Με την έναρξη του 20ου αιώνα είχε διατυπωθεί δημοσίως η άποψη ότι αυτός θα καθοριζόταν από τις ΗΠΑ και πως ο κόσμος στον αιώνα που ξεκινούσε θα “εξαμερικανιζόταν”. Ενδεικτικός ήταν και ο τίτλος του βιβλίου με το οποίο ανακοινώθηκε η συγκεκριμένη επιστημονική πρόβλεψη: “The Americanization of the World or the Trend of the Twentieth Century”. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1902 στο Λονδίνο και συγγραφέας του ήταν ο William Thomas Stead.
Η εκτίμηση αυτή του Βρετανού επιστήμονα δεν άργησε να επιβεβαιωθεί. Από τα μέσα και προς το τέλος της δεύτερης δεκαετίας του νέου αιώνα οι ΗΠΑ έγιναν η κύρια οικονομική δύναμη στον πλανήτη και είχαν μετατραπεί, ήδη το 1917, ο πιστωτής του κόσμου. Η οικονομική δύναμη τους καθόρισε, εν πολλοίς, και την έκβαση του μεγάλου πολέμου. Σύμφωνα με την άποψη κάποιων ιστορικών, “δεν είναι υπερβολική η θέση ότι και χωρίς την ενεργή στρατιωτική ανάμιξη (των ΗΠΑ) στον πόλεμο η Γερμανία θα είχε χάσει και τις δύο φορές (σ.σ. πρώτο και δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο), διότι το υπερέχον οικονομικό δυναμικό βρισκόταν από την άλλη πλευρά”. [Βλ. Ulrich Menzel, Die Ordnung der Welt (“Η τάξις πραγμάτων του κόσμου»), Berlin 2015, σ. 874]
Η οικονομική υπεροχή των ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα καταγράφεται με ανάγλυφο τρόπο και στις αμυντικές δαπάνες της χώρας από τις αρχές του 1900. Αν προσέξει κανείς το “άνοιγμα” και το “κλείσιμο” αυτών των δαπανών εύκολα θα διακρίνει τη σχέση του με τον προσανατολισμό της χώρας, με το “άνοιγμά” της ή το “κλείσιμό” της, το διεθνισμό στις εξωτερικές σχέσεις της ή τον απομονωτισμό.
Αν επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στην πόλεμο και την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, θα διαπιστώσουμε, ότι η σχέση “διεθνισμού” ή “απομονωτισμού” στον προσανατολισμό της χώρας καταγράφεται στον αμυντικό της προϋπολογισμό ως αύξηση ή μείωση των δαπανών αντιστοίχως. Το 1915 ο προϋπολογισμός αυτός ανέρχεται σε 0,344 δις δολάρια, το 1916 σε 0,373, το 1917 σε 0,618, το 1918 σε 6,149, το 1919 σε 11.011, το 1920 σε 2,358, το 1921 σε 1,768, το 1922 σε 0,935, το 1923 σε 0,730. Αυτοί οι αριθμοί μεταφραζόμενοι σε ποσοστά του ΑΕΠ αντιστοιχούσαν ποσοστιαία σε: 1915 αντιστοιχεί στο 0,86%, το 1916 σε 0,70%, το 1917 σε 1,2%, το 1918 σε 8,05%, το 1919 σε 13,11%, το 1920 σε 2,58%, το 1921 σε 2,54%, το 1922 σε 1,26%, το 1923 σε 0,86%. [Βλ. Menzel, οπ. πρ. σ. 883] Η παρατηρούμενη απότομη πτώση στις συγκεκριμένες δαπάνες θεωρείται πώς αντιστοιχεί στην επιλογή μιας πολιτικής απομονωτισμού από την πλευρά των ΗΠΑ. [Βλ. Menzel, οπ. πρ. σ. 885]
Μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η de facto νέα ηγεμονική δύναμη στον πλανήτη, αλλά επιλέγει… τον ‘απομονωτισμό” ως στοιχείο των σχέσεών της με τον υπόλοιπο κόσμο. Οι λόγοι της επιλογής διεθνοπολιτικών πρακτικών “απομονωτισμού” και όχι “διεθνισμού” οφείλεται στην ενδοπολιτική κατάσταση του ΗΠΑμερικανικού πολιτικού συστήματος. Έχουμε και εδώ μια από εκείνες τις περιπτώσεις όπου οι ιστορικοί έρχονται αντιμέτωποι με μια κοινότοπη αλήθεια: οι ιστορικές εξελίξεις δεν ακολουθούν πάντοτε ευθύγραμμη πορεία. Στα μεμονωμένα γεγονότα, τα οποία ψηφιδώνουν τη μεγάλη εικόνα, αυτής της περίπλοκης κατάστασης είναι η δυσαρέσκεια των Αμερικανών ιρλανδικής και γερμανικής καταγωγής για την πολιτική του προέδρου Wilson, το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία, η πρόθεση για την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών, οι 14 θέσεις του αμερικανού προέδρου για την νέα τάξη στον αναδυόμενο μεταπολεμικό κόσμο κ.α.
Όσον αφορά τα ζητήματα που αντιμετώπιζε εκείνη την περίοδο ο ελληνισμός, η ΗΠΑμερικανική εξωτερική πολιτική ήταν καθοριστική για μια σειρά από ζητήματα. Δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε τα επί μέρους γεγονότα στην Μικρά Ασία εάν δεν κατανοήσουμε τις προτεραιότητες, τις αλλαγές και τις αντιθέσεις της αμερικανικής πολιτικής εκείνη την περίοδο. Το αίτημα, για παράδειγμα, για δημιουργία ανεξάρτητου ποντιακού κράτους ευρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τα 14 σημεία του προέδρου Wilson (8.1.1918).
Η παγκόσμια τάξη του Wilson συμπληρώνεται, την ίδια περίοδο, από την εντελώς διαφορετική αντίληψη για την παγκόσμια τάξη, την οποία προωθούσαν οι μπολσεβίκοι και ο Λένιν (είχε ξεσπάσει στο μεταξύ η Οκτωβριανή επανάσταση). Οι Αμερικανοί προσπάθησαν να κρατήσουν τους μπολσεβίκους στον πόλεμο κατά της Γερμανίας, αλλά ο Λένιν προτίμησε την ειρήνη μαζί τους (Brest–Litowsk, 3.3. 1918), ελπίζοντας στην ταχύτερη εδραίωση της επανάστασης. Ο μόνος από τους μπολσεβίκους, ο οποίος εξέφρασε ενδοιασμούς για τη συνθήκη με τη Γερμανία, ήταν ο Λέο Τρότσκι. Και αυτό διότι φοβόταν μια παρέμβαση των ΗΠΑ στον ρωσικό εμφύλιο στο πλευρό των “Λευκών”. Μετά τη συνθήκη του Brest-Litowsk ο πρόεδρος Wilson θα είχε όλη την ευχέρεια να μην αφήσει το πεδίο στη Σιβηρία ελεύθερο στους Ιάπωνες.
Οι ΗΠΑ, στο μεταίχμιο του 19ου προς τον 20ο αιώνα, δεν ήταν απλώς μια οικονομική δύναμη παγκόσμιας εμβέλειας, αλλά ήταν και μια κλασικού τύπου ιμπεριαλιστική δύναμη. Στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο η ατζέντα της αμερικανικής πολιτικής δημοσιότητας καθοριζόταν από τη συζήτηση, η οποία αφορούσε διάφορες εκδοχές του “διεθνισμού” και του “απομονωτισμού”. Και οι επιπτώσεις στο διεθνές στερέωμα θα καθοριζόταν από την κατεύθυνση που θα επέλεγε η συγκεκριμένη χώρα τη δεδομένη στιγμή.
Στις εκλογές αυτές ηττήθηκε η πολιτική του απερχόμενου προέδρου Wilson, ο οποίος δεν είχε θέσει εκ νέου υποψηφιότητα ως συνέπεια του αρνητικού κλίματος έναντι της “διεθνιστικής” πολιτικής του (“ιδεαλιστικού” τύπου;), και επικράτησαν οι Ρεπουμπλικανοί σε μια αναμέτρηση δευτεροκλασάτων πολιτικών και από τα δύο κόμματα. Οι Ρεπουμπλικάνοι κάλεσαν τον κόσμο να υποστηρίξει την επιστροφή στην normalcy (αυτή η γλωσσική εκδοχή της έννοιας normality– κανονικότητα σχολιάστηκε στην εποχή της από τους αντιπάλους του υποψηφίου και μετέπειτα προέδρου Warren G. Harding) και επέμεναν στο γνωστό και στις μέρες μας σύνθημα, “America First -πρώτα η Αμερική”. Η εκλογική νίκη των Ρεπουμπλικανών σήμανε την αναβολή της ανάληψης των ηνίων του κόσμου για την περίοδο μετά το τέλος του β΄ παγκοσμίου πολέμου.
