Όσοι αναγνώστες αναρωτηθούν για τον τίτλο του άρθρου αυτού, τους θυμίζουμε
ότι το σύνθημα για την έναρξη της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, την 20η Ιουλίου
1974, ήταν: «Η Αϊσέ μπορεί να πάει διακοπές».
Πέρασαν 43 χρόνια από εκείνη την αποφράδα μέρα και ο εχθρός δεν έχει καταφέρει ακόμη να αλώσει το «οχυρό» που λέγεται Κυπριακή Δημοκρατία. Η τελευταία «πολιορκία» που άρχισε πριν περίπου τρία χρόνια, το 2014, με το κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη – Έρογλου, τερματίστηκε στο Κραν-Μοντάνα της Ελβετίας στις 7 Ιουλίου 2017. Μαζί με τα τουρκικά «στρατά» αποσύρθηκαν, προσώρας, και οι «πολιορκητικές μηχανές» που ακούν στα ονόματα: Έσπεν Μπαρθ Άϊντε, ειδικός σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, βρετανικός παράγοντας, Ζαν-Κλωντ Γιουνγκέρ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φεντερίκα Μογκερίνι, ύπατη εκπρόσωπος εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της ΕΕ, καθώς και πολλοί άλλοι «ταλιμπάν» της παγκοσμιοποίησης που επιδιώκουν να μετατρέψουν την Κύπρο σ’ ένα α-εθνικό μόρφωμα.
Σε δραματικό αδιέξοδο βρίσκονται όσοι «εντός των τειχών» Ελλαδίτες και Κύπριοι αγωνίστηκαν, την τελευταία τριετία, όπως είχαν κάνει και το 2004 με το «Σχέδιο Ανάν», να πείσουν τους ελληνοκύπριους ότι πρέπει να παραδώσουν το ανεξάρτητο κράτος τους για να «επανενώσουν» την πατρίδα τους. Όλοι αυτοί, οι τουρκόφοβοι, τουρκόπληκτοι και τουρκόφιλοι, δε λένε ότι η επανένωση της Κύπρου, όπως μεθοδεύεται και προωθείται, θα την καταστήσει στο σύνολό της επαρχία της νέο-οθωμανικής Τουρκίας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Οι παραχωρήσεις
Ο Νίκος Αναστασιάδης εκλέχτηκε πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κράτους διεθνώς αναγνωρισμένου, μέλους του ΟΗΕ, της ΕΕ, του Συμβουλίου της Ευρώπης και άλλων Διεθνών Οργανισμών και αμέσως μετά άρχισε να διαπραγματεύεται τη διάλυσή του και την αντικατάστασή του από μια Διζωνική-Δικοινοτική Ομοσπονδία.
Σημειώνουμε ότι απ’ όλα τα κράτη, μόνο η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία που τη θεωρεί «εκλιπούσα». Παράλληλα ο κ. Αναστασιάδης υποβάθμισε το αξίωμά του, από πρόεδρος της Δημοκρατίας σε εκπρόσωπο της ελληνοκυπριακής κοινότητας για να είναι πολιτικά ισοϋψής με τον εκπρόσωπο των Τούρκων (τουρκοκυπρίων και εποίκων) της Κύπρου. Ο οποιοσδήποτε διάλογος με την τουρκική κοινότητα θα έπρεπε να διεξάγεται από κάποιο ανώτατο κυβερνητικό στέλεχος ή το πολύ από κάποιον αρμόδιο υπουργό, αν ο στόχος ήταν να διατηρηθεί το διεθνές status της Κυπριακής Δημοκρατίας και να υπογραμμιστεί το νομικά παράνομο καθεστώς που έχουν εγκαθιδρύσει στη Βόρεια Κύπρο τα τουρκικά στρατεύματα.
Στην Πενταμερή Διάσκεψη του Κραν-Μοντάνα, που υποτίθεται ότι θα καθόριζε το μέλλον της Κύπρου, δεν παρίστατο ο άμεσα ενδιαφερόμενος, η Κυπριακή Δημοκρατία. Συμμετείχαν οι τρείς εγγυήτριες Δυνάμεις (Ελλάδα, Τουρκία, Βρετανία) και οι δύο κοινότητες (ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή). Καθ’ όλη την περίοδο των διαπραγματεύσεων και μέχρι τη λήξη της Διάσκεψης του Κραν-Μοντάνα ο πρόεδρος (της ελληνοκυπριακής κοινότητας;) Νίκος Αναστασιάδης είχε αποδεχτεί:
1.Τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την αντικατάστασή της από μια Διζωνική-Δικοινοτική Ομοσπονδία αποτελούμενη από δύο συνιστώντα κρατίδια, ένα ελληνοκυπριακό και ένα τουρκοκυπριακό.
