Μπάτσοι, γουρούνια, κατσαρίδες…
(περιδιαβάζοντας στον ερειπιώνα της ελληνικής γλώσσας IV)
“Το παιχνίδι της απαξίωσης στην πολιτική είναι παλιό, όσο και οι πολιτικές συγκρούσεις. Και πολύ συχνά η απαξίωση εκφράζεται με αντίστοιχες λέξεις, χαρακτηριστικές οργής και απόλυτης απόρριψης των απέναντι”.
Ηλίας Κανέλλης, συγγραφέας-εκδότης
ΑΠΟ ΤΗ ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙ “ΤΡΩΚΤΙΚΩΝ” ΚΑΙ “ΚΑΤΣΑΡΙΔΩΝ” ΟΛΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΑΝ ΝΑ ΑΠΟΚΟΜΙΣΟΥΝ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ ΚΕΡΔΟΣ.
ΔΕΝ ΑΠΟΥΣΙΑΖΕ και η “κριτική” από το χώρο του “αντικοινοβουλευτισμού”. Χρησιμοποιώ την αρνητική έκφραση για να προσδιορίσω το ποικιλόχρωμο πλήθος των διαφόρων ομάδων, οι οποίες αντιστρατεύονται με διάφορα επιχειρήματα το κοινοβουλευτικό σύστημα. Η ομάδα “Ρουβίκωνας”, ενδεικτική η ονομασία για το πέρασμα από την άλλη πλευρά (τι ακριβώς εννοούν μόνο οι ίδιοι το ξέρουν), παρενέβη πιο “δυναμικά” στην αντιπαράθεση. [Βλ. το άρθρο μου υπό τον τίτλο: Να μην εκποιήσουμε τη γλώσσα στο κακό].
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Κατραντσιώτης, ο ίδιος αυτοπαρουσιάζεται ως “απόφοιτος μεταπτυχιακών σπουδών στις Διεθνείς Σχέσεις στο Βασιλικό Κολλέγιο του Λονδίνου”, σε ένα άρθρο με τον τίτλο “Περί “τρωκτικών” και “κατσαρίδων”: μια ανάλυση”, στην ιστοσελίδα eretikos.gr, παρουσιάζει μια ερμηνεία η οποία είναι ενδεικτική και για τον ευρύτερο χώρο του ελληνικού αντικοινοβουλευτισμού νεοαριστερού τύπου. Το “νέο” αφορά την ιστορικώς νέα εμφάνιση του φαινομένου και λιγότερο, έως καθόλου, τον ανανεωτικό, αναγεννητικό χαρακτήρα του.
ΣΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ της συγκεκριμένης ανάλυσης ο σχολιασμός της Αλεξίας Έβερτ, καταγράφεται ως “δήλωση του χειρίστου είδους”. Σύμφωνα με τον αναλυτή, “αφορμή αποτέλεσαν υποτιθέμενες ευαισθησίες της σχετικά με την μη τήρηση των υγειονομικών μέτρων”. Ο Γιώργος Κατραντσιώτης ψέγει και το δήμαρχο Αθηναίων για τις φιλοφρονήσεις προς το πρόσωπο της αντιδημάρχου, διότι με αυτές “ακυρώνει το νόημα της “παραίτησης” καθώς δεν απορρίπτει τη βαθιά ναζιστική ρητορική της Έβερτ”. “Ο Μπακογιάννης”, “η Έβερτ”, το ύφος της “οικειότητας” θυμίζει αγοραία κείμενα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και την προφορική χρήση του λόγου στις διαφόρους ιδιολέκτους των επιμέρους ομάδων της, των “ιδιομικροδιαφορών” και του ναρκισσισμού τους.
