Προφανώς θέλω να πω ότι η γλώσσα δεν είναι μια σειρά από σύμβολα, ηχητικά ή γραμμένα, που έχουμε κατά σύμβαση αποφασίσει και δεχτεί τι θα σημαίνουν ώστε να διευκολύνεται η επικοινωνία μεταξύ μας. Να λέμε τραπέζι και, κατά συμφωνία, να εννοούμε ένα αντικείμενο με πόδια, που πάνω του τρώμε, γράφουμε, παίζουμε χαρτιά κλπ.
Μπορεί, βέβαια, να είναι και μια σύμβαση. Αλλά ένας ήχος με πορεία αιώνων δεν είναι πια σύμβαση, έχει γίνει ιστορία, έχει αποκτήσει αίσθημα και επίδραση.
Οι λέξεις, λοιπόν, έχουν ιστορία και προέλευση, αλλά κυρίως έχουν ζωή, τωρινή και διαρκή. Έχουν ύφος, συναίσθημα, βάρος.
Αν για μια της λέξη πέφτεις στη φωτιά, με μια άλλη λέξη αλλάζει ο κόσμος. Είτε από έρωτα είτε από επανάσταση η λέξη πυρακτώνει. Δεν είναι γράμματα στο χαρτί, είναι το σύμπαν. Είναι ο τρόπος που αισθάνεσαι, που σκέφτεσαι, που ενεργείς, που δίνεις και που δίνεσαι.
Είναι το μισό μερίδιο της πράξης.
Βρίσκουμε πολλούς στα μέρη μας (και στην Αριστερά) που νομίζουν πως αλλάζοντας τις λέξεις, ή αν τις κακομεταχειρίζεσαι, αν τις στρεβλώνεις ή τις κάνεις βολικές για να σε εξυπηρετούν, δεν έχει σημασία. Γι’ αυτό συμπεριφέρονται αναλόγως. Φυσικά, όχι μόνο στη γλώσσα.
Αλλά υπάρχουν και πιο σώφρονες. Γι’ αυτό και νικάνε, προς ώρας.
Στα μέσα τη δεκαετίας του 1970, στην αρχή της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ συνέδριο που ασχολήθηκε με τα ζητήματα της γλώσσας και τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν, προκειμένου να αλλάξουν οι παραστάσεις, λεκτικές αλλά και ουσιαστικές, της κοινωνίας. Έτσι θα γινόταν πιο έτοιμη να υποδεχθεί τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, στην οικονομία, το κράτος και την κοινωνία.
Όταν λες εργαζόμενος και όχι εργάτης, κάτι άλλο λες, πολύ περισσότερο όταν μετατρέπεις τον εργαζόμενο σε απασχολούμενο, την εργασία σε απασχόληση, τον καπιταλισμό σε αγορές, την κοσμοθεωρία σε αφήγημα κοκ.
Με μια μικρή αλλαγή των λέξεων συντελείται μια πολύ μεγάλη μετατόπιση εικόνων και πεποιθήσεων. Το εργάτης, και το εργατική τάξη, παραπέμπει σε ταξική πάλη, σε διεκδικήσεις και δικαιώματα, σε πολιτιστική ενότητα, σε έναν πολιτικό προσανατολισμό, έστω και ατελώς διατυπωμένο και συνειδητοποιημένο. Ο απασχολούμενος διαχέεται σε ένα πλήθος χωρίς χαρακτήρα, υπόσταση και πρόσωπο.
Οι Αμερικανοί έχουν μια πλούσια εμπειρία στη χρήση των λέξεων ως μηχανισμό αλλοίωσης της συνείδησης.
Ο Ντάνιελ Μπελ, στο βιβλίο του Ο πολιτισμός της μεταβιομηχανικής Δύσης (εκδόσεις Νεφέλη), αναφερόμενος στη δεκαετία του 1920, οπότε και γίνεται η μεγάλη στροφή της αμερικάνικης κοινωνίας προς τη μαζική κατανάλωση (το γεγονός που εκτίναξε τον αμερικάνικο καπιταλισμό), κάνει μερικές πολύ ενδιαφέρουσες επισημάνσεις:
Η μαζική παραγωγή εξ αιτίας των τεχνολογικών αλλαγών, του εξηλεκτρισμού πρωτίστως, και με την εφαρμογή του φορντικού συστήματος έγινε δυνατότητα. Αλλά για να γίνει η δυνατότητα πραγματικότητα χρειάζεται μαζική κατανάλωση.
Για να το πετύχουν οι Αμερικανοί έκαναν δυό μεγάλες αλλαγές, μία σε πραγματικό και μια σε συμβολικό επίπεδο. Το συμβολικό προηγήθηκε. Οι πουριτανοί προτεστάντες Αμερικανοί θεωρούσαν αμαρτία το χρέος, είτε δανείζονταν και χρώσταγαν στην τράπεζα είτε χρώσταγαν σε δόσεις.
Η λύση βρέθηκε με την αλλαγή της λέξης. Το χρέος αντικαταστάθηκε από τη λέξη πίστωση, δίνοντας άλλο νόημα στις πράξεις και στη ζωή τους. Οπότε και οι τράπεζες εκτινάχθηκαν και οι πωλήσεις.
Η δεύτερη πράξη ήταν η ευρεία καθιέρωση των δόσεων. Με πίστωση πια κι όχι με χρέος ο πουριτανός Αμερικάνος μπορούσε να καταναλώνει ηλεκτρικά ψυγεία, πλυντήρια, σκούπες χωρίς ενοχές.
Γράφει ο Μπελ: «Η εξοικονόμηση –ή η αποχή– είναι ο πυρήνας της προτεσταντικής ηθικής. Με την ιδέα της φειδωλότητας και της λιτότητας που διατύπωσε ο Άνταμ Σμιθ, και την ιδέα της αποχής του πρεσβύτερου Νασάου, αποδεικνυόταν αδιάσειστα πως η εξοικονόμηση πολλαπλασίαζε τα μελλοντικά προϊόντα και ανταμειβόταν από τον τόκο. Το αποτέλεσμα (σ. των αλλαγών με την πίστωση και τις δόσεις) ήταν να αλλάξουν οι συνήθειες που είχαν σχέση με τις τραπεζικές συναλλαγές. Επί χρόνια, το βλοσυρό φάντασμα της μεσοαστικής ηθικότητας ασκούσε τέτοια επιρροή ώστε οι άνθρωποι φοβούνταν ν’ αποσύρουν από τις τράπεζες περισσότερα απ’ όσα κατέθεταν μήπως και δεν γίνει δεκτή η επιταγή τους».
Εν τω μεταξύ, κύλησε πολύ νερό στα ποτάμια και στις ζωές των ανθρώπων, πόλεμοι, επαναστάσεις, αντεπαναστάσεις, αλλά το πυρακτωμένο νόημα των λέξεων δεν έχασε
την αξία του. Σιγά–σιγά η γλώσσα πλουταίνει κατά τμήματα και φτωχαίνει ως ολότητα, βοηθώντας την απόσπαση σε έναν θρυμματισμένο κόσμο. Κάθε κατηγορία ιδιωτικοποιεί κατά κάποιον τρόπο τη γλώσσα της, την εξελίσσει στον μικρό κύκλο των μυημένων. Συνεργώντας στον περιορισμό της κατανόησης και της επικοινωνίας μεταξύ διαφορετικών, ας πούμε, ιδιωτικοτήτων.
Αν πάρετε μια προκήρυξη αριστερού επαναστατικού κόμματος ή κίνησης, διαβάζετε μια γλώσσα γεμάτη έννοιες πολυδουλεμένες στους κύκλους αλλά σχεδόν άγνωστες έξω από αυτούς, και κυρίως στους παραλήπτες της προκήρυξης. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες «μειονότητες», οι οποίες δημιουργούν κατά κάποιον τρόπο ιδιωτικές γλώσσες και σύμβολα.
Δεν ξέρω αν κάτι τέτοιο φτωχαίνει ή πλουτίζει εν τέλει τη γλώσσα, ξέρω μόνο πως συντελεί στην αυξανόμενη αδυναμία επικοινωνίας και ενότητας.
Η αδυναμία της γλώσσας να μεταδώσει έτσι μια κοινή εμπειρία κομματιάζει εν τέλει την εμπειρία και όσα την ακολουθούν, κοινότητα ενδιαφερόντων, κοινότητα αντίδρασης και αντίστασης, κοινότητα κουλτούρας. και για την περίπτωσή μας επίσης και αδυναμία κοινότητας πολιτικής (αν και δεν είναι η αδυναμία της γλώσσας που φταίει πρωτίστως, αλλά αδυναμία άλλου οργάνου του σώματος).
Κοντολογίς, η γλώσσα γίνεται αποτέλεσμα και με τη σειρά της αιτία στον κατακερματισμό του κόσμου μας.
Δεν λέω πως πρέπει ν’ αλλάξουμε τη σχέση μας με τη γλώσσα κι έτσι θ’ αλλάξουμε τον κόσμο, λέω απλώς πως αν επιμένουμε πως θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο καλά είναι να αλλάζουμε τη σχέση μας (και) με τη γλώσσα!..
(www.kommon.gr)
Το Πρωτοπόρο Έργο του Δημήτρη Μπάτση και ο Παρών Τόμος Μελετών
19 Οκτωβρίου 2018Τιμή στην σπουδάζουσα γενιά της κατοχικής περιόδου
22 Οκτωβρίου 2018του Θανάση Σκαμνάκη,
Προφανώς θέλω να πω ότι η γλώσσα δεν είναι μια σειρά από σύμβολα, ηχητικά ή γραμμένα, που έχουμε κατά σύμβαση αποφασίσει και δεχτεί τι θα σημαίνουν ώστε να διευκολύνεται η επικοινωνία μεταξύ μας. Να λέμε τραπέζι και, κατά συμφωνία, να εννοούμε ένα αντικείμενο με πόδια, που πάνω του τρώμε, γράφουμε, παίζουμε χαρτιά κλπ.
Μπορεί, βέβαια, να είναι και μια σύμβαση. Αλλά ένας ήχος με πορεία αιώνων δεν είναι πια σύμβαση, έχει γίνει ιστορία, έχει αποκτήσει αίσθημα και επίδραση.
Οι λέξεις, λοιπόν, έχουν ιστορία και προέλευση, αλλά κυρίως έχουν ζωή, τωρινή και διαρκή. Έχουν ύφος, συναίσθημα, βάρος.
Αν για μια της λέξη πέφτεις στη φωτιά, με μια άλλη λέξη αλλάζει ο κόσμος. Είτε από έρωτα είτε από επανάσταση η λέξη πυρακτώνει. Δεν είναι γράμματα στο χαρτί, είναι το σύμπαν. Είναι ο τρόπος που αισθάνεσαι, που σκέφτεσαι, που ενεργείς, που δίνεις και που δίνεσαι.
Είναι το μισό μερίδιο της πράξης.
Βρίσκουμε πολλούς στα μέρη μας (και στην Αριστερά) που νομίζουν πως αλλάζοντας τις λέξεις, ή αν τις κακομεταχειρίζεσαι, αν τις στρεβλώνεις ή τις κάνεις βολικές για να σε εξυπηρετούν, δεν έχει σημασία. Γι’ αυτό συμπεριφέρονται αναλόγως. Φυσικά, όχι μόνο στη γλώσσα.
Αλλά υπάρχουν και πιο σώφρονες. Γι’ αυτό και νικάνε, προς ώρας.
Στα μέσα τη δεκαετίας του 1970, στην αρχή της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ συνέδριο που ασχολήθηκε με τα ζητήματα της γλώσσας και τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν, προκειμένου να αλλάξουν οι παραστάσεις, λεκτικές αλλά και ουσιαστικές, της κοινωνίας. Έτσι θα γινόταν πιο έτοιμη να υποδεχθεί τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, στην οικονομία, το κράτος και την κοινωνία.
Όταν λες εργαζόμενος και όχι εργάτης, κάτι άλλο λες, πολύ περισσότερο όταν μετατρέπεις τον εργαζόμενο σε απασχολούμενο, την εργασία σε απασχόληση, τον καπιταλισμό σε αγορές, την κοσμοθεωρία σε αφήγημα κοκ.
Με μια μικρή αλλαγή των λέξεων συντελείται μια πολύ μεγάλη μετατόπιση εικόνων και πεποιθήσεων. Το εργάτης, και το εργατική τάξη, παραπέμπει σε ταξική πάλη, σε διεκδικήσεις και δικαιώματα, σε πολιτιστική ενότητα, σε έναν πολιτικό προσανατολισμό, έστω και ατελώς διατυπωμένο και συνειδητοποιημένο. Ο απασχολούμενος διαχέεται σε ένα πλήθος χωρίς χαρακτήρα, υπόσταση και πρόσωπο.
Οι Αμερικανοί έχουν μια πλούσια εμπειρία στη χρήση των λέξεων ως μηχανισμό αλλοίωσης της συνείδησης.
Ο Ντάνιελ Μπελ, στο βιβλίο του Ο πολιτισμός της μεταβιομηχανικής Δύσης (εκδόσεις Νεφέλη), αναφερόμενος στη δεκαετία του 1920, οπότε και γίνεται η μεγάλη στροφή της αμερικάνικης κοινωνίας προς τη μαζική κατανάλωση (το γεγονός που εκτίναξε τον αμερικάνικο καπιταλισμό), κάνει μερικές πολύ ενδιαφέρουσες επισημάνσεις:
Η μαζική παραγωγή εξ αιτίας των τεχνολογικών αλλαγών, του εξηλεκτρισμού πρωτίστως, και με την εφαρμογή του φορντικού συστήματος έγινε δυνατότητα. Αλλά για να γίνει η δυνατότητα πραγματικότητα χρειάζεται μαζική κατανάλωση.
Για να το πετύχουν οι Αμερικανοί έκαναν δυό μεγάλες αλλαγές, μία σε πραγματικό και μια σε συμβολικό επίπεδο. Το συμβολικό προηγήθηκε. Οι πουριτανοί προτεστάντες Αμερικανοί θεωρούσαν αμαρτία το χρέος, είτε δανείζονταν και χρώσταγαν στην τράπεζα είτε χρώσταγαν σε δόσεις.
Η λύση βρέθηκε με την αλλαγή της λέξης. Το χρέος αντικαταστάθηκε από τη λέξη πίστωση, δίνοντας άλλο νόημα στις πράξεις και στη ζωή τους. Οπότε και οι τράπεζες εκτινάχθηκαν και οι πωλήσεις.
Η δεύτερη πράξη ήταν η ευρεία καθιέρωση των δόσεων. Με πίστωση πια κι όχι με χρέος ο πουριτανός Αμερικάνος μπορούσε να καταναλώνει ηλεκτρικά ψυγεία, πλυντήρια, σκούπες χωρίς ενοχές.
Γράφει ο Μπελ: «Η εξοικονόμηση –ή η αποχή– είναι ο πυρήνας της προτεσταντικής ηθικής. Με την ιδέα της φειδωλότητας και της λιτότητας που διατύπωσε ο Άνταμ Σμιθ, και την ιδέα της αποχής του πρεσβύτερου Νασάου, αποδεικνυόταν αδιάσειστα πως η εξοικονόμηση πολλαπλασίαζε τα μελλοντικά προϊόντα και ανταμειβόταν από τον τόκο. Το αποτέλεσμα (σ. των αλλαγών με την πίστωση και τις δόσεις) ήταν να αλλάξουν οι συνήθειες που είχαν σχέση με τις τραπεζικές συναλλαγές. Επί χρόνια, το βλοσυρό φάντασμα της μεσοαστικής ηθικότητας ασκούσε τέτοια επιρροή ώστε οι άνθρωποι φοβούνταν ν’ αποσύρουν από τις τράπεζες περισσότερα απ’ όσα κατέθεταν μήπως και δεν γίνει δεκτή η επιταγή τους».
Εν τω μεταξύ, κύλησε πολύ νερό στα ποτάμια και στις ζωές των ανθρώπων, πόλεμοι, επαναστάσεις, αντεπαναστάσεις, αλλά το πυρακτωμένο νόημα των λέξεων δεν έχασε
την αξία του. Σιγά–σιγά η γλώσσα πλουταίνει κατά τμήματα και φτωχαίνει ως ολότητα, βοηθώντας την απόσπαση σε έναν θρυμματισμένο κόσμο. Κάθε κατηγορία ιδιωτικοποιεί κατά κάποιον τρόπο τη γλώσσα της, την εξελίσσει στον μικρό κύκλο των μυημένων. Συνεργώντας στον περιορισμό της κατανόησης και της επικοινωνίας μεταξύ διαφορετικών, ας πούμε, ιδιωτικοτήτων.
Αν πάρετε μια προκήρυξη αριστερού επαναστατικού κόμματος ή κίνησης, διαβάζετε μια γλώσσα γεμάτη έννοιες πολυδουλεμένες στους κύκλους αλλά σχεδόν άγνωστες έξω από αυτούς, και κυρίως στους παραλήπτες της προκήρυξης. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες «μειονότητες», οι οποίες δημιουργούν κατά κάποιον τρόπο ιδιωτικές γλώσσες και σύμβολα.
Δεν ξέρω αν κάτι τέτοιο φτωχαίνει ή πλουτίζει εν τέλει τη γλώσσα, ξέρω μόνο πως συντελεί στην αυξανόμενη αδυναμία επικοινωνίας και ενότητας.
Η αδυναμία της γλώσσας να μεταδώσει έτσι μια κοινή εμπειρία κομματιάζει εν τέλει την εμπειρία και όσα την ακολουθούν, κοινότητα ενδιαφερόντων, κοινότητα αντίδρασης και αντίστασης, κοινότητα κουλτούρας. και για την περίπτωσή μας επίσης και αδυναμία κοινότητας πολιτικής (αν και δεν είναι η αδυναμία της γλώσσας που φταίει πρωτίστως, αλλά αδυναμία άλλου οργάνου του σώματος).
Κοντολογίς, η γλώσσα γίνεται αποτέλεσμα και με τη σειρά της αιτία στον κατακερματισμό του κόσμου μας.
Δεν λέω πως πρέπει ν’ αλλάξουμε τη σχέση μας με τη γλώσσα κι έτσι θ’ αλλάξουμε τον κόσμο, λέω απλώς πως αν επιμένουμε πως θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο καλά είναι να αλλάζουμε τη σχέση μας (και) με τη γλώσσα!..
(www.kommon.gr)
Σοσιαλιστική Προοπτική
Σχετικά άρθρα
ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ “ΓΥΝΑΙΚΟΚΤΟΝΙΑ”
Διαβάστε...
Η ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΑΘΡΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ
Διαβάστε...
ΟΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΥΡΙΓΟΥ ΓΙΑ ΤΑ F-16 ΩΣ Η ΝΕΑ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΚΑΤΕΥΝΑΣΜΟΥ
Διαβάστε...