Νίκος Δαμιανάκης/ Μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου της Σοσιαλιστικής Προοπτικής
{Αρχικά, θα πρέπει να καταστεί σαφές πως, αν δεν επιτευχθεί η κοινωνική αλλαγή, δηλαδή χωρίς ανατροπή του καπιταλιστικού-οικονομίστικου προτάγματος, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει «αποτελεσματική αντιμετώπιση των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων» καθώς και η προαγωγή της αυτοβοήθειας. Xωρίς το «οικονομίστικο» και κερδοσκοπικό αφήγημα, ο καπιταλισμός είναι καταδικασμένος σε κατάρρευση και ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός αποτελεί τη μόνη λύση. Η ανατροπή, επομένως, είναι μονόδρομος.}
Η ευαλωτότητα απέναντι στην εξάρτηση από τα ναρκωτικά συσχετίζεται και με ατομικούς παράγοντες. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να ενισχυθούν από δομικές κοινωνικές συνθήκες όπως, η ανεργία και η καθοδική μεταβολή κοινωνικής θέσης, που πλαισιώνουν την κατάχρηση και την εξάρτηση, επειδή ευνοούν τη μετάβαση από τη μη εξάρτηση στην εξαρτημένη χρήση ναρκωτικών ή στη χρήση με μεγαλύτερους κινδύνους. Η σχέση ανάμεσα στη χρήση ναρκωτικών και στις κοινωνικές μεταβολές, όπως η ανεργία και οι συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού, που ακολουθούν αυτήν, ενισχύουν τη διαδικασία αύξησης του αισθήματος της χαμηλής αυτοεκτίμησης, «την απώλεια της εμπιστοσύνης στις προσωπικές ικανότητες» και μια μοιρολατρική στάση απέναντι στο μέλλον, με αποτέλεσμα να αμβλύνεται ο αυτο-έλεγχος και οι άνθρωποι να είναι επιρρεπείς σε σχέση με τα ναρκωτικά.
Στην Ελλάδα ισχύει, ό,τι και σε κάθε δυτική χώρα. Όπως κάθε δυτική κοινωνία ρυθμίζεται και λειτουργεί κατά τις επιταγές της ελεύθερης αγοράς, η οποία παράγει μαζικά την κοινωνική απορρύθμιση. Eτσι η απορρύθμιση δεν είναι απλά μια παθολογική κατάσταση, που εμφανίζεται σε λίγους ανθρώπους, αλλά πολύ περισσότερο εμφανίζεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να παίρνει διαστάσεις μίας γενικότερης κατάστασης στις συγκεκριμένες κοινωνίες. Αυτό συμβαίνει, καθότι η ελεύθερη αγορά προωθεί το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης και του Ιμπεριαλισμού, και τα ναρκωτικά παγκοσμιοποιούνται, όπως το Internet.
Πιο απλά: η παγκοσμιοποιημένη πλέον ελεύθερη αγορά ευνοεί την εξάπλωση του εμπορίου των ναρκωτικών με την βοήθεια δύο διαχρονικά πάγιων στρατηγικών διεξόδου από τις συστημικές κρίσεις που αντιμετωπίζει, αφενός των ιμπεριαλιστικών κινήσεων και αφετέρου την τεχνολογία.
Όσον αφορά το άτομο, κατά μόνας, οδηγείται σε απορρύθμιση και από προσωπικές συνθήκες, που διαμορφώνονται από την αλληλεπίδρασή του με την κοινωνία. Επιπλέον, η κατάρρευση του μοντέλου της παραδοσιακής κοινωνίας, στο βωμό του καπιταλιστικού κέρδους και της εκμετάλευσης, δημιουργεί παγκόσμια απορρύθμιση, έως ότου να εμφανιστεί μια νέα κοινωνική οργάνωση. Η παγκοσμιοποίηση του συστήματος της ελεύθερης αγοράς, προκαλεί την πρωτοφανή εξάπλωση, βάθος και διάρκεια της απορρύθμισης.
Όσον αφορά στο ζήτημα της εξάρτησης, αυτό υπερβαίνει το άτομο και οι ρίζες του βρίσκονται στη ευρύτερη μορφή των κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών, που επικρατούν στην εκάστοτε κοινωνία και μάλιστα, μπορεί να ειπωθεί πως, η εξάρτηση είναι μια μέθοδος για την προσαρμογή του ατόμου στις κυρίαρχες κοινωνικές συνθήκες. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, πως οι εξαρτήσεις δεν είναι ισχυρές, επειδή καλλιεργούν κάποιου είδους βιολογική ή χημική συνείδηση, η οποία καλείται να εξαπατήσει τους ανθρώπους, ώστε ν’ αναπτύξουν το αίσθημα της προσωπικής σημαντικότητας. Η άποψη αυτή, κάθε άλλο παρά ισχύουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί. Οι εξαρτήσεις είναι ισχυρές ακριβώς για το συγκεκριμένο λόγο. Προσφέρουν, τουλάχιστον για ένα διάστημα, έναν αποτελεσματικό τρόπο για να δώσει το άτομο νόημα στη ζωή του απέναντι και μέσα σε κοινωνίες και κοινωνικές ανακατατάξεις, στις οποίες η αναζήτηση προσωπικού νοήματος έχει υποβαθμιστεί σε μεγάλο βαθμό, οδηγώντας το άτομο σε αποκλεισμό.
Ο εθισμός και η εξάρτηση αποτελούν πλέον μέσα αντιμετώπισης της καταράκωσης και της αποδόμησης της ανθρώπινης προσωπικότητας, που βιώνει το άτομο στη σύγχρονη κοινωνική ζωή. Επιπλέον η απορρύθμιση, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, που πραγματοποιείται στη σύγχρονη κοινωνία, είναι βασικός όρος για την εξάρτηση σε πολλούς ανθρώπους, καθώς αποτελεί (η εξάρτηση) μια εν δυνάμει ενίσχυση και ισχυροποίηση της ατομικής προσωπικότητας στη σημερινή κοινωνία. Η εξάρτηση, και κατ’ επέκταση η χρήση, δίνει την αίσθηση, ότι καταπολεμά την κοινωνική απομόνωση και βελτιώνει την αίσθηση της κοινωνικότητας, κάτι που σίγουρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως κρίση νοήματος. Για τους χρήστες οι κοινωνικοί θεσμοί της οικογένειας, της εργασίας, της θρησκείας και της εκπαίδευσης δεν παρέχουν υποστήριξη και Οι εξαρτησιογόνες ουσίες είναι απαραίτητες για να ενισχύσουν την ατομική και κοινωνική ταυτότητα του ατόμου καθώς και το αίσθημα ικανοποίησης.
Στην Ελλάδα, λόγω των κοινωνικών αλλαγών, που επιφέρει το Καπιταλιστικό Σύστημα, το άτομο στρέφεται στην εξατομίκευση και στη μοναξιά, απρόθυμο να ενταχθεί και να συμμετάσχει ενεργά σε οποιασδήποτε μορφή συλλογικότητας, θεωρώντας ότι ο καθένας ξεχωριστά, ως άτομο, μπορεί να την υποκαταστήσει και να καταφέρει να επιβιώσει μέσα στο κλίμα του γενικότερου ανταγωνισμού. Αυτές οι ατομικές και εξατομικευμένες στάσεις και συμπεριφορές, που οδηγούν τον κοινωνικό ιστό σε πλήρη καταβαράθρωση, διαμορφώνονται μέσα σε όρους βαθειάς κρίσης, οικονομικής, κοινωνικής, αξιακής, πολιτισμικής. Μιας κρίσης που αναπτύσσεται σε όλα τα επίπεδα, στα πλαίσια του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και της «νεοφιλελεύθερης» πολιτικής, που υπαγορεύεται άμεσα από τις ανάγκες και την ιδεολογία του καπιταλισμού.
Ο εξαντλητικός περιορισμός του κράτους πρόνοιας, η μαζική ανεργία μέσα από τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, οι «ελαστικές» μορφές εργασιακών σχέσεων, η εμπορευματοποίηση της υγείας, το τρομακτικό άνοιγμα της ψαλίδας, ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, και η υπέρ-εντατικοποίηση της εργασίας, με ταυτόχρονη μείωση των αποδοχών, αποτελούν τις ορατές συνέπειες αυτής της πολιτικής, στη ζωή των ανθρώπων. Ταυτόχρονα, το κράτος με την χρηματοδότηση των διαφόρων ελίτ, οργανώνει τους μηχανισμούς του για να ελέγχει τη ζωή των ατόμων, διαμορφώνοντας ένα πλέγμα εξουσιών, όπου οι πολίτες καλούνται να διαμορφώσουν τη στάση ζωής τους, με βάση το δόγμα και τις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού. Θα πρέπει λοιπόν να είναι «ατομικοί επιχειρηματίες» στην επιχείρηση της ζωής τους. Η «ελευθερία διαχείρισης» της ζωής τους γίνεται το εργαλείο της κυριαρχίας της κρατικής εξουσίας πάνω τους.
Η εξάρτηση χαρακτηρίζεται από ένα νέο περιεχόμενο, όπου οι επιμέρους όροι αλλάζουν. Οι επιστήμονες (που ακολουθούν την κυρίαρχη θεραπευτική αντίληψη της αγοράς) αντικειμενοποιούν τους χρήστες και θεωρούν την αποκατάσταση αυτοσκοπό. Για την αποκατάσταση βασικός όρος-μέσο είναι ο βαθμός διαχείρισης της εξάρτησης και όχι η καταπολέμηση της ίδιας και των αιτιών, που έστρεψαν το χρήστη στις ουσίες. Αυτό οδηγεί και τον επαγγελματία και τον χρήστη σε πλήρη αποξένωση και αλλοτρίωση. Η λογική της διαχείρισης και της συναλλαγής καλλιεργείται σε μεγάλο εύρος στη λειτουργία και τη φιλοσοφία των υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την εμφάνιση του ανταγωνισμού μεταξύ των παρόχων των υπηρεσιών υγείας και διαχείρισης των επιμέρους εξουσιών. Αποτέλεσμα αυτής της ανταγωνιστικής λογικής είναι η επιδίωξη των επιστημόνων στην ανάπτυξη μιας δεύτερης εξάρτησης του χρήστη. Αυτή τη φορά, απέναντι στον ίδιο τον επιστήμονα. Αντίθετα σ’ αυτή τη λογική, αναπτύσσεται μια αντίληψη από επιστήμονες της ψυχικής και σωματικής υγείας, που συγκρούεται με την κυρίαρχη αφήγηση και καλλιεργεί την οπτική της συνεργασίας και των αξιών της αμοιβαιότητας και της στήριξης, μεταξύ των παρόχων, αλλά και μεταξύ χρήστη-επιστήμονα, που δίνει μια διαφορετική οπτική αντιμετώπισης των εξαρτήσεων.