Από το 1917 ήταν πλέον εμφανές ότι με την παγκόσμια οικονομική κυριαρχία των ΗΠΑ είχε γίνει το πρώτο βήμα στην κατεύθυνση μετατροπής αυτής της χώρας σε παγκόσμιο ηγεμόνα στη θέση της Μεγάλης Βρετανίας. Αλλά η ανάληψη αυτού του ρόλου αναβλήθηκε για το … 1945!
Στις άμεσες συνέπειες αυτής της απόσυρσης των ΗΠΑμερικανών ήταν η επικράτηση της επανάστασης των μπολσεβίκων στη Ρωσία. Αλλά και η κήρυξη μποϊκοτάζ από τις ΗΠΑ προς το νέο σοβιετικό κράτος συνέβαλλε στην αντίληψη περί οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα στο πλαίσιο του μπολσεβικικού κόμματος, σε αντίθεση με την παλαιότερη προσπάθεια εξαγωγής της επανάστασης στη Δύση (Γερμανία). Η μετέπειτα σύγκρουση “Ανατολής-Δύσης”, ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης, “θα είχε πιθανώς τελειώσει στις αρχές της δεκαετίας του 1920”. Αν οι Αμερικανοί δεν απέσυραν τα στρατεύματά τους από την Σιβηρία και δεν σφράγιζαν έτσι την ήττα των “Λευκών” στην ενδορωσική διαμάχη κατά τη διάρκεια του ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου.. [Βλ. Menzel, σ. 899]. Κάτι τέτοιο θα ανέτρεπε και τα δεδομένα στην Μικρά Ασία… Ίσως θα πρέπει να ξαναγράψουμε και την ελληνική ιστορία της περιόδου υπό το πρίσμα των επιπτώσεων, που προκάλεσε στην περιοχή ο αμερικανικός απομονωτισμός…
Δεν θα σκιαγραφήσουμε την σύνθετη διεθνή κατάσταση της εποχής – εμπλέκεται ενεργά και η χώρα μας, π.χ. με την εκστρατεία στην Ουκρανία -, ούτε τις ενδοαμερικανικές αντιθέσεις στην πρόσληψη της νέας κατάστασης κατά τη διάρκεια των συζητήσεων και διαπραγματεύσεων για την υπογραφή συνθήκης. Η πολιτική του Wilson είχε ηττηθεί ήδη πριν την εκλογική νίκη των Ρεπουμπλικανών. Το Κογκρέσο απέρριψε την πρόταση για την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών, ο αμερικανικός στρατός είχε αποσυρθεί από την Σιβηρία από τις αρχές του 1920. Οι εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 έφεραν και τυπικά στο προσκήνιο τις δυνάμεις του “απομονωτισμού”. Η στροφή στον “απομονωτισμό” καταγράφεται στις αμυντικές δαπάνες της χώρας. Ο αμερικανικός στρατός μειώθηκε αμέσως στο ένα τρίτο της δύναμης που διέθετε το 1919.
Η άνοδος των Ρεπουμπλικάνων και η στροφή στον “απομονωτισμό” είχε μεγαλύτερες συνέπειες στην έκβαση της ελληνικής περιπέτειας στην Μικρά Ασία, από ό,τι η αντίστοιχη πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα μετά την ήττα του Κόμματος των Φιλελευθέρων, του Ελευθερίου Βενιζέλου. Δυστυχώς αυτή η αλλαγή στις διεθνοπολιτικές προτεραιότητες των ΗΠΑ δεν έτυχε της ανάλογης προσοχής από την ελληνική ιστοριογραφία. Αυτό οφείλεται στον ιδιότυπο επαρχιωτισμό της ελληνικής ιστοριογραφίας, την έλλειψη καταλλήλως εκπαιδευμένων επιστημόνων, την απουσία ερευνητικών κέντρων και last but not least την απουσία κάθε είδους “αμερικανολογικών” σπουδών στην χώρα μας.
Αλλά ποτέ δεν είναι αργά…
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής”