Το κακό άρχισε με τη διασπάθιση του “ευρωπαϊκού” χρήματος. Αλλά οι ρίζες του είναι παλιές και βαθιές. Επ΄ αυτού δε νομίζω πως υπάρχουν αντιρρήσεις. Θα προκαλούσε έκπληξη αν τα κονδύλια τύχαιναν άλλης διαχείρισης και αν τα πράγματα έπαιρναν ριζικώς διαφορετική τροπή από εκείνην που ακολούθησαν. Έτσι, οι πολίτες φοβήθηκαν, διότι γνώριζαν σε τι κατάσταση ευρίσκονταν και ευρίσκεται το αποψιλωμένο δημόσιο σύστημα υγείας, οι πολιτικοί έδραξαν την ευκαιρία για να κάνουν το κομμάτι τους και, μέσες άκρες, το επέτυχαν, δικαιώνοντας συγχρόνως και όλους εκείνους, οι οποίοι σε κάθε ευκαιρία διατείνονται ότι ”αυτό το μπουρδέλο δεν αλλάζει…”. Και τώρα επιστρέφουμε στο σημείο εκείνο από όπου ξεκινήσαμε: η μικρή μας ιστορία επαναλαμβάνεται μέσα σε λίγους μήνες ως ανθρωποβόρα φάρσα – προς στιγμή δεν υπάρχουν αποθέματα ούτε για τον απαραίτητο σε αυτές τις περιστάσεις σαρκασμό απέναντι στην ηλιθιότητα της πολιτικής εξουσίας.
Ας συνοψίσουμε: η κυβέρνηση λειτούργησε στο γνωστό πλαίσιο των ενδημικών στην ελληνική κοινωνία πελατειακών σχέσεων, εξαγοράζοντας τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Και οι άνθρωποι της ενημέρωσης έγιναν μεμιάς συνένοχοι σε ένα προμελετημένο σχέδιο αγιοποίησης των κυβερνώντων και των “διοικητικών”. Ως αποτέλεσμα αυτής της προκλητικώς κυνικής συμπεριφοράς καταγράφεται η συνεχιζόμενη αποψίλωση κάθε νομιμοποιητικού στοιχείου στο ελληνικό σύστημα πληροφόρησης. Και επειδή οι πολίτες δεν νοιάζονται σε παρόμοιες καταστάσεις, ίσως και σε άλλες πιο ανώδυνες, για τις λεπτές διακρίσεις των πραγμάτων, ακολούθησαν την πεπατημένη και συνόψισαν τα πράγμα στο γνωστό χαρακτηρισμό, “ρουφιάνοι δημοσιογράφοι”: ο αδύναμος κρίκος είναι πάντοτε ο πιο εύκολος αντίπαλος – αυτό το παιχνίδι είναι άσπλαχνο και σχεδόν ποτέ δίκαιο.
Ζήσαμε και ζούμε και άλλα μεγαλεία. Η πανίδα της τηλοψίας διευρύνεται. Όλες οι ιατρικές ειδικότητες καδράρονται από τον τηλεοπτικό φακό και οι φορείς τους αποφαίνονται για τα μέτρα τα οποία πρέπει να λαμβάνονται, ποια δεν ελήφθησαν, τι δεν έκαναν και τι πρέπει να κάνουν πολίτες και κυβερνώντες. Αρκεί να υπάρχει μια λογικοφανής πρόφαση. Ας πούμε ότι ο πρόεδρος του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου πρέπει να φιλοξενηθεί στα τηλεοπτικά παράθυρα για την συνδικαλιστική εργασιακή πλευρά του ζητήματος, η οποία φαίνεται ότι είναι ακραία όσο ακραία είναι και τα φαινόμενα τα οποία καλούνται πρωτίστως να αντιμετωπίσουν οι ιατροί. Αλλά μέχρι ποίου σημείου; Επιτρέπεται ο πλαστικός χειρουργός, με όλο το σεβασμό προς την ειδικότητα, που και έργο παράγει και λεφτά και κοινωνικό γόητρο αποφέρει, να αποφαίνεται και για την παραμικρή λεπτομέρεια σε ζητήματα προστασίας από τον ιό;
Το διακύβευμα σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι αν κινδυνεύει ή όχι ο πληθυσμός, αλλά πως το επικίνδυνο της κατάστασης θα μεταδοθεί με πειστικό τρόπο στους πολίτες. Αυτό είναι ζήτημα τεχνικών και μεθόδων επικοινωνίας και όχι αποκλειστικότητα της ιατρικής επιστήμης. Άλλοι είναι οι κατάλληλοι, όχι οι γιατροί. Οι πολίτες οφείλουν να ενημερωθούν με πειστικό τρόπο ότι πρέπει να φυλάγονται για να προφυλάγονται οι ίδιοι και να προφυλάγουν και τους άλλους. Τόσο απλά. Όταν κάποιος έχει απέναντί του έναν πλαστικό χειρουργό, ασυνειδήτως οι συνειρμοί τους οποίους προκαλεί η αναφορά και μόνο της ειδικότητας του οδηγούν σε άλλες κατευθύνσεις.
Η επιλογή ενός και μόνο προσώπου, όχι ως γραφείο τύπου, αλλά ως αυθεντίας να αποφαίνεται πληθωριστικά για την κατάσταση και να ανακοινώνει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, οδήγησε μεσοπρόθεσμα στην “ηρωοποίηση” του, μεσομακροπρόθεσμα ως τόσο στην καχυποψία και την σχετική απονομιμοποίηση του και τη δημόσια αποκαθήλωσή του δια στόματος πρωθυπουργού, ο οποίος θέλησε με άκομψο τρόπο να δηλώσει ότι αυτός είναι ο υπέρτατος άρχων της συγκυρίας: κάτι σαν συνέχεια των διαρκών διαγγελμάτων του. Σε συμβολικό επίπεδο ο διαγγελματίας αποκεφάλισε τον ειδικό γιατρό, τηλεοπτικό σταρ, προσφωνώντας τον δημοσίως με το όνομά του: “Σωτήρη”. Απομένει να δούμε αν μακροπροθέσμως δεν κληθεί ο Σωτήρης να σώσει με τη δημόσια “θυσία” του και τη γενικότερη εικόνα της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού. Αλλά και από όσα διαμείφθηκαν έως τώρα δυνάμεθα να συμπεράνουμε: τα πάντα φαίνονταν και φαίνονται ωσάν να γίνονται και να σκηνοθετούνται ώστε να τεχνουργήσουν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο οι κυβερνητικοί τη δημόσια εικόνα τους.
Θα μπορούσε να επιλεγεί ένας μεικτός τρόπος ενημέρωσης του πληθυσμού ώστε να διασφαλίζεται η απρόσωπη και “αντικειμενική” πληροφόρηση του κόσμου για τα ζητήματα της πανδημίας και να διατηρείται η συναισθηματική ένταση σε σχέση με τους πιθανούς κινδύνους της κατάστασης, ώστε ούτε υποτίμηση του κινδύνου να προκύπτει, ούτε και πλήρης χαλαρότητα και αμεριμνησία. Μια αποπροσωποποιημένη ευαισθησία θα απέτρεπε την ταύτιση της προσπάθειας με συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα, θα δημιουργούσε την αίσθηση της κοινής μοίρας και της κοινής ευθύνης. Τουναντίον δημιουργήθηκε, όχι αδικαιολογήτως, από την πρώτη στιγμή στην κοινή γνώμη η εντύπωση, ότι η κυβέρνηση αναζητά εναγωνίως μια “επιτυχία” για να την κεφαλαιοποιήσει πολιτικώς. Και αυτό επεκτεινόταν μέχρι και τη δημοσιοποίηση σεναρίων περί πρόωρων εκλογών. Έτσι όλα τα είχε η Μαριορή, το παραβάν της κάλπης της έλειπε… [Βλ. και το άρθρο μου με τίτλο, Η πανδημία ανασύρει στην επιφάνεια πολλά… κακά της μοίρας μας].
Αλλά όσο πιο ανήμπορος αισθάνεται ο λαϊκός άνθρωπος , με τόσο μεγαλύτερη χαιρεκακία παρακολουθεί πως καταστρέφονται τα σχέδια και οι επιθυμίες των ηγετών του, ακόμη και όταν είναι το δικό του κεφάλι απλωμένο στον πάγκο του χασάπη και είναι και για τον ίδιο πολύ ακριβό το τίμημα μιας τέτοιας καταστροφής. Αλλά η σφοδρή επιθυμία της εκδίκησης πυροδοτεί έναν αυτοκαταστροφικό μηχανισμό παθητικής αλγολαγνείας με ενισχυμένο φορτίο απόλαυσης. Αρκεί να παρακολουθήσει κανείς τα σχόλια, περισσότερο στους χώρους συνάθροισης των λαϊκών ανθρώπων και λιγότερα στους πιο “εκπαιδευμένους” χώρους των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που ακολουθούν τις εξόδους του διαγγελματία πρωθυπουργού τα σαββατοκύριακα σε περιοχές ατραξιόν της ελληνικής υπαίθρου, για να αντιληφθεί τη βαθύτερη ικανοποίηση των ανθρώπων της διπλανής πόρτας από το συμπέρασμα τους: “φάε ένα μαλακισμένο” – σαφέστατος υπαινιγμός για την υποκριτική επίκληση της ατομικής ευθύνης από τον διαγγελματία και την ακολουθία του.
Και οδεύουν προς την καταστροφή τους απολαμβάνοντας την γλυκιά ικανοποίηση ότι τουλάχιστον κατάλαβαν περί τίνος πρόκειται και πως, τελικώς, δεν μπόρεσε στην πραγματικότητα κανείς να τους ξεγελάσει…