«Δηλητήριο» για Κίνα και Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν το «φάρμακο» που ανακοίνωσε ο αμερικανός πρόεδρος στους αγρότες, ή καλύτερα την αγροτοδιατροφική βιομηχανία, των ΗΠΑ, εν είδει ανακούφισης για τις συνέπειες των απαντητικών δασμών που επέβαλλαν Κίνα και Βρυξέλλες.
ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ
Με αυτό τον τρόπο ο Τραμπ θωρακίζει την εκλογική του βάση, εν όψει των ενδιάμεσων εκλογών του Νοεμβρίου κι ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο να στραφούν εναντίον του οι δικοί του ψηφοφόροι μόλις συνειδητοποιήσουν ότι η βόμβα του Τραμπ που στόχευε να περάσει Ατλαντικό και Ειρηνικό, έσκασε τελικά στα δικά τους πόδια.
Η όχι και τόσο απρόσμενη απόφαση του οικονομικού μεγιστάνα να ενισχύσει με 12 δισ. δολ. συγκεκριμένους κλάδους του πρωτογενούς τομέα ήταν αρχικά ένα ακόμη καρφί στο φέρετρο του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού», όπως τον γνωρίσαμε να εφαρμόζεται πειραματικά στη Χιλή το 1973 και μαζικά σε ΗΠΑ και Μ. Βρετανία στις αρχές της δεκαετίας του ’80, κι όχι προφανώς από την κατεύθυνση που μάχονταν το κίνημα κατά του νεοφιλελευθερισμού. Η υπέρβασή του συντελείται από τα δεξιά, με άλλα λόγια…
Το πρώτο, υπερμεγέθες καρφί τοποθετήθηκε με την αμφισβήτηση του ελεύθερου εμπορίου. Ένα δόγμα που στην προμετωπίδα του είχε τα δήθεν αμοιβαία οφέλη για όσες οικονομίες ανοίγονταν στον ελεύθερο εμπόριο ελέω πτώσης των τιμών που θα έφερνε υποτίθεται η εντεινόμενη εξειδίκευση και ο συνακόλουθος καταμερισμός (ενώ στην πραγματικότητα έκανε τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους) έγινε κομμάτια και θρύψαλα. Και συνεχίζει φυσικά να ακυρώνεται. Μια πρώτη ανάσχεση της ορμής του Τραμπ να αλλάξει προς όφελος των ΗΠΑ τους όρους του διεθνούς εμπορίου, ανακοινώθηκε στις 25 Ιουλίου με αφορμή την επίσκεψη του Γιουνκέρ στον Λευκό Οίκο, όπου απλώς η ΕΕ σήκωσε λευκή σημαία και δήλωσε ότι παραιτείται του κλιμακούμενου εμπορικού πολέμου. Καθόλου τυχαία δεν ήταν η επιλογή του αμερικανού προέδρου να ανακοινώσει τα μέτρα στήριξης στη γεωργία μια μέρα πριν την άφιξη του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις ΗΠΑ.
Το σημαντικότερο ωστόσο δεν είναι τα συμπεράσματα που αφορούν τις ραγδαίες ιδεολογικές μετατοπίσεις που είναι σε εξέλιξη τα 2 τελευταία χρόνια. Το σημαντικότερο είναι οι άμεσες και απτές οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις της «απλοχεριάς» του Τραμπ. Η μείωση των εταιρικών φόρων στο 21% από το 35% έχει οδηγήσει τα φορολογικά έσοδα από τις εταιρείες να πέσουν σε χαμηλά επίπεδα ρεκόρ. Το πρώτο εξάμηνο του 2018 σύμφωνα με στοιχεία του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών οι εταιρικοί φόροι μειώθηκαν κατά ένα τρίτο σε σχέση με την ίδια περσινή περίοδο. Ως ποσοστό δε επί του ΑΕΠ οι εταιρικοί φόροι μειώθηκαν στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 75 ετών!
Το σκεπτικό του Λευκού Οίκου δεν διεκδικούσε δάφνες πρωτοτυπίας: η μείωση των φόρων θα προκαλούσε νέες επενδύσεις, που θα έφερναν ταχύτερη οικονομική μεγέθυνση κι αυτή με τη σειρά της περισσότερους φόρους, σε σύγκριση τις απώλειες που σήμανε η μείωση των συντελεστών. Είναι ένα γνωστό ιδεολογικό τρικάκι, που αγγίζει τα όρια της ιδεολογικής απάτης, όταν έναντι μακροχρόνιων ωφελημάτων (τα οποία είναι εξ ορισμού μη μετρήσιμα) μια Βουλή ή ένας λαός καλείται να υποστεί αρνητικές αλλαγές εδώ και τώρα. Το είδαμε πολύ πρόσφατα στην Ελλάδα με το επιχείρημα ότι όσο πιο πολύ μειωθεί ο μισθός τόσο περισσότερες επενδύσεις θα έρθουν… Οι μισθοί μειώθηκαν σε επίπεδο ρεκόρ κι οι επενδύσεις ακόμη αναμένονται… Στις ΗΠΑ, ωστόσο με βάση ανάλυση των New York Times στις 25 Ιουλίου 2018, ο Λευκός Οίκος αναγνώρισε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα αυξάνεται πολύ ταχύτερα απ’ όσο είχε αρχικά προβλεφθεί. Το γραφείο Προϋπολογισμού έτσι αναθεώρησε τις προβολές του, υπολογίζοντας για την επόμενη δεκαετία αύξηση του δημόσιου χρέους κατά 1 τρισ. δολ.! Ή, αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος κατά 100 δισ. δολ. ετησίως!
Αξίζει να τονιστεί ότι αυτή η ζοφερή εικόνα έχει στην άλλη όψη της μια ανθηρή ιδιωτική οικονομία. Όπως φαίνεται και στο συνημμένο Διάγραμμα 1, τα επιχειρηματικά κέρδη καταγράφουν αλλεπάλληλα ρεκόρ ως ποσοστό του ΑΕΠ, τα τελευταία χρόνια. Εύκολα βέβαια συνάγεται ότι ο Τραμπ, που προεκλογικά υποσχόταν να στριμώξει τις μεγάλες επιχειρήσεις, ναρκοθετεί τα δημόσια οικονομικά για να σώσει την ιδιωτική οικονομία! Ο προϋπολογισμός των ΗΠΑ μετατρέπεται σε ελλειμματικό για να ξεχειλίζουν από κέρδη οι ισολογισμοί των ιδιωτικών εταιρειών.
Οι επιπτώσεις αυτής της πολιτικής ξεκινούν από το εσωτερικό των ΗΠΑ καθώς αργά ή γρήγορα οι φορολογούμενοι θα βρεθούν αντιμέτωποι με την κατάρρευση των δημοτικών σχολείων και θα πρέπει να τα χρηματοδοτήσουν από την τσέπη τους, ή με νέες μειώσεις στα κονδύλια της δημόσιας υγείας, που ούτως ή άλλως είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Και τότε θα πρέπει να επιλέξουν τις πανάκριβες κι αναξιόπιστες ιδιωτικές δομές υγείας των ασφαλιστικών εταιρειών.
Οι επιπτώσεις ωστόσο θα γίνουν αισθητές και εκτός ΗΠΑ, με εξ ίσου οδυνηρό τρόπο. Με το δημοσιονομικό έλλειμμα να φτάνει το 2019 το 5% του ΑΕΠ, τα αμερικανικά επιτόκια και η συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου θα αυξηθούν απότομα, στον αντίποδα της χαλαρής νομισματικής πολιτικής που εξακολουθεί να εφαρμόζεται στην ευρωζώνη, την Ιαπωνία και άλλες μεγάλες οικονομίες, όπου τα επιτόκια κινούνται γύρω από το μηδέν. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής του Τραμπ θα είναι να αυξηθεί υπέρμετρα η αποτίμηση του δημόσιου χρέους σε όρους εθνικού νομίσματος όπως και το κόστος εξυπηρέτησης του σε όλες τις γωνιές του πλανήτη. Η Αργεντινή (όπως έδειξε η προσφυγή της στο ΔΝΤ, με το δανεισμό – μαμούθ ύψους 50 δισ. δολ.) λειτούργησε σαν το καναρίνι στις στοές των ορυχείων που προειδοποιεί για τους θανάσιμους κινδύνους που τάχιστα έρχονται. Η κατακρήμνιση δε του ΑΕΠ της κατά 5,8% τον Μάιο (σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο) δεν προέρχεται μόνο από τη ξηρασία που πλήττει τη χώρα αλλά και από την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων μέτρων που υπέδειξε το ΔΝΤ, ως όρο για την υπογραφή της συμφωνίας χρηματοδότησης, και μεταξύ πολλών άλλων περιελάμβανε ακόμη και την απόλυση 73.000 δημοσίων υπαλλήλων. Ένα μέτρο που τροφοδότησε και θα συνεχίσει να τροφοδοτεί ένα υφεσιακό σπιράλ μείωσης της ιδιωτικής κατανάλωσης, αύξησης της ανεργίας, κ.λπ. Το ΔΝΤ δεν άλλαξε επομένως, όπως υπόσχονταν στους Αργεντίνους…
Η άνοδος των επιτοκίων θα λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, δεδομένου ότι όλη την προηγούμενη δεκαετία οι ιδιωτικές εταιρείες δανείζονταν ανεξέλεγκτα, με αποτέλεσμα η έκθεση των ιδιωτικών επιχειρήσεων στις τράπεζες να φτάνει πλέον σε δυσθεώρητα επίπεδα. Ρεπορτάζ του Bloomberg στις 11 Ιουλίου 2018, ανέβαζε τη φρενίτιδα του δανεισμού την προηγούμενη δεκαετία στα 11 τρισ. δολ. (όταν το ΑΕΠ φτάνει τα 18,6 τρισ. δολ.) και προεξοφλούσε ότι για πολλές εταιρείες η αύξηση των επιτοκίων θα αποδειχθεί καταστροφική. Ένα άλλο μέτρο της εκτόξευσης του δανεισμού, σε όρους μηνιαίων ροών, όπως απεικονίζεται στο Διάγραμμα 2, ανεβάζει τα δάνεια στον ιδιωτικό τομέα των ΗΠΑ σε 2,21 τρισ. δολ. τον Ιούνιο του 2018 (οπότε και καταγράφτηκε ιστορικό ρεκόρ δανεισμού), από 2,16 τρισ. μόλις έναν μήνα πριν, τον Μάιο του 2018!
Είναι εμφανές ότι δεν μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές αυτή η αύξηση, που ούτως ή άλλως ήταν ασταθής και υψηλού κινδύνου, από την εποχή ακόμη του Ομπάμα. Η επιθετική πολιτική του Τραμπ όμως, με τη μορφή των αποζημιώσεων στους χαμένους του εμπορικού πολέμου και των φοροαπαλλαγών στον ιδιωτικό τομέα, όπως και με τη μορφή της δημιουργίας ελλειμμάτων που ανεβάζουν το κόστος δανεισμού εντός κι εκτός των ΗΠΑ, οδηγεί αυτές τις αντιθέσεις στα άκρα.
Πηγή: https://leonidasvatikiotis.wordpress.com