“Αποτυπώματα: Το παχύ λάμδα ήλθε και στρογγυλοκάθισε τρυφερά στη βορειοελλαδική προφορά μας, κάτι σαν έσχατη υπόμνηση του διαρκούς εγκλήματος του ελληνικού εθνικισμού εις βάρος μιας απροστάτευτης πληθυσμιακής ομάδας»
Όμηρος Ταχμαζίδης: Υλικά φιλοσοφικής γραφής, 2007
Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Σλαβομακεδόνες, Σλαβομακεδονία: μια σύνθετη ονομασία που θα “έσπαγε” τον Γόρδιο Δεσμό “αμαρτιών” του παρελθόντος και θα άνοιγε το δρόμο για την αμοιβαία κατανόηση και την σταθερή συνεργασία των δύο λαών στο πνεύμα καλής γειτνίασης .
Αυτή η διπλή ονομασία, η οποία θα αναδεικνύει τον εθνικό χαρακτήρα της βασικής πληθυσμιακής ομάδας που συγκροτεί το γειτονικό κράτος θα είναι, κατά την κρίση μου, η λειτουργικότερη εκδοχή για την οριστική επίλυση του προβλήματος και θα περιορίζει, ένθεν και ένθεν, κάθε είδους μακροπρόθεσμης σκοπιμότητας και κάθε είδους απρόβλεπτης περιπλοκής εκ νέου σε παρόμοιες καταστάσεις. Αντιθέτως κάθε είδους γεωγραφικός προσδιορισμός θα δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την ήδη προβληματική κατάσταση. Συγκεκριμενοποιώ: ούτε “Άνω”, ούτε “Βόρεια”, αλλά ούτε και κάποιο τοπολογικό όνομα του τύπου “Μακεδονία του Βαρδάρη”. Παρόμοιες ονομασίες δεν θα μπορέσουν να λειτουργήσουν, θα δημιουργήσουν περισσότερα προβλήματα από αυτά που υπάρχουν σήμερα, και θα διαιωνίζουν την “νευρικότητα” και από τις δύο πλευρές των συνόρων (δεν αγνοώ και την αντίστοιχη “νευρικότητα” της βουλγαρικής πλευράς).
Οι ονομασίες αυτές δεν παραπέμπουν στον διαμελισμό διαφόρων χωρών, όπως αυτοί προέκυψαν από την σύγκρουση “Ανατολής”-“Δύσεως” στην μεταπολεμική περίοδο, Ανατολική-Δυτική Γερμανία, Βόρεια-Νότια Κορέα, Βόρειο-Νότιο Βιετνάμ, αλλά ενθυμίζουν περισσότερο την αποικιοκρατία και τους τρόπους με τους οποίους οι “Δυτικοί” διαχειρίσθηκαν και διευθέτησαν κάποια παραπλήσια ζητήματα ονοματοθεσίας στο παρελθόν στις πρώην αποικίες τους και σε χώρες, όπου χαραζόταν αυθαιρέτως τα σύνορα χωρίς να λαμβάνεται υπ΄ όψιν κανένα στοιχείο το οποίο αφορούσε στις ανάγκες και στη θέληση των ιθαγενών πληθυσμών να διαμορφώσουν μόνοι το μέλλον τους. Κοντολογίς ενθυμίζουν ονοματοθεσίες, οι οποίες επισφραγίζονται από την θέληση του αποικιοκράτη. Και αυτό θα πρέπει να το λάβουμε υπ΄ όψιν μας για να μην γίνουμε “άνω-κάτω” στην Μακεδονία.
Θα κάνουμε ένα βήμα παραπάνω, εάν μεταφέρουμε τον προβληματισμό μας σε ένα άλλο επίπεδο: αν δεχθούμε ότι το κρίσιμο ζήτημα σε αυτή τη διένεξη δεν είναι η ονομασία του κράτους, αλλά εκείνη της επικρατούσας πληθυσμιακώς εθνότητας σε αυτό.
Εάν υποθέσουμε ότι η χώρα αυτοτιτλοφορούνταν Πελαγονία και τα μέλη της επικρατούσας εθνοτικής ομάδας αποκαλούνταν και πολιτογραφούνταν διεθνώς ως Μακεδόνες, σε τίποτε δεν θα διέφερε αυτή η κατάσταση από την σημερινή: τα προβλήματα θα εξακολουθούσαν να παραμένουν. Αν από την άλλη η χώρα ονομαζόταν Μακεδονία και η επικρατούσα εθνοτική ομάδα ονομαζόταν Βαρδαρινοί ή με ένα οποιοδήποτε άσχετο με την περιοχή όνομα θα υπήρχαν λιγότερες δυσκολίες συνεννόησης. Δεν είναι το σύνταγμα της συγκεκριμένης χώρας που ενέχει αλυτρωτικά στοιχεία – αυτό είναι μια ανυπόστατη ανοησία της ελληνικής πολιτικής τάξης για εσωτερική κατανάλωση και εξαιτίας της αδυναμίας της να προσδιορίσει επαρκώς το πρόβλημα – αλλά η ίδια η ονομασία της εθνότητας συγκροτεί όλες τις προϋποθέσεις ενός a priori αλυτρωτικού αφηγήματος!
Οι διάφορες “διαφωτιστικές” ιστορικού τύπου επιχειρηματολογίες περί της μίας ή των πολλών Μακεδονιών επειδή στρέφονται μονομερώς στο παρελθόν και αναζητούν εκεί την ορθολογική απάντηση σε ένα σύγχρονο πρόβλημα, παρακάμπτουν την ουσία του πράγματος: αυτή εντοπίζεται στην ονομασία της εθνότητας και το “φαντασιακό πλαίσιο” που την συνοδεύει. Για αυτό το κρίσιμο πολιτικό ερώτημα για το μέλλον και των δύο χωρών είναι το ακόλουθο: πως μπορούν να συμβιώσουν αρμονικά δύο λαοί, οι οποίοι μοιράζονται ανταγωνιστικώς το ίδιο φαντασιακό πλαίσιο καταγωγής χωρίς ο ένας να εισέλθει στον πειρασμό να επικρατήσει επί του άλλου; Θεωρώ ότι ευρισκόμαστε σε ένα πρωτόγνωρο ιστορικό φαινόμενο – δεν έχω υπ΄ όψιν μου άλλη παρόμοια περίπτωση στην ιστορία των εθνικισμών – όπου ο αυτοπροσδιορισμός του ενός λαού πλήττει το φαντασιακό καταγωγής του άλλου με τέτοιο καίριο τρόπο, ώστε να ενεργοποιείται αυτομάτως το αλυτρωτικό στοιχείο ανεξαρτήτως προθέσεων.
Και το ιστορικό παράδοξο της συγκεκριμένης περίπτωσης έγκειται στο γεγονός ότι η ίδια η ονομασία πυροδοτεί αμφιδρόμως τον αλυτρωτισμό: η μία ομάδα θα προσπαθήσει να “συγχωνεύσει” με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την άλλη στο δικό της εθνικό αφήγημα. Και από τις δύο πλευρές έχει ήδη εκδηλωθεί μια τέτοια εκδοχή ενός “δεύτερου σχεδίου” εθνικής επιθετικότητας. Το ζήτημα δεν αφορά ένα αποσπασματικό πρόβλημα, όπως είναι η διεκδίκηση μιας εδαφικής περιοχής ή τα δικαιώματα μιας μειονότητας, αλλά εδώ εμπλέκονται καίριες εκφάνσεις της ιδεολογικής νομιμοποίησης δύο “φαντασιακών κοινοτήτων”, οι οποίες εφάπτονται με ανυπόφορο και ενοχλητικό τρόπο. Εάν δεν οριστεί με σαφήνεια η σύνθετη ονομασία της εθνότητας η μάχη σε συμβολικό επίπεδο δεν θα εκφράζεται μόνο με το αρχαιοπρεπές κιτς στα Σκόπια ή το αντίστοιχο στα συλλαλητήρια των νέων “μακεδονομάχων” στην χώρα μας, αλλά θα αρχίσει να επεκτείνετε σε διάφορα πεδία των σχέσεων των δύο χωρών με απρόβλεπτες συνέπειες…
Υ.Γ.: Περί της μεταφοράς της συζητήσεως από την ονομασία του κράτους στην ονομασία της εθνότητας αναφέρθηκα σε ένα άρθρο μου, στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας, στο περιοδικό του Κιλκίς In Extremis. Έκτοτε δεν έχω συναντήσει παρόμοια πρόταση για αλλαγή του υποδείγματος προσέγγισης του νέου μακεδονικού ζητήματος από την ελληνική πολιτική τάξη, την ελληνική διπλωματία και τους διάφορους δημοσιολογούντες. Δεν ενδιαφέρομαι να σημειώσω την “πρωτοτυπία” μου, αλλά επιθυμώ να ανοίξει η συζήτηση και προς αυτή την κατεύθυνση, όσο είναι καιρός, πριν εμπλακούμε σε νέο λαβύρινθο ιστορικών ατραπών…
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής”