπιογραφική καταστροφή μιας περιοχής; Τα κριτήρια μιας εγκατάστασης θα πρέπει να είναι οικονομικά και συμβατικά περιβαλλοντικά ή θα πρέπει να συμπεριληφθούν και κριτήρια αισθητικής ποιότητας του τοπίου; Ένας φάρος προσδίδει σε ένα νησιωτικό ή παράκτιο τοπίο ένα στοιχείο γραφικότητας, ισχύει το ίδιο και για μια ανεμογεννήτρια και υπό ποιες προϋποθέσεις; Τα ερωτήματα είναι κρίσιμα διότι η “ομορφότερη χώρα του κόσμου” θέλει να είναι ελκυστική και για τους τουρίστες. Αν προσθέσουμε δίπλα στο τοπίο και το ηχητικό στοιχείο (υπάρχουν και “ηχοτοπία”) το ζήτημα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο αναφορικά με την αλόγιστη διασπορά στο χώρο εγκαταστάσεων για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Παραθέτω αυτούς τους προβληματισμούς διότι η επέλαση του κυβερνητικού τεχνολαϊκισμού (Βλ. σχετικά και το άρθρο μου “Ο κυβερνητικός τεχνολαϊκισμός και οι περιβαλλοντικές ευαισθησίες”) στην ελληνική ύπαιθρο με πρόσχημα τον μετασχηματισμό του υποδείγματος παραγωγής ενέργειας, από τις λεγόμενες συμβατικές στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, συνοδεύεται από προβλήματα και καταστροφές, οι οποίες αποσιωπούνται στη δημόσια συζήτηση. Το ελληνικό τοπίο σε διάφορες περιοχές της χώρας, θα είναι το πρώτο θύμα αυτής της αλόγιστης ταχύτητας στη μετάβαση από το ένα υπόδειγμα στο άλλο. Οι λόγοι μπορούν εύκολα να ανιχνευθούν: το αλόγιστο κέρδος των Ελλήνων μεταπρατών, οι οποίοι ανακάλυψαν μια νέα πηγή εύκολου πλουτισμού και ο πολιτικός καιροσκοπισμός της κυβέρνησης, ο οποίος με τη σειρά του συνδέεται και με την αναπαραγωγή του πελατειακού κράτους, των σχέσεων πατρωνίας και τη διαιώνιση της οικογενειοκρατίας.
Η ΑΜΟΡΓΟΣ έχει τη θέση της στην ελληνική ποίηση: “Να βρεις μίαν άλλη θάλασσα μίαν άλλη απαλοσύνη” (Νίκος Γκάτσος, “Αμοργός”). Το τοπίο της Αμοργού δε θα είναι στο μέλλον αυτό που ήταν. Ο κυβερνητικός τεχνολαϊκισμός είναι καθ΄ οδόν για να μετατρέψει την αισθητική απόλαυση του νησιωτικού τοπίου σε κατάλοιπο ενός καθυστερημένου, “υπανάπτυκτου” παρελθόντος. Εν μέσω πανδημίας ρυθμίστηκαν οι νομικές λεπτομέρειες των τεραστίας έκτασης παρεμβάσεων στο φυσικό περιβάλλον της χώρας, νησιωτικής και ηπειρωτικής. Όλη αυτή την περίοδο η δημόσια γλώσσα του τεχνολαϊκισμού καθορίζεται από τη λεκτική υπερβολή και τον υπερθετικό βαθμό. Διόλου τυχαίο τούτο το γεγονός , διότι αναλόγως εξωπραγματική είναι και η γιγαντομανία των πολιτικών σχεδίων του .
ΑΥΤΗ την περίοδο η Ελλάδα παράγει 10 γιγαβάττ ρεύματος από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και για να καλύψει τα όρια που τίθενται σε σχέση με το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής θα πρέπει τούτη να ανέλθει στα 19 γιγαβάττ. Αν υλοποιηθεί το συνολικό πρόγραμμα για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών στη χώρα, θα ανέλθει η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στα 70 γιγαβάττ. Το ερώτημα δε φαίνεται να απασχολεί τους Έλληνες, αλλά Γερμανοί οικολόγοι αναρωτιούνται για τους λόγους αυτής της γιγαντομανίας της ελληνικής κυβέρνησης: σε τι αποσκοπεί αυτό το τεράστιο μέγεθος; Επ΄ αυτού δεν υπάρχει δημόσια απάντηση από κυβερνητικής πλευράς.
ΑΛΛΑ ΔΕ νομίζω ότι είναι δύσκολο να ανακαλύψει κάποιος/κάποια τους λόγους για τους οποίους οι κυβερνητικός τεχνολαϊκισμός αποφεύγει να λογοδοτήσει για τα σχέδιά του. Κατά πρώτον διότι το όλο εγχείρημα συνδέεται με συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα και το πελατειακό μεταπρατικό κράτος. Εδώ εμφανίζονται οι γνωστοί-άγνωστοι εργολάβοι της χώρας, οι οποίοι θα φροντίσουν για τη διαπλάτυνση, τη στρώση των δρόμων και την κατασκευή των θεμελίων των πλατωμάτων επί των οποίων θα τοποθετηθούν οι ανεμογεννήτριες. Όσες πιο πολλές κατασκευές τόσο περισσότερο κέρδος. Αυτοί θα είναι οι εγχώριοι αποδέκτες της κυβερνητικής “άπλας” στην εγκατάσταση ανεμογεννητριών. Στη συνέχεια υπάρχουν οι ξένες πολυεθνικές εταιρίες οι οποίες θα προμηθεύσουν με τον τεχνολογικό εξοπλισμό και την τεχνολογία τους εν Ελλάδι υπεργολάβους-μεταπράτες στον τομέα της ενέργειας. Εδώ το “κανάλι” του τεχνολογικού προβαδίσματος του μητροπολιτικού κέντρου θα πριμοδοτηθεί από την επιλογή της κυβέρνησης και του μεταπρατικού κατεστημένου που αυτή εκφράζει. Η τεχνολαϊκιστική πίστη στην πρόοδο αποδεικνύεται ως μέσο ενίσχυσης του ντόπιου κατεστημένου μέσω της προσκόλλησης στις επιλογές του μητροπολιτικού κέντρου για τη συνέχιση και ενίσχυση της κυριαρχίας του.
Και ο κύκλος κλείνει με τη δημιουργία και συνεργασία ντόπιων, ξένων και μικτών επιχειρήσεων για την διανομή και πώληση του παραγόμενου ρεύματος.
Η γιγαντομανία της κυβέρνησης εκδηλώνεται για παράδειγμα με έντονο τρόπο στην Αμοργό και στις πέριξ νησίδες: δύο μόνο ανεμογεννήτριες θα αρκούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες των κατοίκων του νησιού (2000 πληθυσμός), αντ΄ αυτού έχουν προγραμματιστεί να εγκατασταθούν 73 ανεμογεννήτριες. Οι αλλαγές στο τοπίο θα είναι καθοριστικές, οι επιπτώσεις στον τουρισμό του νησιού τεράστιες, τα περιουσιακά στοιχεία των κατοίκων θα απαξιωθούν κ.λπ.
Το τοπίο και το ηχοτοπίο της Αμοργού και άλλων περιοχών της χώρας δεν θα είναι στο μέλλον αυτό που ήταν. Διότι είναι μεν εύκολο να κατασκάψεις και να ισοπεδώσεις την κορυφή ενός λόφου, αλλά δύσκολο να την “επαναφέρεις”: η πιθανή καλαισθητική απαξίωση του τοπίου θα είναι μη-αναστρέψιμη – η οικολογική αποκατάσταση του χώρου αδύνατη.