2.Την εκ περιτροπής προεδρία της Ομοσπονδίας, με δύο θητείες για έλληνα πρόεδρο και μία για τούρκο πρόεδρο.
3. Τη σταθμισμένη ψήφο με βάση εθνοτικά χαρακτηριστικά, δηλαδή, την κατάργηση της δημοκρατικής αρχής «ένας άνθρωπος, μία ψήφος» (one man, one vote), όπως συνέβαινε στη Νότιο Αφρική την εποχή του απαρχάϊντ.
4.Την πολιτική ισότητα μεταξύ της ελληνικής πλειοψηφίας (82%) και της τουρκικής μειοψηφίας (18%) στη διακυβέρνηση και τα όργανα της Ομοσπονδίας.
5.Το δικαίωμα της αρνησικυρίας – βέτο. Καμιά απόφαση δε θα μπορεί να ληφθεί στα όργανα της Ομοσπονδίας χωρίς τη σύμφωνη γνώμη τουλάχιστον ενός τούρκου εκπροσώπου.
6.Την παραμονή στην Κύπρο των εποίκων, περίπου 125.000 έναντι 95.000 τουρκοκυπρίων, με καθεστώς ευρωπαίου πολίτη ή μόνιμου μετανάστη, πέραν όσων έχουν ήδη λάβει «τουρκοκυπριακή ιθαγένεια». Σημειώνουμε ότι ο εποικισμός αποτελεί έγκλημα πολέμου, διότι συνιστά μέθοδο εθνοκάθαρσης (άρθρο 49 της Συνθήκης της Γενεύης του 1949).
7.Την περιορισμένη επιστροφή (όχι πάνω από 20%) των προσφύγων στις εστίες τους, ώστε να μη διαταραχθεί η εθνοτική πλειοψηφία στα συνιστώντα κρατίδια.
8.Τα σταθμισμένα δικαιώματα για τις περιουσίες μεταξύ των νόμιμων ιδιοκτητών και των σημερινών χρηστών που τις έχουν σφετεριστεί με την κάλυψη του τουρκικού στρατού. Οι παράνομοι χρήστες θα έχουν τον πρώτο λόγο στις περιουσίες των προσφύγων στο τουρκοκυπριακό κρατίδιο.
9.Την παραχώρηση των τεσσάρων ελευθεριών σ’ όλους τους τούρκους πολίτες ώστε να μπορούν να εγκαθίστανται στην Κύπρο, να αποκτούν περιουσία, να εργάζονται, να εμπορεύονται, να εισάγουν και να εξάγουν κεφάλαια και αγαθά σαν να ήταν κάτοικοι χώρας-μέλους της ΕΕ. Πρόκειται για έμμεση εισδοχή της Τουρκία των 79 εκατομμυρίων κατοίκων στην Ευρωπαϊκή Ένωση με θέσπιση πρωτογενούς δικαίου.
10.Τη διάλυση της κυπριακής εθνοφρουράς και τη δημιουργία ενός αφοπλισμένου κράτους που δε θα μπορεί να ασκήσει το νόμιμο δικαίωμα της άμυνας έναντι οποιασδήποτε εξωτερικής απειλής.
Οι συνέπειες
Όλα αυτά και πολλά άλλα που έγιναν αποδεκτά από την ελληνική πλευρά στο όνομα της «λύσης τώρα», οδηγούν στην εγκαθίδρυση ενός μη λειτουργικού και βιώσιμου μορφώματος το οποίο για να πάρει οποιαδήποτε σημαντική απόφαση θα πρέπει να έχει τη σύμφωνη γνώμη της Άγκυρας. Η ψήφος της νέας Ομοσπονδίας στον ΟΗΕ, την ΕΕ και άλλους Διεθνείς Οργανισμούς θα είναι σύμφωνη με τα τουρκικά συμφέροντα, διαφορετικά η Κύπρος θα είναι αναγκασμένη να απέχει. Επίσης πρέπει να σημειώσουμε ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει ότι τα νησιά δικαιούνται Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) και άρα η Κύπρος, όπως και αυτά του Αιγαίου «κάθονται» πάνω στην υφαλοκρηπίδα της Ανατολίας. Κατά συνέπεια διεκδικεί τις θαλάσσιες περιοχές μέχρι την ΑΟΖ της Αιγύπτου. Μόνο μία ανεξάρτητη, από την τουρκική επικυριαρχία Κύπρος, με βάση τη διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, μπορεί να αποτελέσει τον κυματοθραύστη της νέο-οθωμανικής γεωοικονομικής επέκτασης στην Ανατολική Μεσόγειο.