Οι ρίζες του προβλήματος θα πρέπει ν’ αναζητηθούν στις κοινωνικές δομές, στην ποιότητα των διαπροσωπικών σχέσεων, στην ποιότητα ζωής και γενικά στο ισχύον οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης. Το συγκεκριμένο κοινωνικό μοντέλο εσκεμμένα μετατρέπει τον άνθρωπο σε παθητικό δέκτη, παραμερίζοντας τις ψυχολογικές του ανάγκες και συνδέοντας την ανθρώπινη ύπαρξη, όχι με την ελευθερία και τις πνευματικές αξίες, αλλά με το χρήμα και την εξουσία. Εξαιτίας της ακραίας ψυχο-πιεστικής συνθήκης, που προκαλεί το σύστημα, αυξάνεται η ατομική δυσλειτουργία.
Ο κοινωνικός ιστός αποσυντίθεται, στερώντας τον άνθρωπο από αμυντικούς μηχανισμούς για την αντιμετώπιση των αδιεξόδων του. Καταστρέφονται όλες οι άμυνες και αυξάνεται η ευαλωτότητα του ατόμου σε ψυχικές παθήσεις και τάσεις για χρήση «καταπραϋντικών» ουσιών. Αυτό συμβαίνει, γιατί η απουσία νοήματος στη ζωή ευθύνεται για τη δημιουργία του αλλοτριωμένου και αποξενωμένου ανθρώπου, που πάσχει από σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και είναι επιρρεπής προς οποιαδήποτε σοβαρή εξάρτηση, φαρμακευτική ή μη. Η ζωή του ατόμου φαίνεται πως μπορεί να λειτουργήσει, μέσω επινοημένων αναλώσιμων ψευδονοημάτων του καπιταλισμού και του, τρόπω τινά, πολιτισμού που καλλιεργεί, ενώ αντίθετα, οι δείκτες ψυχοκοινωνικών προβλημάτων αυξάνονται. Η παθητικοποίηση και η αλλοτρίωση του ανθρώπου, ως κεντρική επιλογή του κεφαλαιοκρατισμού, διαμορφώνει όρους συσσώρευσης εξουσίας και οικονομικών πόρων σε πολιτικά και οικονομικά κέντρα διαχείρισης, καθώς το άτομο, όντας αλλοτριωμένο, αδυνατεί ν’ αναλάβει τις τύχες των πολιτικών και οικονομικών πραγμάτων.
Στην σημερινή υφιστάμενη κοινωνικοοικονομική κρίση, που βιώνει η καπιταλιστική κοινωνία, πραγματοποιείται, παράλληλα, μια ατέρμονη ροπή στη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών και εξάρτηση από αυτές. Λαμβάνοντας υπό όψη και την επικράτηση του ατομικισμού και του βιολογισμού στο κυρίαρχο επιστημονικό αφήγημα, ως αιτία των εξαρτήσεων, ένα αφήγημα, το οποίο αναπαράγεται πλέον κι από το πολυάριθμα κοινωνικά σύνολα, γίνεται αντιληπτός ο λόγος, γιατί οι χρόνιοι χρήστες παρουσιάζουν ροπή προς βίαιες πρακτικές. Η έκρηξη της βίας είναι αντίστοιχη του κοινωνικού αποκλεισμού, που υφίστανται οι συγκεκριμένοι άνθρωποι.
Η αλόγιστη χρήση, ή καλύτερα η κατάχρηση των εξαρτησιογόνων ουσιών συγκαταλέγονται στις συμπεριφορές εκείνες, οι οποίες προκαλούν στην κοινωνική συνοχή, ένα τεταμένο ρήγμα, μια βαθειά δομική κρίση. Η κρίση καθίσταται φανερή σε όλα τα επίπεδα, ειδικά σήμερα, εξ αιτίας της «χρηματιστηριακής παγκοσμιοποίησης και της «νεοφιλελεύθερης» πολιτικής, που αποτελούν γνήσιους εκφραστές των επιταγών του καπιταλισμού. Μια από αυτές τις συνέπειες αποτελούν και οι εξαρτήσεις. Όσο βαθαίνει η κρίση και αυξάνεται ο αριθμός των ατόμων, που ωθούνται στην εξάρτηση και στην κοινωνική περιθωριοποίηση, τόσο πιο αυταρχικό και καταπιεστικό γίνεται το κράτος και οι μηχανισμοί του απέναντι, σε κάθε είδους αποκλεισμένων και σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Ταυτόχρονα, δεν θα πάψει να καλλιεργείται στον πληθυσμό, με τη βοήθεια των ΜΜΕ, ένα κλίμα ανασφάλειας και φόβου απέναντι στον κίνδυνο που δυνητικά αντιπροσωπεύει αυτός ο κόσμος.
Για το λόγο αυτό, η δράση των «θεραπευτών» οφείλει να έχει ως βάση της, τη δημιουργία σχέσεων με τους ανθρώπους, που έρχονται σ’ αυτό και όχι απλές διαδικασίες κατάρτισης και απόκτησης πληροφοριών και γνώσεων, και με ταυτόχρονη απόκτηση συγκεκριμένων δεξιοτήτων, καθώς και την ευαισθητοποίηση των ατόμων σε μια συνολική διαδικασία επαναδιαπαιδαγώγησης, μια πορεία νοηματοδότησης της ανθρώπινης ύπαρξης με αξίες και αρχές, που να καλύπτουν τις πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες, μια διαφορετική στάση ζωής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θ’ ανοίξει ο δρόμος επικοινωνίας με την υπόλοιπη κοινωνία, ο οποίος θα δομείται στην αλληλεγγύη, στην τόνωση της συλλογικότητας, στη ρήξη με ατομοκεντρικές λογικές και πρακτικές, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται μια σειρά από μικρές δράσεις στην τοπική κοινότητα, σε συνεργασία με άλλους πολίτες ή φορείς, με στόχο τη δημιουργική παρέμβαση και την εμπλοκή όλων των ενεργών πολιτών.
Η δημιουργία ενός εναλλακτικού παραδείγματος(παράδειγμα που πρεσβεύει το Π.Π.Α, www.selfhelp.gr) , που θα παρέχει βοήθεια, σε σχέση κινείται αντίθετα στο κυρίαρχο παράδειγμα, όπου υπάρχουν ο ενεργός ειδικός και ο πάσχοντας σε ρόλο παθητικού αποδέκτη υπηρεσιών. Η αλλαγή του επιστημονικού παραδείγματος αντιμετώπισης και βοήθειας του χρήστη, που αποτελεί ένα από τα βασικά ζητούμενα των κριτικών προσεγγίσεων των επιστημών υγείας και των κοινωνικών επιστημών σε διεθνές επίπεδο, οφείλει να αποτελεί ένα βασικό στόχο, μέσα σε μια κοινωνία επιστημονική και πολιτική, που θα αρνηθεί να θέσει τα κέρδη πάνω από τον άνθρωπο, που αντιστέκεται ακόμα στη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και την απόλυτη κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς.
Θα πρέπει να καταπολεμηθεί το φαινόμενο της επαγγελματοποίησης των επιστημόνων της ψυχικής υγείας. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί κίνδυνο για το μέλλον της θεραπείας και της αποκατάστασης των χρηστών, καθώς δημιουργείται σύγχυση μεταξύ του υιοθετούμενου επαγγελματικού ρόλου και της πυρηνικής λειτουργίας των ομάδων, μέσα στις οποίες δραστηριοποιούνται οι χρήστες, ώστε να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της εξάρτησης.
Είναι αναγκαία, λοιπόν, εκείνα τα Προγράμματα και εκείνες οι πρακτικές, που στοχεύουν σε μια συνειδητότητα, που θα πολεμήσει εκείνη την «καθημερινή συνείδηση, η οποία εκφράζει μια γενική κομφορμιστική στάση των ανθρώπων προς την κυρίαρχη πραγματικότητα και δεν ξεπερνά την αντίληψη του κόσμου, ως δεδομένου και αυτονόητου. Ως εκ τούτου δε θα υπονομεύει θεμελιωδώς τους αγώνες για την κοινωνική χειραφέτηση.
Σε μια συνείδηση, που θα ικανοποιεί την θέληση και την αναζήτηση του ατόμου για μια κοινωνική αλληλεπίδραση. Μια αλληλεπίδραση, όμως, ωφέλιμη, που θα τον οδηγεί στην δημιουργική εργασία προς όφελος της κοινωνίας. Που θα υπερβαίνει τα όρια της ατομικότητας και της ατομικής ευδαιμονίας.
Τέτοιου είδους προγράμματα, τα οποία στοχεύουν στην αλλαγή του τρόπου ζωής και των σχέσεων αλληλεπίδρασης του (πρώην) χρήστη με την κοινωνία, σε συνάρτηση και όχι αποκλειστικά με την ίδια, την εξάρτηση, οφείλει το (όποιο) «Κοινωνικό» Κράτος να τα ενισχύσει και όχι να τα κλείσει…
(Παρατίθεται, επίσης, η επιστολή των 25 εργαζομένων των ΠΠΑ Θεσσαλονίκης, Λάρισας, Χανίων και Σητείας. Πηγή : Αγώνας Κρήτης)
Ανοιχτή επιστολή των 25 εργαζομένων στα Προγράμματα Προαγωγής Αυτοβοήθειας Χανίων, Θεσσαλονίκης, Λαρίσης και Σητείας προς τον Υπουργό Υγείας
Με Ψυχραιμία αλλά και Αποφασιστικότητα η Αντιμετώπιση των Προκλήσεων της Άγκυρας
14 Μαρτίου 2018Η επικαιρότητα της συζήτησης για τη σχέση “κέντρου” “περιφέρειας”
26 Μαρτίου 2018Νίκος Δαμιανάκης/ Μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου της Σοσιαλιστικής Προοπτικής
{Αρχικά, θα πρέπει να καταστεί σαφές πως, αν δεν επιτευχθεί η κοινωνική αλλαγή, δηλαδή χωρίς ανατροπή του καπιταλιστικού-οικονομίστικου προτάγματος, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει «αποτελεσματική αντιμετώπιση των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων» καθώς και η προαγωγή της αυτοβοήθειας. Xωρίς το «οικονομίστικο» και κερδοσκοπικό αφήγημα, ο καπιταλισμός είναι καταδικασμένος σε κατάρρευση και ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός αποτελεί τη μόνη λύση. Η ανατροπή, επομένως, είναι μονόδρομος.}
Η ευαλωτότητα απέναντι στην εξάρτηση από τα ναρκωτικά συσχετίζεται και με ατομικούς παράγοντες. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να ενισχυθούν από δομικές κοινωνικές συνθήκες όπως, η ανεργία και η καθοδική μεταβολή κοινωνικής θέσης, που πλαισιώνουν την κατάχρηση και την εξάρτηση, επειδή ευνοούν τη μετάβαση από τη μη εξάρτηση στην εξαρτημένη χρήση ναρκωτικών ή στη χρήση με μεγαλύτερους κινδύνους. Η σχέση ανάμεσα στη χρήση ναρκωτικών και στις κοινωνικές μεταβολές, όπως η ανεργία και οι συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού, που ακολουθούν αυτήν, ενισχύουν τη διαδικασία αύξησης του αισθήματος της χαμηλής αυτοεκτίμησης, «την απώλεια της εμπιστοσύνης στις προσωπικές ικανότητες» και μια μοιρολατρική στάση απέναντι στο μέλλον, με αποτέλεσμα να αμβλύνεται ο αυτο-έλεγχος και οι άνθρωποι να είναι επιρρεπείς σε σχέση με τα ναρκωτικά.
Στην Ελλάδα ισχύει, ό,τι και σε κάθε δυτική χώρα. Όπως κάθε δυτική κοινωνία ρυθμίζεται και λειτουργεί κατά τις επιταγές της ελεύθερης αγοράς, η οποία παράγει μαζικά την κοινωνική απορρύθμιση. Eτσι η απορρύθμιση δεν είναι απλά μια παθολογική κατάσταση, που εμφανίζεται σε λίγους ανθρώπους, αλλά πολύ περισσότερο εμφανίζεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να παίρνει διαστάσεις μίας γενικότερης κατάστασης στις συγκεκριμένες κοινωνίες. Αυτό συμβαίνει, καθότι η ελεύθερη αγορά προωθεί το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης και του Ιμπεριαλισμού, και τα ναρκωτικά παγκοσμιοποιούνται, όπως το Internet.
Πιο απλά: η παγκοσμιοποιημένη πλέον ελεύθερη αγορά ευνοεί την εξάπλωση του εμπορίου των ναρκωτικών με την βοήθεια δύο διαχρονικά πάγιων στρατηγικών διεξόδου από τις συστημικές κρίσεις που αντιμετωπίζει, αφενός των ιμπεριαλιστικών κινήσεων και αφετέρου την τεχνολογία.
Όσον αφορά το άτομο, κατά μόνας, οδηγείται σε απορρύθμιση και από προσωπικές συνθήκες, που διαμορφώνονται από την αλληλεπίδρασή του με την κοινωνία. Επιπλέον, η κατάρρευση του μοντέλου της παραδοσιακής κοινωνίας, στο βωμό του καπιταλιστικού κέρδους και της εκμετάλευσης, δημιουργεί παγκόσμια απορρύθμιση, έως ότου να εμφανιστεί μια νέα κοινωνική οργάνωση. Η παγκοσμιοποίηση του συστήματος της ελεύθερης αγοράς, προκαλεί την πρωτοφανή εξάπλωση, βάθος και διάρκεια της απορρύθμισης.
Όσον αφορά στο ζήτημα της εξάρτησης, αυτό υπερβαίνει το άτομο και οι ρίζες του βρίσκονται στη ευρύτερη μορφή των κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών, που επικρατούν στην εκάστοτε κοινωνία και μάλιστα, μπορεί να ειπωθεί πως, η εξάρτηση είναι μια μέθοδος για την προσαρμογή του ατόμου στις κυρίαρχες κοινωνικές συνθήκες. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, πως οι εξαρτήσεις δεν είναι ισχυρές, επειδή καλλιεργούν κάποιου είδους βιολογική ή χημική συνείδηση, η οποία καλείται να εξαπατήσει τους ανθρώπους, ώστε ν’ αναπτύξουν το αίσθημα της προσωπικής σημαντικότητας. Η άποψη αυτή, κάθε άλλο παρά ισχύουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί. Οι εξαρτήσεις είναι ισχυρές ακριβώς για το συγκεκριμένο λόγο. Προσφέρουν, τουλάχιστον για ένα διάστημα, έναν αποτελεσματικό τρόπο για να δώσει το άτομο νόημα στη ζωή του απέναντι και μέσα σε κοινωνίες και κοινωνικές ανακατατάξεις, στις οποίες η αναζήτηση προσωπικού νοήματος έχει υποβαθμιστεί σε μεγάλο βαθμό, οδηγώντας το άτομο σε αποκλεισμό.
Ο εθισμός και η εξάρτηση αποτελούν πλέον μέσα αντιμετώπισης της καταράκωσης και της αποδόμησης της ανθρώπινης προσωπικότητας, που βιώνει το άτομο στη σύγχρονη κοινωνική ζωή. Επιπλέον η απορρύθμιση, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, που πραγματοποιείται στη σύγχρονη κοινωνία, είναι βασικός όρος για την εξάρτηση σε πολλούς ανθρώπους, καθώς αποτελεί (η εξάρτηση) μια εν δυνάμει ενίσχυση και ισχυροποίηση της ατομικής προσωπικότητας στη σημερινή κοινωνία. Η εξάρτηση, και κατ’ επέκταση η χρήση, δίνει την αίσθηση, ότι καταπολεμά την κοινωνική απομόνωση και βελτιώνει την αίσθηση της κοινωνικότητας, κάτι που σίγουρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως κρίση νοήματος. Για τους χρήστες οι κοινωνικοί θεσμοί της οικογένειας, της εργασίας, της θρησκείας και της εκπαίδευσης δεν παρέχουν υποστήριξη και Οι εξαρτησιογόνες ουσίες είναι απαραίτητες για να ενισχύσουν την ατομική και κοινωνική ταυτότητα του ατόμου καθώς και το αίσθημα ικανοποίησης.
Στην Ελλάδα, λόγω των κοινωνικών αλλαγών, που επιφέρει το Καπιταλιστικό Σύστημα, το άτομο στρέφεται στην εξατομίκευση και στη μοναξιά, απρόθυμο να ενταχθεί και να συμμετάσχει ενεργά σε οποιασδήποτε μορφή συλλογικότητας, θεωρώντας ότι ο καθένας ξεχωριστά, ως άτομο, μπορεί να την υποκαταστήσει και να καταφέρει να επιβιώσει μέσα στο κλίμα του γενικότερου ανταγωνισμού. Αυτές οι ατομικές και εξατομικευμένες στάσεις και συμπεριφορές, που οδηγούν τον κοινωνικό ιστό σε πλήρη καταβαράθρωση, διαμορφώνονται μέσα σε όρους βαθειάς κρίσης, οικονομικής, κοινωνικής, αξιακής, πολιτισμικής. Μιας κρίσης που αναπτύσσεται σε όλα τα επίπεδα, στα πλαίσια του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και της «νεοφιλελεύθερης» πολιτικής, που υπαγορεύεται άμεσα από τις ανάγκες και την ιδεολογία του καπιταλισμού.
Ο εξαντλητικός περιορισμός του κράτους πρόνοιας, η μαζική ανεργία μέσα από τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, οι «ελαστικές» μορφές εργασιακών σχέσεων, η εμπορευματοποίηση της υγείας, το τρομακτικό άνοιγμα της ψαλίδας, ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, και η υπέρ-εντατικοποίηση της εργασίας, με ταυτόχρονη μείωση των αποδοχών, αποτελούν τις ορατές συνέπειες αυτής της πολιτικής, στη ζωή των ανθρώπων. Ταυτόχρονα, το κράτος με την χρηματοδότηση των διαφόρων ελίτ, οργανώνει τους μηχανισμούς του για να ελέγχει τη ζωή των ατόμων, διαμορφώνοντας ένα πλέγμα εξουσιών, όπου οι πολίτες καλούνται να διαμορφώσουν τη στάση ζωής τους, με βάση το δόγμα και τις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού. Θα πρέπει λοιπόν να είναι «ατομικοί επιχειρηματίες» στην επιχείρηση της ζωής τους. Η «ελευθερία διαχείρισης» της ζωής τους γίνεται το εργαλείο της κυριαρχίας της κρατικής εξουσίας πάνω τους.
Η εξάρτηση χαρακτηρίζεται από ένα νέο περιεχόμενο, όπου οι επιμέρους όροι αλλάζουν. Οι επιστήμονες (που ακολουθούν την κυρίαρχη θεραπευτική αντίληψη της αγοράς) αντικειμενοποιούν τους χρήστες και θεωρούν την αποκατάσταση αυτοσκοπό. Για την αποκατάσταση βασικός όρος-μέσο είναι ο βαθμός διαχείρισης της εξάρτησης και όχι η καταπολέμηση της ίδιας και των αιτιών, που έστρεψαν το χρήστη στις ουσίες. Αυτό οδηγεί και τον επαγγελματία και τον χρήστη σε πλήρη αποξένωση και αλλοτρίωση. Η λογική της διαχείρισης και της συναλλαγής καλλιεργείται σε μεγάλο εύρος στη λειτουργία και τη φιλοσοφία των υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την εμφάνιση του ανταγωνισμού μεταξύ των παρόχων των υπηρεσιών υγείας και διαχείρισης των επιμέρους εξουσιών. Αποτέλεσμα αυτής της ανταγωνιστικής λογικής είναι η επιδίωξη των επιστημόνων στην ανάπτυξη μιας δεύτερης εξάρτησης του χρήστη. Αυτή τη φορά, απέναντι στον ίδιο τον επιστήμονα. Αντίθετα σ’ αυτή τη λογική, αναπτύσσεται μια αντίληψη από επιστήμονες της ψυχικής και σωματικής υγείας, που συγκρούεται με την κυρίαρχη αφήγηση και καλλιεργεί την οπτική της συνεργασίας και των αξιών της αμοιβαιότητας και της στήριξης, μεταξύ των παρόχων, αλλά και μεταξύ χρήστη-επιστήμονα, που δίνει μια διαφορετική οπτική αντιμετώπισης των εξαρτήσεων.
