Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Μετά την συνθηκολόγηση με την χιτλερική Γερμανία ο νέος “ηγέτης” της χώρας στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου, απείλησε ότι θα παραπέμψει στη δικαιοσύνη εκείνους που άφησαν τον ελληνικό στρατό να σφαγιασθεί αδίκως, όπως μας πληροφορεί η εφημερίδα “Νέα Ευρώπη”, την οποία εξέδωσαν οι δυνάμεις κατοχής στην Θεσσαλονίκη μετά την κατάληψη της πόλης: “… ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως στρατηγός Τσολάκογλου ετόνισεν ότι η κυβέρνησις θα ζητήση ευθύνας, διότι οι άνθρωποι της προγενεστέρας καταστάσεως αφήκαν τον στρατόν να σφαγιασθή ασκόπως”. [“Νέα Ευρώπη”, 3 Μαΐου 1941]
Σήμερα η ευκολία με την οποία εκστομίζουν οι φορείς της παλαιοκαθεστωτικής αντιπολίτευσης παρόμοιες απειλές προς την εκλεγμένη κυβέρνηση του τόπου είναι χαρακτηριστική και, όσο και αν κρύβονται πίσω από την όποια ρητορεία περί νομιμότητας και θεσμών, αναδεικνύουν την εκλεκτική τους συγγένεια προς τη ρητορεία του “δοτού” των κατοχικών δυνάμεων. Δεν επιχειρώ να επαναφέρω στο προσκήνιο την εθνοφθόρο ρητορεία περί “γερμανοτσολιάδων”, την οποία, στο παρελθόν, χρησιμοποίησαν κατά κόρον οι κομματικοί φορείς της σημερινής κυβερνητικής συμμαχίας, δεν ένιωσα ούτε τότε, ούτε και τώρα νιώθω, την ανάγκη, παρόλη την οργή από την προσωπική και εθνική ταπείνωση, να χρησιμοποιήσω παρόμοια ρητορεία, διότι δε θεωρώ πως κάτι τέτοιο θα βοηθούσε τη χώρα και το λαό μας. Και αυτό επειδή είμαι πεπεισμένος ότι χαρακτηρίζοντας αυτές τις πρακτικές ως “δοτές” και “επί τούτου” συγκαλύπτεται η ολέθρια ανεπάρκεια του προσωπικού της παλαιοκαθεστωτικής πολιτικής τάξης του τόπου.
Στη δημόσια συζήτηση αναφορικώς με την Σαουδική Αραβία και την εμπορία όπλων αυτή η ανεπάρκεια ξεχείλιζε από όλες τις πλευρές του δημόσιου λόγου: ο συνδυασμός πολιτικής εμπάθειας (φενακισμένης ενίοτε με αρκετές δόσεις υποκρισίας και ηθικολογίας) και άγνοιας των αλλαγών στις διεθνοπολιτικές συνθήκες προμηνύει δυσάρεστα ενδεχόμενα. Δε θα ασχοληθώ περισσότερο μοιράζοντας χαρακτηρισμούς και σχολιάζοντας την πολιτική κακομοιριά και τις επικίνδυνες γραφικότητες που φωλιάζουν, σε αυτή τη μεταβατική φάση του πολιτικού βίου μας, στο εθνικό κοινοβούλιο. Σημειώνω απλώς ότι αυτή η βλακώδης θρασύτητα των παλαιοκαθεστωτικών αρχίζει να γίνεται εθνικώς επικίνδυνη και ο κυβερνητικός σχηματισμός αδυνατεί να την αντιμετωπίσει. Επικίνδυνη, ωστόσο, αρχίζει να γίνεται και η αφέλεια με την οποία η κυβέρνηση παρακολουθεί διάφορες λεπτομέρειες στις σχέσεις μας με τον κερματισμένο αραβικό κόσμο, ερμηνεύοντας τις διεθνοπολιτικές εξελίξεις μέσα από το πρίσμα ενός “θολού” ευρωπαϊσμού.
Σημειώνω εδώ για τους ακραιφνείς “ευρωπαϊστές” ότι: α) η χώρα μας εξακολουθεί να δαπανά ένα μεγάλο μέρος του παραγόμενου πλούτου της στις δαπάνες ασφαλείας, το οποίο προσπορίζονται άλλες ευρωπαϊκές χώρες (ο όρος αμυντικές αφορά μόνο ένα μέρος των δαπανών ασφαλείας), β) η Ελλάς είναι η μοναδική χώρα, όπου το ζήτημα της αγοράς και της εμπορίας όπλων γίνεται αντικείμενο δημοσίου “ξεκατινιάσματος”, χωρίς αυτό να διασφαλίζει τη διαφάνεια στις διαδικασίες και χωρίς να εξαλείφει τις υπαρκτές ή ανύπαρκτες αιτιάσεις περί οικονομικών ατασθαλιών των μεσαζόντων και της πολιτικής τάξης δηλητηριάζοντας διαρκώς το πολιτικό κλίμα σε ζητήματα ύψιστης εθνικής σημασίας και σε συνάρτηση με αυτό, οφείλω να σημειώσω ότι οι άδειες για εξαγωγή όπλων στην Γερμανία δίδονται με μυστική απόφαση της καγκελαρίου σε συνεργασία με μια επιτροπή την οποία αποτελούν λιγότερα από δέκα άτομα και κανείς ποτέ δεν ενημερώνεται για τους λόγους της απόρριψης κάποιων αιτήσεων αγοράς όπλων, γ) η περίφημη ισχύς της ευρωπαϊκής οικονομίας, κυρίως των ισχυρών κρατών της, βασίζεται κατά μέγα μέρος της στην εξαγωγή όπλων και, ως γνωστόν, η Ελλάς είναι από τους πιο τακτικούς πελάτες των ευρωπαϊκών πολεμικών βιομηχανιών και των βιομηχανιών παραγωγής προϊόντων ασφάλειας (ο εφιάλτης της Siemens γίνεται διαχρονικός), δ) ως προς την περίφημη ευρωπαϊκή απόφαση για την Σαουδική Αραβία αναφέρω ότι η Γερμανία έχει πωλήσει τα τελευταία χρόνια πολεμικό υλικό και γενικώς υλικό ασφαλείας προς τη συγκεκριμένη χώρα -χωρίς κανέναν ηθικό και πολιτικό ενδοιασμό από την πλευρά της και από την πλευρά των Ευρωπαίων εταίρων της- η αξία του οποίου ανέρχονταν σε μερικά δισεκατομμύρια δολάρια, ε) η Γερμανία είναι η τρίτη σε εξαγωγές όπλων χώρα στον κόσμο, μετά τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, και ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής ισχύος της πηγάζει από τον συγκεκριμένο βιομηχανικό κλάδο και τις γερμανικές πολυεθνικές, οι οποίες είναι διάσπαρτες σε όλο τον κόσμο, στ΄) η θέση αυτή της Γερμανία στην παγκόσμια κατάταξη κινδυνεύει από την ραγδαία άνοδο των δραστηριοτήτων της αντίστοιχης γαλλικής βιομηχανίας, για την οποία ειδικοί του κλάδου εκτιμούν ότι αν συνεχιστεί η συγκεκριμένη τάση, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, η Γαλλία δε θα υποσκελίσει μόνο την Γερμανία, αλλά θα αντικαταστήσει και τη Ρωσία στη δεύτερη θέση των παραγωγών και εξαγωγέων “όπλων”, ζ) από την ανάλυση της προσφοράς και ζήτησης οπλικών συστημάτων και συστημάτων ασφαλείας δύναται κανείς να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα, τόσο για τις κινήσεις των “δυτικών” κρατών, όσο και για τις προσπάθειες αντίδρασης των χωρών της περιφέρειας, έτσι η “αντιδραστική” Σαουδική Αραβία φαίνεται να πληρώνει το τίμημα της προσπάθειάς της να κρατήσει κάποια απόσταση ασφαλείας από τους “δυτικούς φίλους” της.
Στην περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας, οι “δυτικοί” πέτυχαν “με ένα σμπάρο δυό τρυγόνια”: από τη μια έστειλαν σαφές μήνυμα προς την σαουδαραβική ολιγαρχία προσδιορίζοντας τα όρια των πρωτοβουλιών της και από την άλλη καθησύχασαν το “υπερηθικό” θυμικό του μέσου “ανθρωπιστή” Ευρωπαίου. Αυτός ο ευτυχισμένος “μονοδιάστατος άνθρωπος” της ευρωπαϊκής ευμάρειας επιθυμεί να καταναλώνει ανενόχλητα και χωρίς ενοχές: “στην εποχή της ευτυχισμένης συνείδησης, δεν υπάρχει θέση για το συναίσθημα ενοχής”. [Χέρμπερτ Μαρκούζε, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος]
Από τα παραπάνω -και από άλλα πολλά τα οποία δε μπορούν να δημοσιοποιηθούν- προκύπτουν μια σειρά από ερωτήματα για το ελληνικό πολιτικό “τι δέον γενέσθαι”: και πρώτα από όλα αναφορικώς προς το ζήτημα διατήρησης και επέκτασης της υποτυπώδους βιομηχανίας όπλων και ασφάλειας της χώρας μας. Η Ελλάς από το 1989 και δώθε δεν μπόρεσε να προσαρμοσθεί – ούτε στην οικονομία, ούτε και στα ζητήματα της ασφάλειά της- στις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά την κατάρρευση του διπολισμού. Και όσο διατηρείται αυτή η αδυναμία προσαρμογής η εξάρτηση -πολιτική, οικονομική και στρατιωτική- θα γίνεται καθημερινώς μια οδυνηρή εμπειρία για τον λαό μας.