Κανένας Έλληνας και πολύ περισσότερο οι εργαζόμενοι, οι μικρομεσαίοι, η νεολαία και όλες εκείνες οι κοινωνικές ομάδες που επλήγησαν περισσότερο από τις σκληρές αντιδημοκρατικές και απάνθρωπες μνημονιακές πολιτικές, δεν αγάπησαν τη Δεξιά και δεν νοστάλγησαν τα στελέχη της ώστε να σπεύσουν να τους επαναφέρουν στην εξουσία. Η νίκη επομένως της ΝΔ στις εκλογές του Ιουλίου του 2019 είναι προϊόν, κατά κύριο λόγο, της απογοήτευσης και της αγανάκτησης που ένιωσε ο λαός από τη μνημονιακή στροφή της Κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ , ο οποίος μέχρι τότε εμφανίζονταν σαν η μόνη αντιμνημονιακή δύναμη του πολιτικού συστήματος. Στη μεταστροφή του κλίματος, και στη δημιουργία μικρού μεν αλλά καθοριστικού εκλογικού ρεύματος υπέρ της ΝΔ συνέβαλαν επίσης, η ανερμάτιστη και χυδαία αντιπολιτευτική τακτική που άσκησε η Δεξιά όλα τα προηγούμενα χρόνια και η μεγάλη βοήθεια που της προσέφεραν και εξακολουθούν να τις προσφέρουν τα ΜΜΕ τα οποία βρίσκονται κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο μιας δράκας ολιγαρχών.
Από τις πρώτες κιόλας ημέρες της εκλογής της η Κυβέρνηση Μητσοτάκη έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο και τον τρόπο με τον οποίο ήθελε να κυβερνήσει τη χώρα. Επικαλούμενος ο Πρωθυπουργός την ανάγκη δημιουργίας ισχυρού και αποτελεσματικού κράτους προχώρησε, με τη βοήθεια των κατ’ ευφημισμόν αρίστων, στη δημιουργία ενός υδροκέφαλου οργανισμού που ακούει στο όνομα «Επιτελικό Κράτος» και αποτελεί μια νέα μέθοδο για να κυβέρνησεις χωρίς υπουργούς από τους οποίους έχει αφαιρεθεί το σύνολο η μέρος των αρμοδιοτήτων τους.
Προφανώς ο κ Μητσοτάκης και οι στενοί συνεργάτες του πίστεψαν ότι ο τρόπος αυτός διακυβέρνησης σε συνδυασμό με τη χρησιμοποίηση της επικοινωνιακής πολιτικής θα ήταν δυνατόν να τους εξασφαλίσει μια ανέφελη χωρίς προβλήματα τετραετία. Οι εξελίξεις δεν δικαίωσαν τις προσδοκίες τους, με αποτέλεσμα η Κυβέρνηση να βρεθεί στο κενό με τα πρώτα πραγματικά προβλήματα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει. Η χρησιμοποίηση κατά κόρο της επικοινωνίας όχι μόνο δεν βοήθησε αλλά σε πολλές περιπτώσεις έκανε τα πράγματα χειρότερα και δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο την αντιμετώπισή τους.
Η αρρωστημένη και επικίνδυνη ακροδεξιά αντίληψη ότι το κράτος τους ανήκει δημιουργεί βαθειά ρήγματα στην κοινωνική συνοχή γεγονός που επιτείνει την υποβόσκουσα οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση. Σε μια περίοδο μάλιστα όπου οι πιέσεις, από Αμερικανούς και Ευρωπαίους για υποχωρήσεις στο Αιγαίο εντείνονται και η Τουρκία κυριολεκτικά αλωνίζει στην υφαλοκρηπίδα των νησιών μας, αποτελεί έγκλημα καθοσιώσεως η εμμονή σε αντιλήψεις που διχάζουν το λαό και δυναμιτίζουν τις προσπάθειες για μια παλλαϊκή αντιμετώπιση των κινδύνων που απειλούν τη χώρα.
Δυστυχώς το σύνολο των στελεχών της Δεξιάς Παράταξης και οι ολιγάρχες που ουσιαστικά καθορίζουν την πολιτική της Κυβερνήσεως, έχουν αποφασίσει να γυρίσουν το ρολόι της ιστορίας πολλά χρόνια πίσω, όταν πουλούσαν «εθνικοφροσύνη» και «Πατριωτισμό» με το αζημίωτο, ενώ ξεκοκάλιζαν τα δάνεια και τα οικονομικά προγράμματα στήριξης της καθημαγμένης Ελληνικής Οικονομίας, βυθίζοντας το λαό στη φτώχεια και την απόγνωση. Σήμερα οι επίγονοι όλων αυτών αφού οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία και τα μνημόνια ετοιμάζονται να ξεκοκαλίσουν τα δάνεια και τις ενισχύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης, σύμφωνα με τις οδηγίες της επιτροπής του νεοφιλελεύθερου γκουρού κ Πισσαρίδη. Ενώ προετοιμάζουν και το έδαφος για επώδυνους συμβιβασμούς στα εθνικά μας θέματα.
Η Μεγαλοαστική Τάξη στη χώρα δεν απέκτησε ποτέ πατριωτικά χαρακτηριστικά και αυτό είναι μία από τις δυστυχίες του νεότερου Ελληνικού Κράτους. Τον πατριωτισμό τον θυμούνται όταν θέλουν να χειραγωγήσουν τα πλήθη και να οδηγήσουν τα πράγματα στην κατεύθυνση ικανοποίησης των στενών οικονομικών τους συμφερόντων. Μπροστά σε αυτά δεν υπάρχει Πατρίδα, Λαός, Εθνική Αξιοπρέπεια. Το παράδειγμα των εφοπλιστών είναι χαρακτηριστικό. Αντί να σώσουν όλοι μαζί τα Ελληνικά Ναυπηγία μετατρέποντάς τα σε σύγχρονες και ανταγωνιστικές μονάδες, ενισχύουν τις ναυπηγικές μονάδες της Τουρκίας. Με τους Τούρκους να εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους δηλώνοντας « είμαστε τυχεροί που μεγάλοι Έλληνες εφοπλιστές μας εμπιστεύονται».