Οι ρίζες του προβλήματος θα πρέπει ν’ αναζητηθούν στις κοινωνικές δομές, στην ποιότητα των διαπροσωπικών σχέσεων, στην ποιότητα ζωής και γενικά στο ισχύον οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης. Το συγκεκριμένο κοινωνικό μοντέλο εσκεμμένα μετατρέπει τον άνθρωπο σε παθητικό δέκτη, παραμερίζοντας τις ψυχολογικές του ανάγκες και συνδέοντας την ανθρώπινη ύπαρξη, όχι με την ελευθερία και τις πνευματικές αξίες, αλλά με το χρήμα και την εξουσία. Εξαιτίας της ακραίας ψυχο-πιεστικής συνθήκης, που προκαλεί το σύστημα, αυξάνεται η ατομική δυσλειτουργία.
Ο κοινωνικός ιστός αποσυντίθεται, στερώντας τον άνθρωπο από αμυντικούς μηχανισμούς για την αντιμετώπιση των αδιεξόδων του. Καταστρέφονται όλες οι άμυνες και αυξάνεται η ευαλωτότητα του ατόμου σε ψυχικές παθήσεις και τάσεις για χρήση «καταπραϋντικών» ουσιών. Αυτό συμβαίνει, γιατί η απουσία νοήματος στη ζωή ευθύνεται για τη δημιουργία του αλλοτριωμένου και αποξενωμένου ανθρώπου, που πάσχει από σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και είναι επιρρεπής προς οποιαδήποτε σοβαρή εξάρτηση, φαρμακευτική ή μη. Η ζωή του ατόμου φαίνεται πως μπορεί να λειτουργήσει, μέσω επινοημένων αναλώσιμων ψευδονοημάτων του καπιταλισμού και του, τρόπω τινά, πολιτισμού που καλλιεργεί, ενώ αντίθετα, οι δείκτες ψυχοκοινωνικών προβλημάτων αυξάνονται. Η παθητικοποίηση και η αλλοτρίωση του ανθρώπου, ως κεντρική επιλογή του κεφαλαιοκρατισμού, διαμορφώνει όρους συσσώρευσης εξουσίας και οικονομικών πόρων σε πολιτικά και οικονομικά κέντρα διαχείρισης, καθώς το άτομο, όντας αλλοτριωμένο, αδυνατεί ν’ αναλάβει τις τύχες των πολιτικών και οικονομικών πραγμάτων.
Στην σημερινή υφιστάμενη κοινωνικοοικονομική κρίση, που βιώνει η καπιταλιστική κοινωνία, πραγματοποιείται, παράλληλα, μια ατέρμονη ροπή στη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών και εξάρτηση από αυτές. Λαμβάνοντας υπό όψη και την επικράτηση του ατομικισμού και του βιολογισμού στο κυρίαρχο επιστημονικό αφήγημα, ως αιτία των εξαρτήσεων, ένα αφήγημα, το οποίο αναπαράγεται πλέον κι από το πολυάριθμα κοινωνικά σύνολα, γίνεται αντιληπτός ο λόγος, γιατί οι χρόνιοι χρήστες παρουσιάζουν ροπή προς βίαιες πρακτικές. Η έκρηξη της βίας είναι αντίστοιχη του κοινωνικού αποκλεισμού, που υφίστανται οι συγκεκριμένοι άνθρωποι.
Η αλόγιστη χρήση, ή καλύτερα η κατάχρηση των εξαρτησιογόνων ουσιών συγκαταλέγονται στις συμπεριφορές εκείνες, οι οποίες προκαλούν στην κοινωνική συνοχή, ένα τεταμένο ρήγμα, μια βαθειά δομική κρίση. Η κρίση καθίσταται φανερή σε όλα τα επίπεδα, ειδικά σήμερα, εξ αιτίας της «χρηματιστηριακής παγκοσμιοποίησης και της «νεοφιλελεύθερης» πολιτικής, που αποτελούν γνήσιους εκφραστές των επιταγών του καπιταλισμού. Μια από αυτές τις συνέπειες αποτελούν και οι εξαρτήσεις. Όσο βαθαίνει η κρίση και αυξάνεται ο αριθμός των ατόμων, που ωθούνται στην εξάρτηση και στην κοινωνική περιθωριοποίηση, τόσο πιο αυταρχικό και καταπιεστικό γίνεται το κράτος και οι μηχανισμοί του απέναντι, σε κάθε είδους αποκλεισμένων και σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Ταυτόχρονα, δεν θα πάψει να καλλιεργείται στον πληθυσμό, με τη βοήθεια των ΜΜΕ, ένα κλίμα ανασφάλειας και φόβου απέναντι στον κίνδυνο που δυνητικά αντιπροσωπεύει αυτός ο κόσμος.
Για το λόγο αυτό, η δράση των «θεραπευτών» οφείλει να έχει ως βάση της, τη δημιουργία σχέσεων με τους ανθρώπους, που έρχονται σ’ αυτό και όχι απλές διαδικασίες κατάρτισης και απόκτησης πληροφοριών και γνώσεων, και με ταυτόχρονη απόκτηση συγκεκριμένων δεξιοτήτων, καθώς και την ευαισθητοποίηση των ατόμων σε μια συνολική διαδικασία επαναδιαπαιδαγώγησης, μια πορεία νοηματοδότησης της ανθρώπινης ύπαρξης με αξίες και αρχές, που να καλύπτουν τις πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες, μια διαφορετική στάση ζωής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θ’ ανοίξει ο δρόμος επικοινωνίας με την υπόλοιπη κοινωνία, ο οποίος θα δομείται στην αλληλεγγύη, στην τόνωση της συλλογικότητας, στη ρήξη με ατομοκεντρικές λογικές και πρακτικές, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται μια σειρά από μικρές δράσεις στην τοπική κοινότητα, σε συνεργασία με άλλους πολίτες ή φορείς, με στόχο τη δημιουργική παρέμβαση και την εμπλοκή όλων των ενεργών πολιτών.
Η δημιουργία ενός εναλλακτικού παραδείγματος(παράδειγμα που πρεσβεύει το Π.Π.Α, www.selfhelp.gr) , που θα παρέχει βοήθεια, σε σχέση κινείται αντίθετα στο κυρίαρχο παράδειγμα, όπου υπάρχουν ο ενεργός ειδικός και ο πάσχοντας σε ρόλο παθητικού αποδέκτη υπηρεσιών. Η αλλαγή του επιστημονικού παραδείγματος αντιμετώπισης και βοήθειας του χρήστη, που αποτελεί ένα από τα βασικά ζητούμενα των κριτικών προσεγγίσεων των επιστημών υγείας και των κοινωνικών επιστημών σε διεθνές επίπεδο, οφείλει να αποτελεί ένα βασικό στόχο, μέσα σε μια κοινωνία επιστημονική και πολιτική, που θα αρνηθεί να θέσει τα κέρδη πάνω από τον άνθρωπο, που αντιστέκεται ακόμα στη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και την απόλυτη κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς.
Θα πρέπει να καταπολεμηθεί το φαινόμενο της επαγγελματοποίησης των επιστημόνων της ψυχικής υγείας. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί κίνδυνο για το μέλλον της θεραπείας και της αποκατάστασης των χρηστών, καθώς δημιουργείται σύγχυση μεταξύ του υιοθετούμενου επαγγελματικού ρόλου και της πυρηνικής λειτουργίας των ομάδων, μέσα στις οποίες δραστηριοποιούνται οι χρήστες, ώστε να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της εξάρτησης.
Είναι αναγκαία, λοιπόν, εκείνα τα Προγράμματα και εκείνες οι πρακτικές, που στοχεύουν σε μια συνειδητότητα, που θα πολεμήσει εκείνη την «καθημερινή συνείδηση, η οποία εκφράζει μια γενική κομφορμιστική στάση των ανθρώπων προς την κυρίαρχη πραγματικότητα και δεν ξεπερνά την αντίληψη του κόσμου, ως δεδομένου και αυτονόητου. Ως εκ τούτου δε θα υπονομεύει θεμελιωδώς τους αγώνες για την κοινωνική χειραφέτηση.
Σε μια συνείδηση, που θα ικανοποιεί την θέληση και την αναζήτηση του ατόμου για μια κοινωνική αλληλεπίδραση. Μια αλληλεπίδραση, όμως, ωφέλιμη, που θα τον οδηγεί στην δημιουργική εργασία προς όφελος της κοινωνίας. Που θα υπερβαίνει τα όρια της ατομικότητας και της ατομικής ευδαιμονίας.
Τέτοιου είδους προγράμματα, τα οποία στοχεύουν στην αλλαγή του τρόπου ζωής και των σχέσεων αλληλεπίδρασης του (πρώην) χρήστη με την κοινωνία, σε συνάρτηση και όχι αποκλειστικά με την ίδια, την εξάρτηση, οφείλει το (όποιο) «Κοινωνικό» Κράτος να τα ενισχύσει και όχι να τα κλείσει…
(Παρατίθεται, επίσης, η επιστολή των 25 εργαζομένων των ΠΠΑ Θεσσαλονίκης, Λάρισας, Χανίων και Σητείας. Πηγή : Αγώνας Κρήτης)
Σοσιαλιστική Προοπτική
Σχετικά άρθρα
Η ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ
Διαβάστε...
Η COCA COLA ΠΡΟΩΘΕΙ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΣΤΟ ΠΑΣΟΚ;
Διαβάστε...
ΠΟΣΟΥΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥΣ ΑΝΤΕΧΕΙ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑ;
Διαβάστε...