Από κάποιους αναλυτές και δημοσιογραφούντες οι παραχωρήσεις του κ. Αναστασιάδη θεωρήθηκαν ανεπαρκείς για να επιτευχθεί η «λύση τώρα» στην οποία τόσα είχαν επενδύσει οι ίδιοι και οι πάτρωνες τους. Μάλιστα ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της εθνομηδενιστικής ηγεσίας του «κομμουνιστικού» ΑΚΕΛ ζήτησε όλες αυτές οι παραχωρήσεις να κρατηθούν ως «διαπραγματευτικό κεκτημένο» για την επόμενη προσπάθεια κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι άνθρωποι αυτοί δεν τα παρατούν ποτέ!.
Η ελληνική κυβέρνηση, από την πλευρά της, ακολουθώντας την πάγια γραμμή των τελευταίων χρόνων, που συμμερίζεται και η – φιλοευρωπαϊκή – αντιπολίτευση, ότι δηλαδή η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα στηρίζει και συμπαρίσταται, επέδειξε ενδιαφέρον μόνο για τη διεθνή πλευρά του Κυπριακού, δηλαδή, για τα εγγυητικά και παρεμβατικά δικαιώματα που πηγάζουν από τις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1959, που εγκαθίδρυσαν την Κυπριακή Δημοκρατία. Ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς με τη σύμφωνη γνώμη του κ. Αναστασιάδη ζήτησε την κατάργηση των εγγυητικών και παρεμβατικών δικαιωμάτων και από τις τρείς εγγυήτριες Δυνάμεις και την αποχώρηση, με βάση ένα χρονοδιάγραμμα, των τουρκικών στρατευμάτων. Επίσης πρότεινε τη δημιουργία μιας πολυεθνικής αστυνομικής δύναμης, με τη συμμετοχή και της Τουρκίας, που θα ελέγχει την εφαρμογή της συμφωνίας. Η Τουρκία αρνήθηκε να παραιτηθεί των δικαιωμάτων που θεωρεί ότι της δίνουν οι Συμφωνίες του 1959 και έτσι η Διάσκεψη του Κραν-Μοντάνα έληξε χωρίς αποτέλεσμα. Η Κυπριακή Δημοκρατία, ως η δεύτερη ελληνική κρατική οντότητα, σώθηκε για ακόμα μια φορά.
Η τουρκική αλαζονεία
Η προσωρινή διάσωση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν οφείλεται σε κάποια ευφυή πολιτική στρατηγική της ελληνικής πλευράς – αν υπήρχε δε θα είχαμε φτάσει ούτε στο Μον-Πελεράν ούτε στο Κραν-Μοντάνα – αλλά στην αλαζονεία, την πλεονεξία και την πολιτική «μυωπία» της ηγεσίας των νέο-Οθομανών της Άγκυρας. Ο Νίκος Αναστασιάδης, ως εκπρόσωπος της ελληνοκυπριακής κοινότητας, έδωσε όλες τις παραμέτρους που θα καθιστούσαν την Τουρκία όχι μόνο νόμιμη κυρίαρχο της κατεχόμενης ζώνης στο Βορρά, αλλά και επικυρίαρχη σ’ όλη την εδαφική έκταση της Κύπρου νομιμοποιώντας παράλληλα, με ελληνική υπογραφή, τα αποτελέσματα της παράνομης εισβολής και κατοχής. Χαρακτηριστικό της ανυπαρξίας οποιασδήποτε «κόκκινης γραμμής» κατά τις διαπραγματεύσεις είναι ότι ο υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου Ιωάννης Κασουλίδης μετά τη λήξη της Διάσκεψης του Κραν-Μοντάνα επανέλαβε (12-7-17) παλιότερη δήλωσή του ότι: «Μηδέν τουρκικός στρατός και μηδέν τουρκικές εγγυήσεις δεν είναι θέση της ελληνοκυπριακής πλευράς αλλά τουρκική προπαγάνδα». Αυτός ο άνθρωπος που «εκφράζει» την κυπριακή διπλωματία παραμένει ακόμη στη θέση του.
Από την πλευρά της η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να αποφύγει τις «κακοτοπιές» και να μην εμπλακεί με την εσωτερική πτυχή του κυπριακού προβλήματος. Πρόκειται για μέγα λάθος. Πρώτον γιατί η Ελλάδα είναι εγγυήτρια χώρα όχι μόνο της ανεξαρτησίας αλλά και του συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Την κατάλυση της συνταγματικής τάξης, με το πραξικόπημα του 1974, επικαλέστηκε η Τουρκία για να εισβάλλει στην Κύπρο. