Η δήθεν “θεσμική”, ακόμη και εντός εισαγωγικών, διαχρονική ανάρμοστη συμπεριφορά στο θέατρο, την οποία επικαλούνται τώρα οι ανήθικοι λόγιοι της επιμελημένης σιωπής, είναι, ως προς τον κυνισμό της, συμμετρική της ιστορικής ρήσης του χυδαίου πολιτικού (“μαζί τα φάγαμε”), όταν η χώρα παραδίδονταν στα χέρια των δανειστών.
Το “ακραίο κέντρο”, αυτή η μάστιγα της ελληνικής κοινωνίας, ξανακτύπησε. Αυτή τη φορά δια του “γραμματάνθρωπου” Κώστα Γεωργουσόπουλου. Σε ένα άρθρο του σε εφημερίδα του συγκροτήματος Μαρινάκη (πρώην Λαμπράκη) με τον άκρως ενδεικτικό τίτλο “Το εφτάψυχο αλαλούμ” ο, μεταξύ άλλων, θεατρικός κριτικός απέδωσε την άθλια κατάσταση στον θεατρικό χώρο, σε κάποιο είδος κακής παράδοσης. Η επιλογή του τίτλου δεν ήταν καθόλου τυχαία. Ο εφημεριδογράφος, με την τεράστια πείρα και τη μεγάλη θητεία στο χώρο του τύπου, δεν επέλεξε την βαρβαρόηχη λέξη “αλαλούμ” για να προσδιορίσει τη συγκεκριμένη κατάσταση αθλιότητας. Όχι αυτό το switching code από την αρχή του κειμένου είναι εσκεμμένο και αποσκοπεί στην υποβάθμισή του προς εξέταση αντικειμένου κρίσης. Στο επίκεντρο δεν ευρίσκονται ανθρώπινες υπάρξεις και τα πάθη τους, η αξιοπρέπεια και τα δικαιώματά τους, αλλά μια γενικώς απροσδιόριστη κατάσταση: ένα “αλαλούμ” και δη “εφτάψυχο”. Ο Κ. Γεωργουσόπουλος επιλέγει αυτή τη λέξη-αντικλείδι για πλείστες όσες καταστάσεις: “αλαλούμ στην κυβέρνηση”, “αλαλούμ στους δρόμους”, “αλαλούμ με τις συντάξεις”, “αλαλούμ με τις ημερομηνίες”, “αλαλούμ με τις τιμές” κ.ο.κ. Έτσι και στην περίπτωση της σημερινής κατάστασης στον θεατρικό χώρο, όπως περιγράφεται από διάφορα θύματα: είχαμε απλώς ένα “αλαλούμ”. Ο Κ. Γεωργουσόπουλος έριξε στο “πλυντήριο” δεκαετίες θεατρικής δραστηριότητας και αποφάνθηκε πως έτσι ήταν πάντοτε τα πράγματα. Μέσα από αοριστολογίες και γενικολογίες, όπου δεν προσδιορίζεται χρόνος και τόπος, καταλήγει να συγκρίνει την “εθιμική”, όπως την χαρακτηρίζει, “τελετή υποδοχής ενός νέου ηθοποιού στη σκηνή”, παλαιότερων εποχών με αυτά που καταγγέλλονται αυτές τις ημέρες. Το “πλυντήριο” του “πνευματικού ανθρώπου” επιχειρεί να λευκάνει με λεκτικές μαγγανείες τα πάντα, όλους τους “λεκέδες”: από τους λεκέδες αίματος μέχρι του λεκέδες σπέρματος…
Και όλα αυτά όχι μόνο με την ισοπέδωση μέσω της γενικολογίας, αλλά και με την αναγωγή των αθλίων συμπεριφορών σε ένα ανθρωπολογικού τύπου “σύνδρομο της εξουσιαστικής επιβολής”. Τι υπονοεί ο ποιητής με τούτο το λεκτικό επινόημά του; Εκείνο ακριβώς το οποίο υπονοεί ο κάθε καφενόβιος ξερόλας (αυτό φωτίζει και από άλλη πλευρά την επιλογή του τίτλου “Το εφτάψυχο αλαλούμ”), όταν αποφαίνεται με στόμφο σε κάθε ερώτημα περί βελτίωσης των συνθηκών της κοινωνικής μας ζωής με το στερεότυπο, “μάστορα δεν αλλάζει ο Έλληνας”.
Κατά συνέπεια το “αλαλούμ” στα θεατρικά μας πράγματα είναι μια “εφτάψυχη κανονικότητα” εξαιτίας και του “συνδρόμου της εξουσιαστικής επιβολής”.
Σε τελική ανάλυση δεν έγινε και κάτι τρομακτικό, αυτά συνέβαιναν πάντοτε, παλαιότερα μάλιστα με πιο σκληρό τρόπο. Η αναξιοπρέπεια αναγορεύεται σε καθιερωμένο διαχρονικώς modus vivendi για τους ανθρώπους του θεάτρου μέσα από ένα κυνικό όσο και μπουρδουκλωμένο ύφος έκφρασης. Αλλά αυτή “η επιχείρηση της περιπλοκοποίησης της γλώσσας είναι μια μάσκα που πίσω της διακρίνεται μια πιο μεγάλη επιχείρηση εξαπάτησης” (Frantz Fanon, Της γης οι κολασμένοι).
Ο θεατρικός κριτικός, ο οποίος “γνωρίζει το θέατρο όσο κανείς άλλος”, όπως διατείνεται ένας δικτυογράφος, δε θα έπρεπε να απολογηθεί για την σιωπή των τόσων χρόνων, εφόσον γνώριζε πως ήταν “ζούγκλα τα πράγματα”, όπως ο ίδιος αναφέρει, γιατί σιωπούσε; Σιωπή σε αυτές τις περιπτώσεις σημαίνει συνενοχή. Η φωνή ενός προβεβλημένου θα είχε τότε την ιδιαίτερη αξία της, τώρα σε τι εξυπηρετεί η ισοπέδωση και κατασυκοφάντηση όλης της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου; Αυτός ο εύκολος τρόπος της υποτιθέμενης ex post “δημοσιοποίησης” των αθλιοτήτων στο θεατρικό χώρο μέσω γενικολογιών και αοριστολογιών σε τι ωφελεί; Ποιον εξυπηρετεί;
Δεν ντρέπεται ένας άνθρωπος των γραμμάτων όταν γενικολογεί ανεύθυνα για “συμπεριφορά παλαιότερα … σχεδόν >θεσμική< στο θέατρο” για να υποβαθμίσει τη σημασία των καταγγελλόμενων; Δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτό αποτελεί προσβολή για εκατοντάδες ανθρώπους, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν στο συγκεκριμένο χώρο; Αυτό το γενικόλογο και ασαφές “παλαιότερα” πόσο βυθίζεται στο παρελθόν της θεατρικής πράξεως; Αφορά συμπεριφορές πριν δέκα, είκοσι, τριάντα, σαράντα, πενήντα, πόσων χρόνων; Φθάνει ίσαμε τα χρόνια του Πολίτη ή ακόμη και του Μένγκουλα;
Έτσι από το συγκεκριμένο μεταπηδούμε στο γενικόλογο και χάνεται η σημασία των καταγγελιών: αρνούμαστε να αντιπαρατεθούμε με το πρόβλημα. Αποφεύγουμε να κοιτάξουμε κατάματα την κόλαση, προσπαθώντας να την εξευμενίσουμε με γενικολογίες και στρεψοδικίες περί διαφορετικής αγωγής της νέας γενιάς των επαγγελματιών του κλάδου. Είναι ένας συνηθισμένος τρόπος για να αποφεύγει κάποιος τις ηθικές δυσκολίες μιας κατάστασης και της αναμέτρησης μαζί της: “… και το παράλογο μετατίθεται μεθοδικά απ΄ τα κρεματόρια στα ερέβη του Κίργκεργκαρντ” – αυτή η φράση της Μάρως Δούκα ταιριάζει απολύτως στην περίσταση (Μάρω Δούκα, Η αρχαία σκουριά). Το συγκεκριμένο εκσφενδονίζεται στη σφαίρα του γενικού για να ακυρωθεί η ξενότητά του, το αγκάθι της ξενότητάς του, σε τελική ανάλυση για να εξευμενιστεί. Και τέλος να τεθεί κάτω από τον παραμορφωτικό φακό του “συνδρόμου της εξουσιαστικής επιβολής”, ώστε να μετατραπεί σε μια “κανονικότητα”. Το κάθε θύμα ως τόσο δεν λυτρώνεται με παραπλήσιες αναφορές στο γενικό και στην προσπάθεια κοινωνικής εξομάλυνσης και αποδοχής της βίας ως δυσάρεστης κανονικότητας στην κοινωνία μας.
Ο Κ. Γεωργουσόπουλος δε σεβάστηκε τα ανεπανάληπτα πάθη των θυμάτων, δείλιασε και δεν επέλεξε μια γλώσσα, η οποία περιγράφει επακριβώς τις συνάφειες της συγκεκριμένης πραγματικότητας.
Αποδεικνύεται, για μία ακόμη φορά, ότι οι χειρότεροι δεν είναι εκείνοι, οι οποίοι προκαλούν το κακό, αλλά εκείνοι, οι οποίοι το αντιλαμβάνονται, αλλά επινοούν χίλιους δύο τρόπους για να μην αναλάβουν τις ευθύνες τους. Και μέσα σε αυτό το ηθικό “αλαλούμ” διαπιστώνουμε ότι ενώ αυτοί δεν ντρέπονται και εμφανίζονται με κυνική έπαρση δημοσίως και σε κάθε ευκαιρία, ντρεπόμαστε εμείς για λογαριασμό τους επωμιζόμενοι άθελά μας το διπλό χαρακτήρα της ντροπής/ενοχής που μας συνδέει περισσότερο με αυτή τη χώρα και όχι η αγάπη, όπως πολλοί από εμάς νομίζουν:
“Πριν πολύ καιρό συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι η χώρα που ανήκεις δεν είναι, όπως συχνά λέγεται, η χώρα που αγαπάς, αλλά η χώρα για την οποία ντρέπεσαι. Η ντροπή μπορεί να αποτελεί πιο ισχυρά δεσμά από όσο η αγάπη” (Carlo Ginzburg, The Bond of Shame).
Το σεφερικό η Ελλάδα “με πληγώνει” είναι μια αναφορά σε αυτή τη σχέση ντροπής/ενοχής.
Η ντροπή πάντοτε θα μας προσπερνάει… όπως τον ήρωα του Κάφκα…