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Κατραντσιώτης θεωρεί ότι με τη στάση του ο Κώστας Μπακογιάννης παραβλέπει “το ηθικό περιεχόμενο της δήλωσης” και πως κίνητρό του ήταν η πιθανή “απώλεια πολιτικού κεφαλαίου”. Δεν είμαι σίγουρος περί τούτου, δηλαδή ότι σκέφτηκε τόσο ψύχραιμα και πολιτικά ο δήμαρχος της Αθήνας, αλλά συνυπογράφω την κρίση ότι η δήλωσή του δεν αφήνει κανένα ίχνος υποψίας ότι κάπως ταλαιπωρήθηκε με την ηθικοπολιτική διάσταση του σχολίου της Αλεξίας Έβερτ. Ο Γιώργος Κατραντσιώτης ως τόσο προχωρά και σε άλλα συμπεράσματα, τα οποία δε φαίνεται να προκύπτουν από τα συμβάντα και τα διαθέσιμα δεδομένα. Έτσι θεωρεί ως κίνητρο της αντίδρασης του δημάρχου λόγους αισθητικής και ωφελιμισμού και όχι ηθικής (“Το πρόβλημα δηλαδή, είναι αισθητικό και ωφελιμιστικό, όχι κατεξοχήν ηθικό”).
ΚΑΙ ΜΕΤΑ από όλα αυτά περνάει σε ένα “είδος συλλογικής” ευθύνης της οικογενείας, επικαλούμενους κάποιες δηλώσεις, τις οποίες δεν αναφέρει, της Ντόρα Μπακογιάννη-Μητσοτάκη, και διατυπώνει την εξής απίθανη πρόταση: “Άλλωστε, όπως αποδείχτηκε από τις γνωστές δηλώσεις της μητρός του Δημάρχου, Ντόρας Μπακογιάννη, ο ναζισμός και ο φασισμός δεν αποτελούν το οντολογικό πρόβλημα του φιλελεύθερου καπιταλισμού, αλλά μια υπερβολή του, που αν αφεθεί ανεξέλεγκτη ενδέχεται να προκαλέσει λειτουργικές διαταραχές”! Ποιες ακριβώς είναι αυτές οι “γνωστές δηλώσεις της μητρός του δημάρχου”, δεν γνωρίζω, αλλά δεν νομίζω ότι είμαι και υποχρεωμένος να γνωρίζω, για να διαβάσω και να κατανοήσω κάποιο άρθρο.
ΕΞΑΛΛΟΥ η Ντόρα Μπακογιάννη-Μητσοτάκη απασχολείται η ίδια και απασχολεί διαρκώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με διάφορους σχολιασμούς μέσω μισθωμένων λογαριασμών και επιλεγμένου προσωπικού και έχει μόνιμο στασίδι σε ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς: εκεί δυστυχώς πρέπει να εμφανίζεται η ίδια αυτοπροσώπως, αν και με τις συνεντεύξεις στις εφημερίδες και, κυρίως, στα περιοδικά ποτέ δεν πρέπει να είναι κανείς σίγουρος. Υπό αυτή την έννοια ο συντάκτης όφειλε να παραθέσει τις περιβόητες δηλώσεις της “μητρός του δημάρχου” για να αποφανθούμε και εμείς περί του… οντολογικού προβλήματος του φιλελεύθερου καπιταλισμού, που διαγιγνώσκει ο ίδιος. Και το οποίο μάλιστα προσωποποιείται στην Ντόρα Μπακογιάννη-Μητσοτάκη: εδώ “αποκαλύπτονται” πρωτάκουστα ιστορικά μεγαλεία της οικογενείας.
ΜΕ ΒΑΣΗ, λοιπόν, αυτή την “οντολογική” προσέγγιση για το ποιόν του “φιλελεύθερου Καπιταλισμού” [για τη χρήση των κεφαλαίων γραμμάτων αντί των πεζών βλ. το άρθρο μου σε σχέση με την πρωτοβουλία του Πρόδρομου Εμφιετζόγλου για έρανο υπέρ του ελληνικού ναυτικού: “Ο εθνολαϊκισμός πολυτελείας είναι χωρίς νου και γνώση” ] ο Γιώργος Κατραντσιώτης αποφαίνεται ότι οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν το δήμαρχο Αθηναίων να πάρει θέση κατά του σχολίου της Αλεξίας Έβερτ, ήταν “ο ανεξέλεγκτος και αντιαισθητικός χαρακτήρας της Χ.Α….”. Και επιχειρεί να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του αναμασώντας τη “μομφή” περί “σοβαρής Χ.Α.” καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι: “Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως, πλέον, ο κυρίαρχος ακροδεξιός και φασιστικός πολιτικός λόγος, αρθρώνεται από άτομα που δεν φορούν αρβύλες και παραλλαγής, αλλά κοστούμια και γραβάτες άτομα πλήρως ενσωματωμένα στον κομματικό κορμό της Ν.Δ.”. Εδώ παραθεωρεί πλήρως ο Γ. Κατραντσιώτης τα πραγματικά δεδομένα στην ανάλυσή του. Και αυτό διότι η σκέψη του καθοδηγείται από την εμμονή να αποδείξει ότι η Νέα Δημοκρατία κυριαρχείται πλήρως από ακροδεξιό και δη φασιστικό λόγο.
ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ο αρθρογράφος επιχειρεί να απαντήσει το ερώτημα για το χαρακτήρα του σχολίου της Αλεξίας Έβερτ: “γιατί, όμως, είναι βαθιά ναζιστική η ρητορική της Έβερτ;” Επικαλείται την “επιτελεστικότητα” του λόγου, ότι δηλαδή “ο λόγος αποτελεί ταυτόχρονα και πράξη”, για να καταλήξει στο ότι “η ταύτιση ανθρώπων με “κατσαρίδες” και “τρωκτικά” είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό γλωσσικό σχήμα, είναι κάλεσμα προς ευήκοα ώτα (θεσμικά ή μη) σε ανάληψη δράσης”. Αν κάποιος έχει επαρκή επιστημονική κατάρτιση και έχει εντρυφήσει λιγάκι σε αυτές τις συνάφειες του πολιτικού λόγου με τη βία και την αυθαιρεσία της εξουσίας, αιφνιδιάζεται με την αναφορά σε “ευήκοα θεσμικά ώτα”, τα εξωθεσμικά γίνονται κατανοητά, τα θεσμικά θα πρέπει να ερμηνευτούν στο πλαίσιο των συμφραζομένων του Γιώργου Κατραντσιώτη.
ΚΑΤΑ τον απόφοιτο του μεταπτυχιακού τμήματος του Βασιλικού Κολλεγίου του Λονδίνου οι εκφράσεις αυτές -πλέον εισερχόμαστε στην ιδεολογική ιδιόλεκτο συγκεκριμένου αντικοινοβουλευτικού χώρου –“αποτελούν την πεμπτουσία της κατασκευής του Εχθρού και έχουν χρησιμοποιηθεί ιστορικά από τους Ναζί και τους Αμερικανούς στον >Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας<”. Με πιο απλό τρόπο δε θα μπορούσε να σχετικοποιηθεί το Ολοκαύτωμα και να εξισωθεί η ιμπεριαλιστική Αμερική -χρησιμοποιώ τον όρο ιμπεριαλισμό με την επιστημονική και όχι ιδεολογική του χρήση από τους χώρους της ευρύτερης Αριστεράς και, πλέον, και από τμήματα της νέας ακροδεξιάς – με τον χιτλερικού τύπου ναζισμό.
ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ εξηγεί ο Γιώργος Κατραντσιώτης τις συνδηλώσεις της κτήνωσης: “Τα τρωκτικά, και δη οι αρουραίοι, γίνονταν ανέκαθεν αντιληπτά ως όντα ακάθαρτα, φορείς ασθενειών και πανούκλας. Ομοίως, οι κατσαρίδες λογίζονται, ως το κατώτερο όλων των εμβίων όντων. Αυτές οι λέξεις οδηγούν συνειρμικά σε ενδεδειγμένες δράσεις, όπως το «λιώσιμο», η “απεντόμωση” και η “εξολόθρευση””. Ο κάτοχος βρετανικού μεταπτυχιακού τίτλου ορθώς επισημαίνει ότι οι εκφράσεις αυτές “είναι απείρως πιο προβληματικές” από το χαρακτηρισμό του βουλευτή Κ.Μπογδάνου των μελών του ΚΚΕ, ως δολοφόνων. [Δεν γνωρίζω τη δήλωση, αναπαράγω το κείμενο του Γιώργου Κατραντσιώτη]. Και εδώ έχει δίκιο ο απόφοιτους του μεταπτυχιακού τμήματος του Βασιλικού Κολλεγίου, όσον αφορά τους χαρακτηρισμούς “δολοφόνοι”, “τρωκτικά” και “κατσαρίδες”. Δε θα ασχοληθώ με αυτά που λέγει για τον Κ. Μπογδάνο και τη σύγκριση με τα λεγόμενα της Αλεξίας Έβερτ. Το κείμενό του παρά την επίφαση επιστημονικότητας έχει το χαρακτήρα προπαγανδιστικού φυλλαδίου, οπότε είναι κατανοητό να υπάρχει σωρεία διαρκών και άσχετων παρεκβάσεων στη βασική ροή του λόγου.
ΑΠΟ ΑΥΤΟ το ανακάτεμα διαφόρων δηλώσεων άσχετου χρόνου και άσχετης συνάφειας, καταλήγει ο συντάκτης στο συμπέρασμα ότι οι χαρακτηρισμοί της Αλεξίας Έβερτ βαρύνουν ηθικώς περισσότερο από εκείνους του Κ. Μπογδάνου: “Οι >χαρακτηρισμοί< της Έβερτ αφαιρούν πλήρως την ανθρώπινη ιδιότητα, που η Αριστοτελική σκέψη ορίζει ως “βίο πολιτικό”, από τους προαναφερθέντες. Ανάγει την υπόσταση τους σε μια ενοχλητική για το κοινωνικό σύνολο βιολογική ύπαρξη, μια μορφή >γυμνής ζωής<, κατά τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν, η οποία δεν αποτελεί υποκείμενο δικαίου”. Εδώ ο “Αγκάμπεν” έχει όνομα, όχι μόνο επώνυμο, σε αντίθεση με την “Έβερτ” και τον “Μπακογιάννη”. Και το “αριστοτελική” ως επίθετο κανονικά γράφεται με πεζό: δεν μου αρέσουν οι ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις, αλλά μερικές φορές κάποια πράγματα βγάζουν μάτια.
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ δε θέλει να αναμετρηθεί με τα λεγόμενα της Αλεξίας Έβερτ. Για αυτό προστρέχει συνεχώς στις δηλώσεις του δημάρχου Αθηναίων, τις οποίες χρησιμοποιεί ως αλτήρα για το μεγάλο άλμα της κριτικής του: “Ιστορικά, ο Δυτικός Πολιτισμός έβρισκε πάντα τρόπους ώστε να αποτινάξει το “βάρβαρο” παρελθόν του, σπρώχνοντας το βίαιο και το αποκρουστικό στο παρασκήνιο”. Ιδού, λοιπόν, ο ένοχος πίσω από την Αλεξία Έβερτ και τα λεγόμενά της! Και περνάμε στο παρασύνθημα των βασικών λέξεων στην ιδιόλεκτο του συγκεκριμένου αφηγήματος των “κριτών” του Δυτικού Πολιτισμού: “Ακόμα και όταν η βία των μεθόδων της Φιλελεύθερης Δημοκρατίας ξεπροβάλλει μέσα από τις ρωγμές, τότε αυτή φροντίζει να την αποκρύψει με γλωσσικές ωραιοποιήσεις και μετασχηματισμούς, με αποστειρωμένες λέξεις”. Εδώ η μετατροπή μιας έννοιας σε όνομα είναι ενδεικτική: ούτως η φιλελεύθερη δημοκρατία υποστασιοποιείται για να τεθεί μετά με άνεση στο κρεβάτι του Προκρούστη. Και η πραγματικότητα υπό το πρόσχημα της ανάλυσης κατακρεουργείται, σύμφωνα με τη γλωσσολογική ανατομία της βίας από τον κάτοχο μεταπτυχιακού τίτλου από βρετανικό πανεπιστήμιο. Για να μην αδικήσω τον συντάκτη του κειμένου παραθέτω τα παραδείγματά του: “Έτσι τα βασανιστήρια γίνονται >ενισχυμένη ανάκριση<, η φτώχεια και η εξαθλίωση γίνονται >λιτότητα<, ο αρπαγμός [sic!!!] της πρώτης κατοικίας γίνεται >δεύτερη ευκαιρία<. Και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης γίνονται >δομές φιλοξενίας<”.
ΚΑΙ ΟΠΩΣ κάθε ιδεολογικοποιημένη ανάγνωση της πραγματικότητας βασίζεται και αυτή του Γιώργου Κατραντσιώτη στη συγκεκριμενοποίηση των εχθρών: εκτός από την γενικόλογη καταγγελία της Φιλελεύθερης Δημοκρατίας – το γενικόλογο σπανίως κινητοποιεί ανθρώπους σε διάρκεια χρόνου – προσδιορίζεται και ο αποδέκτης της πιθανής αντίδρασης: αφού κάνει λόγο για “πολιτισμένο προσωπείο” και “πολιτισμένο >πέπλο<” της “Φιλελεύθερης Δημοκρατίας” ο συντάκτης βυθίζεται ακόμη περισσότερο στην ιδεολογική ανάγνωση της πραγματικότητας. Αυτή τη φορά δεν κατονομάζεται ευθέως η θεωρητική πηγή από όπου αντλεί το λεξιλόγιο της περιγραφής, αλλά η κεντρική έννοια της επιχειρηματολογίας του σε αυτό το σημείο είναι ενδεικτικότατη και πολύ γνωστή στην ιστορία των ιδεών: αφού μας εξηγήσει για το “πολιτισμένο πέπλο” της “Φιλελεύθερης Δημοκρατίας”, και “ξεσκεπάσει”, “αποκαλύψει”, όπως έλεγαν και οι σταλινικοί παλιάς κοπής, το πραγματικό της πρόσωπο, ο Γιώργος Κατραντσιώτης αφήνει ανοικτό και το ενδεχόμενο της εκτροπής της –“αυτό φυσικά δεν αποκλείει το ενδεχόμενο της άρσης αυτού του πολιτισμένου “πέπλου” εν μέσω μιας κατάστασης εξαίρεσης, όπως η παρούσα, όπου μια πανικόβλητη άρχουσα τάξη και η αστυνομία ως τοποτηρητής της >νομιμότητας< δείχνουν τα δόντια τους”.
Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ της σημερινής πραγματικότητας πιπιλίζεται σε συγκεκριμένους αριστερούς αντικοινοβουλευτικούς χώρους, εδώ και πολλά χρόνια, ως “κατάσταση εξαίρεσης” και ο επιδερμικός τρόπος που γίνεται αυτό θα πρέπει να μας ανησυχεί σφόδρα. Η χρήση μιας κεντρικής έννοιας (Ausnahmezustand = κατάσταση εξαίρεσης) ενός αντιδραστικού ρωμαιοκαθολικού αντικομουνιστή και ναζιστή, όπως ο Carl Schmitt, από τμήματα του αριστερού αντικοινοβουλευτισμού (δια της τεθλασμένης και της κακής αντιγραφής της ανάγνωσης του Schmitt σε άλλους πολιτιστικούς περιγύρους και άλλες διανοητικές συνάφειες) είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα για την ευκολία με την οποία ενσωματώνεται η μία ή άλλη ορολογία στις ιδιολέκτους πολιτικών μικρο-ομάδων και τα εκάστοτε αφηγήματά τους.
ΣΤΗΝ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΗ έχουμε το εξής καταπληκτικό: ο συντάκτης του κειμένου προσπαθεί να καταδείξει, ορθώς, τη σχέση του λεξιλογίου της απανθρώπισης με τον χιτλερισμό και την ιδεολογία του και να τονίσει τη βαθύτερη σημασία του σχολίου της Αλεξίας Έβερτ, αλλά αμέσως εκτρέπεται για να… καταγγείλει τον “Δυτικό Πολιτισμό” και τη “Φιλελεύθερη Δημοκρατία” ωσάν να πληκτρολόγησαν αυτοί το επίμαχο σχόλιο. Μια έκδηλη μορφή υποστασιοποίησης. Θεωρεί την παρούσα κατάσταση ως “κατάσταση εξαίρεσης” -παραβλέπω ότι αυτή η φλυαρία διαρκεί εδώ και πολλά χρόνια- για να στοχοποιήσει την αστυνομία. Όλο το αφήγημα χρειάζεται έναν συγκεκριμένο εχθρό και αυτός είναι η αστυνομία στα χέρια της άρχουσας τάξης, η οποία θέλει να κυριαρχήσει σε μια κατάσταση εξαίρεσης, κατά το γνωστό καρλσμιτιανό: “Souveraen ist wer ueber den Ausnahmezustand entscheidet”.
ΑΠΟ ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΚΗΣ απόψεως έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι το άρθρο στην ιστοσελίδα eretikos.gr συνοδεύεται από μια φωτογραφία ομάδων των ΜΑΤ σε “κίνηση” και ένα αντλιοφόρο της αστυνομίας. Και πάνω στην φωτογραφία φιγουράρει φαρδιά πλατιά ο τίτλος του, “Περί >τρωκτικών< και >κατσαρίδων<: μια ανάλυση”. Ο συνειρμός γίνεται αβίαστα: οι “μπάτσοι”, τα “τρωκτικά” και οι “κατσαρίδες”. Η εντύπωση και οι συνειρμοί τους οποίους δημιουργεί η φωτογραφία προκαταλαμβάνουν τα μέγιστα την κατανόηση του άρθρου από την πλειονότητα των αναγνωστών και αναγνωστριών. (Αντιστρέφουμε την οπτική στην εικονογράφηση του δικού μας κειμένου για να καταστήσουμε ορατό το στοιχείο της προπαγάνδας). Μπορεί να απουσιάζει από το κείμενο του Γιώργου Κατραντσιώτη η ρηματική αναφορά στο γνωστό σύνθημα του αριστερού αντικοινοβουλευτικού χώρου, “μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι”, αλλά είναι παρούσα σημειολογικά με την εικονογράφηση του άρθρου. Ο κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου από το Βασιλικό Κολλέγιο, εφόσον επικαλείται τον επιστημονικό του τίτλο για να δώσει κύρος στα γραφόμενά του, όφειλε να αντιπαρατεθεί και με το συγκεκριμένο σύνθημα απανθρώπισης, από τη στιγμή που θεωρεί ότι η “Φιλελεύθερη Δημοκρατία” στην “κατάσταση εξαίρεσης” προσφεύγει στην αστυνομία και στον κατασταλτικό της ρόλο. Απουσιάζει εδώ αυτό που ονομάζουμε επιστημονικό ήθος.
ΘΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΑ κάτι το οποίο τονίζω πάντοτε σε παρόμοιες περιπτώσεις και είναι νιτσεϊκής προέλευσης: η γνώση είναι πρωτίστως ζήτημα θάρρους. Κατά τα άλλα η χρήση μεταφορικών σχημάτων και οι γενικόλογες αναφορές του τύπου, “Δυτικός Πολιτισμός”, “Φιλελεύθερη Δημοκρατiα”, πανικόβλητη άρχουσα τάξη, φανερώνουν πλήρη σύγχυση.
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ του Γιώργου Κατραντσιώτη, όταν εγκαταλείπει τις ιδεολογικές αερολογίες και δεν πολιτικολογεί άστοχα, περιέχει μια πλειάδα χρήσιμων παρατηρήσεων. Σταχυολογώ: “Ακόμα όμως και να ισχύουν οι δικαιολογίες, ασχέτως αποδέκτη, τέτοιες εκφράσεις δεν παύουν να είναι βγαλμένες από μαύρες σελίδες της ιστορίας”.
“Το ότι χρησιμοποιήθηκαν από εκλεγμένο αξιωματούχο θα πρέπει να μας θορυβεί. Η περίπτωση της Έβερτ δεν είναι παρά ένα σύμπτωμα της ηγεμονικής θέσης που κατέχει ο ακροδεξιός λόγος στην ελληνική κοινωνία”.
“Η Χ.Α. μπορεί να βρίσκεται (στην πλειοψηφία της) στη φυλακή. Η “σοβαρότερη” όμως εκδοχή της και ο λόγος της, βρίσκεται ακόμα μαζί μας και κατά καιρούς φανερώνεται”.
“Στην παρούσα συγκυρία η Δημοκρατία βάλλεται από παντού”.
ΑΥΤΑ ΙΣΧΥΟΥΝ, αλλά όχι όπως τα φαντάζεται ο Γιώργος Κατραντσιώτης. Φράσεις όπως η ακόλουθη στην υπερβολή τους μετατρέπονται σε πολιτική υποκρισία και φενακίζουν την πραγματικότητα: “Με πρόφαση τη διάσωση της δημόσιας υγείας και με επικλήσεις σε μια κατάσταση εξαίρεσης, δικαιώματα περιστέλλονται, η αστυνομία επιδίδεται σε βαρβαρότητες και το Σύνταγμα καταστρατηγείται χάριν μιας νεοφιλελεύθερης >κανονικότητας<”. Με καλύτερο τρόπο δεν μπορούσε να αποκαταστήσει την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και των ακροδεξιών δεκανικιών τους. Ο αυταρχισμός τους αποδίδεται μόνο στη νεοφιλελεύθερη πρόθεσή τους και όχι στην πολιτική και διοικητική ανεπάρκειά τους και στην αδυναμία του λαϊκού κινήματος και των άλλων πολιτικών δυνάμεων να προτείνουν λύσεις στα αδιέξοδα.
Η ΙΔΙΟΛΕΚΤΟΣ των “μαζώξεων” εμφανίζεται και όταν γίνεται αναφορά στην “καταστολή την ημέρα του Πολυτεχνείου από μια [sic!!!] αστυνομία που δεν φορούσε μάσκες…”! Ο Γιώργος Κατραντσιώτης βλέπει στις κινήσεις της αστυνομίας “μια επίδειξη δύναμης, ή “μυθικής βίας” κατά τον Μπένγιαμιν, ενάντια σε ανθρώπους που τηρούσαν ευλαβικά τα μέτρα…”.
ΚΑΙ ΜΕΤΑ περνάμε στον “Χρυσοχοΐδη» για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα “η κατάσταση έγινε κανόνας”. Η κατάσταση εξαίρεσης, λοιπόν, έγινε κανόνας, και “μια νέα >έννομη τάξη< αναδύεται θεμελιωμένη στον πόνο και στην εξαθλίωση, και η αστυνομία είναι ο φορέας και εφαρμοστής της”. Η αστυνομία για μια ακόμη φορά μετατρέπεται σε κεντρικό σημείο αναφοράς, κατασκευάζεται ως ο εχθρός των εχθρών… και αντί αναλυτικών γλωσσικών εργαλείων χρησιμοποιείται ο μεταφορικός λόγος για να τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός.
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ είναι μια συρραφή πληροφοριών, κρίσεων, συμπερασμάτων για διάφορα σύνθετα από τη φύση τους ζητήματα (δημοκρατία, ευνομούμενη πολιτεία, νομιμότητα, ηθική κλπ) χωρίς εσωτερική συνοχή, με συνεχή χρήση μεταφορικών σχημάτων και, ενίοτε, ένα ύφος “λυρικό” με αναφορές σε διάφορα πρόσωπα και είναι δύσκολο να ασκηθεί συστηματική κριτική στο περιεχόμενό του. Μερικές φράσεις είναι εντελώς ξεκάρφωτες και αντίκεινται στο γενικότερο πνεύμα του κειμένου, ή φαντάζουν κάπως παράταιρες.
ΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ του συγκεκριμένου άρθρου είναι κουραστικό ακόμη και ως κακογραμμένη κοινοτοπία: “όταν η Πολιτική και η Κριτική παύουν χάριν συντήρησης, τότε η Δημοκρατία είναι καταδικασμένη να παρακμάσει”. Αλλά και εδώ επισυνάπτεται αμέσως το προσφιλές ζήτημα των αντικοινοβουλευτικών της αναρχίζουσας αριστεράς, εκείνο της ασφαλείας: “Η >ασφάλεια< δεν είναι ένα απτό, ούτε καθολικό αγαθό. Οι επικλήσεις σε αυτήν συνήθως αποτελούν έναν Δούρειο Ίππο, ο οποίος εγκυμονεί πολιτικές που παράγουν γενικευμένη ανασφάλεια και γεννούν βία. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, η επαγρύπνηση ενάντια στο φασισμό και την κοινοτοπία του, και η πάλη για τη Δημοκρατία είναι επιτακτικές ανάγκες και πολιτικό καθήκον όλων μας, ακόμη και στην παρούσα δυσμενή συγκυρία!” – δε νομίζω να είναι ο φασισμός τόσο κοινότοπος, όπως θέλει να πιστεύει ο συντάκτης του άρθρου ακολουθώντας κατά πόδας τον άστοχο χαρακτηρισμό της Χάνα Άρεντ περί “κοινοτοπίας του κακού”.
ΕΑΝ η γλώσσα του ναζισμού χαρακτηρίζεται από τον πληθωρισμό του υπερθετικού, η γλώσσα της νέας γενιάς των αναρχιζόντων πάσης φύσεως αριστερών χαρακτηρίζεται από την κατάργηση του συλλογικού ενικού και η αντικατάστασή του με τον πληθωρισμό των πληθυντικών. Έτσι οι “επιτακτικές ανάγκες”, έρχονται να συμπληρώσουν τις “ζωές” σε συνθήματα σαν αυτό που διαβάζω σε φυλλάδιο από ομάδα του ευρύτερου χώρου, το οποίο περιμάζεψα, εν μέσω πανδημίας, από δρόμο της Θεσσαλονίκης: “να μην γίνει η πανδημία το μέσο για την περαιτέρω υποβάθμιση των ζωών μας”. Θα άξιζε μιας κοινωνιογλωσσικής ανάλυσης (έστω υπό τη μορφή σύντομο άρθρου) τούτη η κατάργηση του συλλογικού ενικού στη χρήση της γλώσσας από τις γενιές της ευμάρειας και των δανεικών και που, τώρα, τις ακολουθούν στις γλωσσικές συνήθειές τους και οι γενιές της κρίσης.
ΤΑ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ στη γλώσσα είναι ισχυρά και αυτό φάνηκε και στην περίπτωση του σχολίου της αντιδημάρχου της Αθήνας, ότι τύπου ιδεολογικό αποτύπωμα και αν είναι. Απαιτείται όγκος κριτικής εργασίας για να γίνουν ορατές οι ιδεολογικές συνδηλώσεις παρόμοιων αλλαγών στη γλώσσα.
ΚΑΙ ΟΜΩΣ η υπόθεση Έβερτ ήταν μια μεγάλη ευκαιρία να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα στην καθημερινή χρήση της γλώσσας.
Υ.Γ.: Το άρθρο αυτό είναι το τέταρτο (και πιο μακροσκελές) από μια σειρά επτά κειμένων με θέμα τη χρήση της γλώσσας στην πολιτική αντιπαράθεση – από αφορμή τις δηλώσεις περί “τρωκτικών” και “κατσαρίδων” της Αλεξίας Έβερτ. Μέχρι στιγμής έχουν αναρτηθεί στο Διαδίκτυο τα εξής άρθρα: Η ένοχη σιωπή της ΝΔ για τα τρωκτικά και τις κατσαρίδες – Τρωκτικά, κατσαρίδες και “ακραίο κέντρο” – Κατσαρίδες, τρωκτικά και ο Χίτλερ στην Αθήνα.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής” (www.sopro.gr)