Οι εκλογές στην Τουρκία απείχαν σημαντικά από εκείνο το επίπεδο που θα επέτρεπε να χαρακτηρισθούν δίκαιες.
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ
Προς επίρρωση, τα σίδερα της φυλακής που περικλείουν σύσσωμη σχεδόν της ηγεσία του φιλο-κουρδικού κόμματος HDP, το κλίμα φόβου που έχουν προκαλέσει οι δεκάδες χιλιάδες συλλήψεις, απολύσεις και διώξεις πολιτικών αντιπάλων του Ερντογάν, η προνομιακή πρόσβαση του στα δημόσια και ιδιωτικά Μέσα ενημέρωσης κι ο παράλληλος αποκλεισμός των πολιτικών του αντιπάλων κι ορισμένες μικρο-νοθείες που συνέβησαν την ημέρα των διπλών εκλογών στη γειτονική χώρα, που πρέπει να ομολογήσουμε όμως ότι δεν ήταν καν πταίσματα σε σχέση με τα «επιτεύγματα» άλλων εκλογών. Όσο αδιαμφισβήτητα ωστόσο είναι όλα τα παραπάνω, άλλο τόσο αδιαμφισβήτητη είναι και η πολιτική κυριαρχία του Ερντογάν, όπως έδειξε η διπλή του νίκη στις κοινοβουλευτικές και προεδρικές εκλογές της Κυριακής 24 Ιουνίου που επιβεβαίωσαν την επιλογή του να προσφύγει σε πρόωρες κάλπες 18 μήνες πριν τις κανονικές εκλογές.
Πλέον, η πρωτοβουλία όλων των κινήσεων περνάει στον Ταγίπ Ερντογάν, που 16 χρόνια μετά την πρώτη του εκλογική νίκη στα ανώτερα πολιτικά αξιώματα της χώρας του βρίσκεται στον τελευταίο γύρο της πολιτικής του καριέρας. Η διάρκεια του ωστόσο παραμένει άγνωστη, καθώς μετά την τροποποίηση του συντάγματος το 2016, με ένα δημοψήφισμα όπου η νοθεία θριάμβευσε, μπορεί να παραμείνει στον προεδρικό θώκο μέχρι το 2032. Έχει το δικαίωμα δηλαδή να ζητήσει όχι μόνο δεύτερη, αλλά ακόμη και τρίτη θητεία αν προκηρύξει πρόωρες εκλογές. Οι εξουσίες δε που θα έχει στα χέρια του, χωρίς κανένα συνταγματικό αντίβαρο, δεν έχουν προηγούμενο: από το δικαίωμα να αλλάζει υπουργούς, μέχρι το δικαίωμα να κυβερνά με προεδρικά διατάγματα, παρακάμπτοντας τη Βουλή. Μάλιστα, το αίτημα, στελέχους του συμμαχικού Εθνικιστικού Κόμματος των «γκρίζων λύκων» να παραταθεί το καθεστώς έκτακτης ανάγκης, δείχνει ότι η νέα ισλαμο-εθνικιστική κυβερνητική συμμαχία θα εκμεταλλευθεί στο έπακρο τις δυνατότητες που της προσφέρει το νέο σύνταγμα, μετατρέποντας σε καθημερινότητα το καθεστώς έκτακτης ανάγκης, που ξεκίνησε να επιβάλλεται από την επομένη του αποτυχημένου πραξικοπήματος, τον Ιούλιο του 2016 κι επέτρεψε στον Ερντογάν να φέρει σε πέρας ένα κύμα διώξεων που άλλαξε τις ισορροπίες σε όλη την κρατική μηχανή: από το στρατό μέχρι τη δικαιοσύνη!
Ο μεγάλος άγνωστος ωστόσο για την επόμενη μέρα δε σχετίζεται με τις πολιτικές ελευθερίες, καθώς η ροπή του Ερντογάν στον ολοκληρωτισμό ήταν γνωστή και δεδομένη, ενώ ενισχύεται διαρκώς και από ένα ανάλογο διεθνές κλίμα σε Αμερική και Ευρώπη, που θεωρεί θεμιτό να θυσιάζονται οι ελευθερίες τη μια στο βωμό της ασφάλειας, την άλλη στο βωμό της οικονομικής σταθερότητας, κοκ. Τα ερωτηματικά αφορούν στην οικονομία και τη διπλωματική του πολιτική.
Οικονομική αβεβαιότητα
Κατ’ επανάληψη έχουμε υποστηρίξει από αυτές τις σελίδες ότι ο Ερντογάν, ακόμη κι αν δεν προσέφυγε στις εκλογές λόγω της άσχημης οικονομικής κατάστασης της Τουρκίας, με βεβαιότητα την επομένη θα κληθεί να λάβει σοβαρές αντιλαϊκές αποφάσεις (δες εδώ). Η πτώση της συναλλαγματικής ισοτιμίας της τούρκικης λίρας κατά 20% από τις αρχές του χρόνου όξυνε απότομα τα οικονομικά προβλήματα για χιλιάδες επιχειρήσεις στην Τουρκία που είχαν δανειστεί σε συνάλλαγμα και τώρα είναι αντιμέτωπες με μια απότομη αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των δανειακών τους αναγκών. Πιο απειλητικό ωστόσο είναι το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους της Τουρκίας από τη μια και της κάλυψης του ανοίγματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών από την άλλη, που εκτιμάται ότι για τον επόμενο χρόνο ανέρχεται σε 250 δισ. δολ. Ο κίνδυνος για τον Ερντογάν είναι να ακολουθήσει τα χνάρια της Αργεντινής και να αναγκασθεί να προσφύγει στο ΔΝΤ. Η εναλλακτική του επιλογή είναι να εφαρμόσει μόνος του τα αντιλαϊκά μέτρα, διατηρώντας το δικαίωμα να επιλέξει ποιοι θα πληρώσουν τον λογαριασμό. Όπως και θα κάνει κατά πάσα πιθανότητα, όταν θα κληθεί για παράδειγμα να αποφασίσει την κατάργηση των επιδοτήσεων στη βενζίνη, την ηλεκτρική ενέργεια, κ.α. Ζητούμενο εκ μέρους του θα είναι να μη θίξει ή να θίξει όσο το δυνατό λιγότερο την ισλαμική κοινωνική του βάση που ζούσε στο οικονομικό και κοινωνικό περιθώριο μέχρι το 2002 κι έκτοτε έχει εγκατασταθεί στο προσκήνιο, απολαμβάνοντας ένα υψηλό επίπεδο ζωής. Αυτή η πλειοψηφία ωστόσο ήδη δέχτηκε τριγμούς.
Η απώλεια 7 ποσοστιαίων μονάδων για το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης σε σχέση με τις εκλογές του Νοεμβρίου του 2015 που κέρδισε 42,5% και θα σχηματίσει κυβέρνηση χάρη στο υψηλό ποσοστό των εθνικιστών, που συγκέντρωσαν 11,1%, ισοδυναμεί με σήμα κινδύνου για τον Ερντογάν. Η προοπτική δε, των δημοτικών εκλογών τον Μάρτιο του 2019 δένει εκ νέου, έστω σε ένα βαθμό τα χέρια του τούρκου προέδρου, με τον κίνδυνο μιας περαιτέρω συρρίκνωσης της επιρροής του ΑΚΡ να περιορίζει το εύρος των επιλογών του.
Ενισχύονται οι πιέσεις των εθνικιστών
Οι αλλαγές ωστόσο που θα έχουν το μεγαλύτερο αντίκτυπο στην Ελλάδα και σε όλες τις γειτονικές της χώρες αφορούν τον διεθνή προσανατολισμό της Τουρκίας. Ο Ερντογάν πλέον είναι αναγκασμένος να λαβαίνει υπ’ όψη του το κόμμα των εθνικιστών, αν δε θέλει ως πρόεδρος να στηρίζεται σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας. Στην ίδια επιθετική κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής θα ωθεί και η επιτυχία του έτερου εθνικιστικού Κόμματος του Καλού (ΙΥΙ), που συγκέντρωσε 9,96% των ψήφων για τη Βουλή (και καταφέρνει να μπει στη Βουλή λόγω της κοινής του καθόδου με το CHP), με αποτέλεσμα η άκρα Δεξιά στην Τουρκία να συγκεντρώνει με τα δύο κόμματά της ποσοστό – ρεκόρ ύψους 21,1%. Στο παρελθόν, το υψηλότερο ποσοστό που είχε φτάσει ήταν το 1999, με 18%.
Ο τουρκικός εθνικισμός ωστόσο θα διεκδικήσει αναθεώρηση επί το επιθετικότερον της πολιτικής εναντίον των Κούρδων και σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό.
Στα νοτιοδυτικά σύνορα της Τουρκίας ήδη έχουν εγκατασταθεί περίπου 3 εκ. μετανάστες από τη Συρία. Ο πόλεμος στη χώρα των Άσαντ μπορεί να μην είναι πλέον στο αποκορύφωμά του, αλλά οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού με στόχο τα απομεινάρια του Ισλαμικού Κράτους δημιουργούν νέα καραβάνια απελπισμένων που ζητούν ασφάλεια από τους βομβαρδισμούς. Ενδεικτικά, η προσπάθεια του κυβερνητικού στρατού τις λίγες τελευταίες εβδομάδες να ανακαταλάβει τις νότιες επαρχίες της χώρας έχει προκαλέσει 41 νεκρούς (εκ των οποίων οι 27 άμαχοι) και 45.000 πρόσφυγες που φθάνουν στην Ιορδανία και τα κατεχόμενα από το Ισραήλ συριακά υψώματα του Γκολάν. Κατά συνέπεια δε μπορεί να αποκλειστεί ένα νέο κύμα προσφύγων προς την Τουρκία που θα δώσει την αφορμή στη νέα κυβερνητική πλειοψηφία να κάνει επίδειξη αδιαλλαξίας στο πλαίσιο της συμφωνίας που έχει υπογράψει με την ΕΕ. Μια τέτοια τάση ενισχύεται κι από τις αρνητικές εξελίξεις που σημειώνονται στο εσωτερικό της ΕΕ, σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό, όπως αποτυπώθηκαν στην πρόσφατη σύνοδο. Η αντιμεταναστευτική πολιτική του ακροδεξιού υπουργού Εσωτερικών της Ιταλίας και αντιπροέδρου της νέας κυβέρνησης Ματέο Σαλβίνι κατάφερε κι απελευθέρωσε το τζίνι του ρατσισμού σε όλη την Ευρώπη, με αποτέλεσμα να διχαστεί η ΕΕ. Σιγά που η μετεκλογική Τουρκία θα αφήσει να πάει χαμένη αυτή η ευκαιρία…
Το κατ’ εξοχήν σημείο τριβής ωστόσο θα αποδειχθεί το Κουρδικό, τόσο εντός όσο κι εκτός της Τουρκίας. Στο εσωτερικό, δεν είναι μόνο η άνεση με την οποία το φιλοκουρδικό κόμμα HDP ξεπέρασε το όριο του 10%, συγκεντρώνοντας 11,7%, και εισήλθε στη Βουλή, παρότι ο ηγέτης του Ντεμιρτάς βρίσκεται στη φυλακή μαζί με εννέα ακόμη βουλευτές. Οι ψηφοφόροι του υπερέβησαν το κλίμα του φόβου και τη λογική της χαμένης ψήφου. Είναι επίσης και το προηγούμενο που δημιούργησε ο ηγέτης του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος CHP, Μουχαρέμ Ιντζέ, που συγκέντρωσε 31% κι ο οποίος έτεινε χέρι φιλίας στους Κούρδους. Η επίσκεψή του στη φυλακή υψίστης ασφαλείας όπου κρατείται η ηγεσία του HDP και η ομιλία του στο Ντιγιάρμπακιρ κάνουν πιο πορώδη τα τείχη που υψώνονται γύρω από τους Κούρδους, από τη στιγμή που ο βασικότερος αντίπαλος του Ερντογάν, τον οποίο όλο και συχνότερα θα βρίσκει απέναντί του, ποντάρει στη βελτίωση των σχέσεων με τους Κούρους. Απέναντί του ο Ερντογάν επομένως δεν έχει μόνο τους Κούρδους της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Έτσι, κάθε προσπάθειά του να κλιμακώσει τη σύγκρουση με τους Κούρδους, όπως θα ζητήσουν τα δύο εθνικιστικά κόμματα, θα διχάσει και την τουρκική κοινωνία, που αν κρίνουμε από το θετικό εκλογικό αποτέλεσμα του Ιντζέ, φάνηκε να επιδοκιμάζει μια πολιτική μετριασμού της σύγκρουσης με τους Κούρδους.
F-35 ή S-400
Το θέμα πάντως που έχει προτεραιότητα στην μετεκλογική ατζέντα του Ερντογάν αφορά τους Κούρδους του ΡΚΚ που στρατοπεδεύουν στο βόρειο Ιράκ. Την προεκλογική περίοδο ο Ερντογάν μπλόφαρε με ένα σχέδιο γενικευμένης επίθεσης στα όρη του Καντίλ, που τώρα μένει να αποδειχθεί κατά πόσο ήταν πραγματικά στις προθέσεις του. Μια τέτοια απόφαση ωστόσο δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τις προθέσεις της Άγκυρας. Πολύ περισσότερο δεν εξαρτάται από την Άγκυρα το τι θα κάνει στη Συρία. Προεκλογικά οι ΗΠΑ επέλεξαν να αποφύγουν τη σύγκρουση με την Τουρκία στο Μανμπίτζ και συμφώνησαν μαζί του σε ένα σχέδιο ανάσχεσης της παρουσίας των Κούρδων που επέτρεψε στον Ερντογάν να εμφανιστεί ως νικητής. Κάθε άλλη επιλογή εκ μέρους των ΗΠΑ έκρυβε σοβαρότατους κινδύνους ανάφλεξης.
Τώρα ωστόσο τα πράγματα αλλάζουν. Μιλώντας ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, την Τετάρτη 27 Ιουνίου στην επιτροπή διάθεσης κονδυλίων της Γερουσίας δεσμεύτηκε πώς θα συνεχίσει η Ουάσιγκτον να στηρίζει τους Κούρδους συμμάχους της των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF). Με αφορμή επίσης την επικείμενη παράδοση των F-35 δέχθηκε σοβαρότατες πιέσεις για να αναγκάσει την Άγκυρα να επιλέξει: F-35 ή S-400. Η επιστροφή με άλλα λόγια στο μαντρί του ΝΑΤΟ και η διακοπή των σχέσεων με τη Ρωσία, είναι όρος για την παραλαβή των μαχητικών αεροσκαφών…
(Πηγή: https://leonidasvatikiotis.wordpress.com)