Εάν ισχύει, κατά ένα ελάχιστο, ο ισχυρισμός του Πωλ Βιρίλιο, ότι η κυριαρχία είναι, κυρίως, ζήτημα “κυκλοφορίας”, τότε το μέλλον προδιαγράφεται ζοφερό για τον ελληνισμό. Η εθνική ταπείνωση δε θα προσλάβει “χωρικό-γεωγραφικό” χαρακτήρα, αλλά θα αφορά την εθνική αυτοτέλεια σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου.
Με γνώμονα τούτη την ανησυχητική προειδοποίηση δημοσιοποιούνται οι παρακάτω σκέψεις/προτάσεις.
Τσαλαβουτάμε, εδώ και δεκαετίες, στα ρηχά νερά του ελληνοτουρκικού τέλματος φοβούμενοι να προβούμε σε ένα θαρραλέο βήμα. Και αδυνατούμε να αντιληφθούμε ότι κινούμαστε, πλέον, σε κινούμενη άμμο, στην ανεπαίσθητη δίνη της οποίας βυθιζόμαστε αργά, μα σταθερά, με απώτερο κίνδυνο να οδηγηθούμε σε μη-αναστρέψιμες καταστάσεις στο μέλλον. Αποφεύγω στο παρόν άρθρο να επιχειρηματολογήσω περί τούτου του σύνθετου προβλήματος, απλώς σημειώνω ότι το μέλλον αρχίζει να διαφαίνεται σκοτεινό για τη χώρα, η οποία εμπλέκεται, όλο και περισσότερο, στους καταναγκασμούς μιας λογικής πλήρους υποτέλειας ως απάντηση στην αυξανόμενη πίεση ενός διαρκώς ισχυροποιούμενου αντιπάλου. Ο τελευταίος ευρίσκεται και αυτός δέσμιος των αντιφάσεων και των καταναγκασμών που επιβάλλει η ισχυροποίησή του.
Τα πράγματα δεν είναι, όπως ήταν, όσο και αν μας ξεγελούν τα επιφαινόμενά τους, και δεν θα παραμείνουν για πολύ ως έχουν: οι δυναμικές, οι οποίες αναπτύσσονται στο υπαρκτό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών αποβαίνουν καθημερινώς εις βάρος των συμφερόντων της χώρας και τούτη η τάση θα ενισχυθεί, ακόμη περισσότερο, αν επιμείνουμε, για πολύ καιρό ακόμη, στις μέχρι τούδε αδιέξοδες πρακτικές.
Η επίσκεψη του τούρκου προέδρου στην Αθήνα, είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να εγκαινιάσει η ελληνική πλευρά έναν άλλο τύπο πολιτικής έναντι της γείτονος. Ένα μοντέλο διπλωματίας, το οποίο θα μπορέσει να αποκτήσει καθολικό χαρακτήρα για την εξωτερική πολιτική της χώρας.
Είναι προφανές, τώρα που διαβαίνουμε το κατώφλι του ψηφιακού κόσμου, ότι χρειαζόμαστε ένα Νέο Ιστορικό Σχέδιο για το μέλλον του ελληνισμού. Ένα σχέδιο το οποίο θα περιλαμβάνει και μια δυναμική δημιουργική πολιτική απέναντι στην ισχυροποιούμενη διαρκώς γειτονική χώρα.
Παραθέτω στη συνέχεια, χωρίς να επεξηγώ και να αιτιολογώ το ευρύτερο πλαίσιο των σκέψεών μου, μια σειρά προτάσεων, οι οποίες θεωρώ ότι θα έδιναν μια νέα αίσθηση δυναμικής και δημιουργικής προοπτικής στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Πρόκειται για προτάσεις χαμηλής έντασης, οι οποίες, ωστόσο, αποκτούν καίριο συμβολικό και ουσιαστικό χαρακτήρα, ως μέρος ενός ευρύτερου ιστορικού σχεδίου και ενός νέου προσανατολισμού της πατρίδας μας, στη διαχείριση των διεθνοπολιτικών ζητημάτων που την απασχολούν, χωρίς τούτο να σημαίνει πως πρέπει να εγκαταλειφθούν οι παραδοσιακοί τρόποι άσκησης εξωτερικής πολιτικής.
Η ελληνική κυβέρνηση, οφείλει να ανοίξει το ζήτημα της συνεργασίας των δύο χωρών στον τομέα της αρχαιολογικής έρευνας και επιστήμης. Είναι αδιανόητο για την Ελλάδα να μην διαθέτει αντίστοιχη αρχαιολογική σχολή στην γειτονική χώρα, όπως διαθέτουν πάμπολλες ευρωπαϊκές χώρες. Ακόμη και η Ελβετία έχει ζωηρή ανασκαφική και επιστημονική αρχαιολογική δραστηριότητα στην Μικρά Ασία. Πρόκειται για ένα έλλειμμα δεκαετιών, για μια κατάσταση, η οποία οφείλεται, κυρίως, στην αμοιβαία δυσπιστία και στις διαρκείς εντάσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Η επιστημονική αρχαιολογική παρουσία της χώρας μας στην άλλη πλευρά του Αιγαίου είναι, επιπλέον, και ζήτημα εθνικού χρέους.
Κατ΄ αναλογία η τουρκική πλευρά θα μπορέσει να λειτουργήσει στον ελλαδικό χώρο κάτι αντίστοιχο για την οθωμανική πολιτιστική κληρονομιά, που μοιράζονται οι δύο χώρες. [Συνεργασίες μπορούν να υπάρξουν και σε ζητήματα διεκδίκησης αρχαιολογικών θησαυρών.] Στην κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να δραστηριοποιηθούν και οι τοπικές κοινωνίες, για να ασκηθεί πίεση στην Αθήνα και στην Άγκυρα, για τη δημιουργία Επιστημονικών και Πολιτιστικών Ιδρυμάτων, που θα αφορούν μορφές της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς στις δύο χώρες.
Στην πόλη των Γιαννιτσών, για παράδειγμα, δύναται να δημιουργηθεί ένα Διεθνές Ίδρυμα Μελέτης του οθωμανισμού στην Νοτιανατολική και Ανατολική Ευρώπη. Η πόλη ιδρύθηκε από τους Οθωμανούς, συνδέεται με την παρουσία τους στην ευρωπαϊκή ήπειρο και έχει ιδιαίτερη σημασία για την τουρκική πλευρά. Κατ΄ αντιστοιχία του συγκεκριμένου ιδρύματος στα Γιαννιτσά να δημιουργηθεί στην Τραπεζούντα της Τουρκίας Διεθνές Ίδρυμα για την διαχρονική ιστορική παρουσία του ελληνισμού και της ελληνικής γλώσσας στην περιοχή του Ευξείνου Πόντου (ευρωπαϊκού και ασιατικού).
Αυτή τη στιγμή δεν θα αναλύσω και δεν θα εξηγήσω το στρατηγικό βάθος αυτής της αλλαγής “πεδίου” στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Σημειώνω απλώς ότι μια τέτοια αλλαγή στην πολιτική πράξη θα απελευθερώσει και στις δύο πλευρές του Αιγαίου την soft power της πολιτιστικής και πολιτισμικής συνεργασίας με ευεργετικά αποτελέσματα και για τις δύο χώρες και για τους δύο λαούς: για την μακροπρόθεσμη ειρηνική και συνεργατική συνύπαρξή τους. Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να επενδύσει στην ειρήνη μέσω πρακτικών της πολιτιστικής διπλωματίας. Έχει τεράστια συγκριτικά πλεονεκτήματα, τα οποία οφείλει να αξιοποιήσει.
Επισημαίνω, επίσης, τα άμεσα και προφανή, που αφορούν περισσότερο την καθημερινότητα των πολιτών: τα συμβολικά και οικονομικά οφέλη για την πόλη των Γιαννιτσών, τα οφέλη για την ελληνική επιστήμη (αρχαιολογία, ιστορία, θρησκειολογία κ.α.), τις θέσεις εργασίας στον τομέα της αρχαιολογίας κλπ. , την ένταση στον τουρισμό κ.α.
Το ζήτημα είναι σύνθετο και οι στόχοι ενός τέτοιου ιστορικού σχεδίου είναι δυσεπίτευκτοι, αλλά, τούτη τη στιγμή, πρόκειται για τη μοναδική ρεαλιστική αντίδραση ως μέσο ανάσχεσης της πτωτικής εξέλιξης στην οποία, εδώ και χρόνια, ευρίσκεται η χώρα μας με τον μονοσήμαντο “φιλευρωπαϊκό” προσανατολισμό της: Ο τελευταίος συντηρεί και συντηρείται από το αίσθημα ντροπής και τα συμπλέγματα κατωτερότητας του ελληνικού λαού και είναι αυτός που την υποβίβασε και καταδίκασε (για δεκαετίες) σε μια ασήμαντη, από κάθε άποψη, επαρχία της wannabe αυτοκρατορίας των Βρυξελών.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι οργανωτικός γραμματέας της ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ (www.sopro.gr)