Η ένοχη σιωπή της Ν.Δ. για τα τρωκτικά και τις κατσαρίδες
(περιδιαβάζοντας στον ερειπιώνα της ελληνικής γλώσσας I)
“Πρέπει να μάθουμε να συμβιώνουμε με κατσαρίδες και τρωκτικά»
Αλεξία Έβερτ,(πρώην) αντιδήμαρχος δήμου Αθηναίων (στο fb)
“Η πολιτική μαλακία και ανοησία έχει τα όριά της»
Νίκος Καραθανασόπουλος, βουλευτής του ΚΚΕ (στη Βουλή)
Τα πάντα κινήθηκαν στις γνωστές συμβατικές τροχιές της ελληνικής δημόσιας σφαίρας. Απογοητευτικό και αυτό, όσο απογοητευτική ήταν και η ανάρτηση καθώς και η απάντηση-εξήγηση της πρώην αντιδημάρχου κοινωνικής αλληλεγγύης του δήμου Αθηναίων. [Για το ιστορικό της υπόθεσης βλ. το άρθρο μου, Όμηρος Ταχμαζίδης, “Αν εκποιήσουμε τη γλώσσα στο κακό, χαθήκαμε…”]
Βέβαιο πάντως είναι ότι η Αλεξία Έβερτ αποκόμισε την καλύτερη προίκα από αυτή την εφήμερη προστριβή για μια μελλοντική σταδιοδρομία στην κεντρική πολιτική σκηνή. Η εικόνα του θύματος προσδίδει πάντοτε έναν αέρα αγωνιστικότητας και παραταξιακής-κομματικής αφοσίωσης. Οπότε θα πρέπει να θεωρούμε σίγουρο ότι ενισχύθηκαν οι καταθέσεις της στη “θυμική τράπεζα” του πολιτικοκομματικού γίγνεσθαι. Στο εξής δε θα είναι απλώς η κόρη ενός “αείμνηστου” προέδρου του κόμματος και δημάρχου Αθηναίων, η πρώτη σε σταυρούς δημοτική σύμβουλος, αλλά και ένα “θύμα” της υποτιθέμενης πολιτικής κακοβουλίας των αντιπάλων της. Μία “αγωνίστρια της παράταξης”, έκφραση με την οποία έσπευσε από τους πρώτους να δηλώσει την υποστήριξή του προς το πρόσωπό της μέσω μέσου κοινωνικής δικτύωσης, ο βουλευτής Αθηνών Θάνος Πλεύρης.
Η Αλεξία Έβερτ μπορεί να περιμένει. Διότι είναι βέβαιο πως το “κόμμα” και η “ευρύτερη οικογένεια’ του δημάρχου δε θα την αφήσουν ξεκρέμαστη. Συμπερίληψη στη λίστα υποψηφιοτήτων σημαίνει και βέβαιη εκλογή της στις επόμενες εθνικές εκλογές. Και θα αναγκαστούμε να υποστούμε για μια ακόμη φορά την… καταστροφή της γλώσσας. Διότι θα εκτεθεί, θα ερωτηθεί, θα επικριθεί, θα κληθεί εκ νέου να δικαιολογηθεί για τις “κατσαρίδες” και τα “τρωκτικά”. Και θα εξοικειωθεί ακόμη περισσότερος κόσμος με τούτη τη χρήση της γλώσσας και η γλώσσα θα συνεχίσει να φθείρεται και μαζί της θα παραμορφώνεται η ίδια η πραγματικότητά μας.
Η δήλωση της Αλεξίας Έβερτ προσδιορίστηκε από πολιτικούς και έντυπα της συντηρητικής Δεξιάς στην καλύτερη περίπτωση ως “ακραία” και δεν έλειψαν οι προσπάθειες συμψηφισμού της αστοχίας της με άλλα φαινόμενα. Έτσι ο βουλευτής Γιώργος Κουμουτσάκος αφού εξέφρασε τη διαφωνία του “με τον ακραίο δημόσιο λόγο” εγκάλεσε στη συνέχεια δημοσίως το ΚΚΕ “μετά την υπερβολική αντίδρασή του στα λεγόμενα της Αλεξίας Έβερτ να επιτιμήσει δημόσια και να ανακαλέσει στην τάξη τον βουλευτή Ν. Καραθανασόπουλο για την απόλυτα απαράδεκτη συμπεριφορά μέσα στη βουλή”.
Άλλοι απέδωσαν τη συγκεκριμένη χρήση του λόγου στην ιδιομορφία του μέσου ή την θυμική κατάσταση της αντιδημάρχου της Αθήνας. Σύμφωνα με το δημοσιογράφο της εφημερίδας “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” Μιχάλη Τσιντσίνη: “…ακραία δεν εκφράζονται μόνον οι ακραίοι. Ακραία εκφράζονται και οι “κανονικοί” χρήστες του μέσου”. Κατά συνέπεια το μέσο ευθύνεται για την… παρεξήγηση. Στο ίδιο περίπου μήκος κύματος και ο υπουργός Αναπτύξεως και Επενδύσεων Άδωνις Γεωργιάδης ο οποίος απέδωσε την “απρεπή έκφραση καταδίκης μιας προκλητικής ενέργειας του ΚΚΕ”, όπως ο ίδιος τη χαρακτήρισε, στην “οργή των ημερών” και τη “χαλαρότητα του Διαδικτύου”, προσθέτοντας ότι “δεν πρέπει να φύγει από το Δημοτικού Συμβούλιο. “Ο αναμάρτητος…””. [αναρτ. 19 Νοεμβρίου 2020, ώρα 7:21]
Η συγκεκριμένη χρήση του λόγου από την Αλεξία Έβερτ έφερε στην επιφάνεια μια καθημερινή γλωσσική έξη. Η ίδια δικαιολογήθηκε υποστηρίζοντας ότι η φράση της δεν αφορούσε τα μέλη του ΚΚΕ, διότι δεν τους αναγνώρισε. Αλλά αυτή η διευκρίνιση ελάχιστη σημασία έχει. Το ζήτημα δεν είναι σε ποιους απευθυνόταν, αλλά πως φθάσαμε στην τωρινή κατάσταση να διατυπώνονται δηλαδή δημοσίως από πολιτικά πρόσωπα παρόμοιες προτάσεις. Πως εκτράπηκε έτσι ο προσανατολισμός της καθημερινής μας γλώσσας.
Η Αλεξία Έβερτ εκφράστηκε εντελώς “κανονικά” και δεν εκφράστηκε ακραία. Η κανονικότητα που κατασκευάστηκε τα τελευταία χρόνια με ευθύνη όλων μας, αποτυπώθηκε στη συγκεκριμένη έκφραση της. Το ατόπημά της είναι προσωπικό, αλλά η αποτυχία δεν είναι μόνο ατομική, ως ένα βαθμό είναι και συλλογική. Ο φασισμός διαπερνάει το κοινωνικό σώμα, όπως η υγρασία τους τοίχους. Και η υγρασία των ανθρωπίνων πραγμάτων είναι η γλώσσα: ρέει ακατάπαυστα. Η διατύπωση ήταν φυσιολογική στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης χρήσης της γλώσσας. Δεν ήταν απλώς χυδαία, όπως εντελώς συμβατικά προσέτρεξαν να χαρακτηρίσουν “αριστεροί” και “δεξιοί” τη γλωσσική εκτροπή για να αποκομίσουν οφέλη από την αισχρή αυτή κατεδάφιση σημείων και νοημάτων στον ερειπιώνα της ελληνικής γλώσσας.
Χυδαίες θα ήταν άλλες εκφράσεις. Στην καθημερινή χυδαία χρήση της ελληνικής γλώσσας δεν υστερούμε στο ελάχιστο. Αλλά εδώ έχουμε μια χαρακτηριστική περίπτωση απανθρώπισης, “κτήνωσης” ενός αντιπάλου.
Το αποτύπωμα των διαδικασιών απανθρώπισης στην ελληνική κοινωνία γιγαντώθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 (από το ρατσιστικό “γυφτοσκοπιανοί” έως την εισβολή και την αποτύπωση της χιτλερικής έκφρασης “υπάνθρωπος” στην καθημερινή χρήση της ελληνικής υπήρξαν αρκετά μικρά ενδιάμεσα στάδια) και τώρα απομένει στους ειδικούς επιστήμονες διαφόρων κλάδων να περιγράψουν αυτή τη φθορά της ελληνικής γλώσσας, η οποία συμβάδιζε συγχρόνως με την πολιτική και οικονομική καταστροφή της χώρας.
Θα ήταν εσφαλμένο να αναζητήσουμε μια γλώσσα του “φασισμού”, διότι αυτή δεν υπάρχει. Υπάρχει ως τόσο η χρήση της γλώσσας από τους φασιστικούς ιστορικούς σχηματισμούς και από τα σύγχρονα ακροδεξιά σχήματα. Το συγκεκριμένο λεξιλόγιο περί “κατσαρίδων” και “τρωκτικών” δεν ανήκε παλαιότερα στη φρασεολογία της ελληνικής ακροδεξιάς. Αυτή η καταστροφική εξέλιξη είναι νεότερο φαινόμενο. Τα καθεστωτικά κόμματα, “δεξιά” και “αριστερά”, παραθεωρώντας για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας το φαινόμενο του νεοχιτλερισμού στην Ελλάδα ως μια φυσιολογική μετεξέλιξη της παραδοσιακής ακροδεξιάς, αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις μετατοπίσεις των εκφραστικών μέσων της γλώσσας και τι σημαίνουν αυτές για την καθημερινή συνείδηση των πολιτών. Ανακαλύπτουν απλώς συνέχειες. Από τούτη την παραθεώρηση αντλούσε διάφορες ελπίδες και η νεοδημοκρατική ψευδαίσθηση περί “σοβαρής Χρυσής Αυγής”. Η πολιτική ανεπάρκεια και ένας μεταχρονολογημένος τυφλός και αλλοπρόσαλλος αντικομουνισμός μετέτρεψε την επιθυμία σε εφικτή “πραγματικότητα”. Αν ως τόσο παρακολουθούσε κανείς τη γλώσσα θα διέβλεπε ότι μαζί με τον εκχυδαϊσμό στην καθημερινή χρήση της συμβάδιζε και μια νέα κατάληψη των σημασιών και μια ανανοηματοδότηση ονομάτων και εννοιών. Συγχρόνως νέοι όροι πολιτικού και κοινωνικού αγώνα αναδύονταν και μαζί τους μια νέα ρητορεία του μίσους. Με στοιχεία από το παρελθόν, αλλά και με νέα στοιχεία, τα οποία αντλούσαν από άλλες πηγές και όχι τις παραδοσιακές πηγές της ελληνικής ακροδεξιάς. Ενδεικτική ήταν η εισαγωγή στην ελληνική της λέξεως “υπάνθρωπος” και η ευρεία χρήση της, όχι μόνο από τους νεοχιτλερικούς, αλλά και από τους αυτοαποκαλούμενους αντιφασίστες αντιπάλους τους.
Θα χρειαστεί πολύς καιρός για να αποτοξινωθεί η ελληνική γλώσσα από το δηλητήριο του νεοχιτλερισμού. Σημειωτέον ότι η γλώσσα είναι ένα πεδίο επί του οποίου ο ιστορικός φασισμός και δη η ιδιαίτερη του εκδοχή, ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός, παρουσίασαν εξαιρετική αποτελεσματικότητα. Και το γλωσσικό ολίσθημα της Αλεξίας Έβερτ φανερώνει την ευκολία με την οποία διαρρηγνύονται τα τείχη ασφαλείας απέναντι στη φθορά στην καθημερινή χρήση της γλώσσας που επιφέρει ο ακροδεξιός λόγος.
Τα μεταφορικά σχήματα της βίας, με την “κτήνωση”, τον υποβιβασμό του ανθρώπου στην κατηγορία του ζώου και της αντιμετώπισής του ως απαξίας, συγκροτούν το αντίστοιχο της βίας των δρόμων στο πεδίο της γλώσσας. Για να υπάρξει, να λειτουργήσει και να επεκταθεί η βία στους δρόμους, πρέπει να “υφαρπαχθεί” στην κατεύθυνση της λεκτικής βίας η ίδια η γλώσσα.
Όσοι καταχωρούν τη συμπεριφορά της πρώην αντιδημάρχου Αθηνών στα γνωστά κλισέ της λαϊκής δεξιάς με τις υπερσυντηρητικές καταβολές και τις ακροδεξιές κλίσεις παραγνωρίζουν την καθημερινή πραγματικότητα του ελληνικού πολιτικού βίου και τους τρόπους και το ύφος που συγκροτείται η ελληνική καθημερινότητα και η δημοσιότητά της: από τους ανόητους συμψηφισμούς και τις ταυτίσεις του παλαιστινιακού ζητήματος με τα κρεματόρια έως την “κτήνωση” του αντιπάλου συναντάμε την ίδια Ελλάδα που δεν τολμά να αναμετρηθεί με τις αδυναμίες της.
Ο καθημερινός λόγος εκφασίζεται, η απανθρωπία αποικίζει την καθημερινή συνείδηση και τα πολιτικά κόμματα αρνούνται να τοποθετηθούν επί του ζητήματος. Στην προκειμένη περίπτωση, δηλαδή του επίμαχου σχολίου της πρώην αντιδημάρχου Αθηναίων, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας ως ο πιο αρμόδιος φορέας για να τοποθετηθεί σιωπά…
Η Αλεξία Έβερτ, εγγονή Έλληνα, ο οποίος τιμήθηκε και περιλήφθηκε στους “Δίκαιους των Εθνών”, χρησιμοποίησε, λόγω του θυμού της, όπως διατείνεται η ίδια, τη γλώσσα που οδήγησε στο έγκλημα του Άουσβιτς και “νομιμοποίησε” με αυτόν τον τρόπο εκ των υστέρων τη βιομηχανία του θανάτου.
Αιφνιδιάζομαι αρνητικά και αναλογίζομαι πως μια γυναίκα με παρόμοια οικογενειακή καταβολή εκτέθηκε τόσο εύκολα στον κίνδυνο της γλωσσικής αλλοίωσης που επιφέρει ο φασισμός. Με ποιο τρόπο συζητάνε, αν συζητάνε στα σοβαρά, στους κύκλους της για το φαινόμενο της νεολαΐστικης και περιθωριακής βίας; Ελπίζω όχι με όρους “παρασιτολογίας”; Ποια είναι η γλώσσα της καθημερινότητάς της; Πως πράττει, πως επικοινωνεί στον κόσμο της καθημερινότητάς της; Εκεί όπου συγκροτούνται οι συνάφειες του βιόκοσμού μας, εκεί όπου υφαίνεται ο κοινωνικός μας ιστός. Η καθημερινότητα είναι ο τόπος, ο οποίος μας παρέχει μια κοινή βάση νοήματος, πέρα από τις όποιες διαφορές και αντιπαραθέσεις απόψεων και συμφερόντων. Αν η καθημερινότητά μας γίνεται αντιληπτή και περιγράφεται ως χώρος κατακλυσμένος από “τρωκτικά και κατσαρίδες”, τότε, πολύ φοβούμαι, ότι ευρισκόμαστε στα πρόθυρα κολάσεων…
Υ.Γ.: Αυτό είναι το πρώτο κείμενο από μια σειρά επτά άρθρων επί του συγκεκριμένου ζητήματος.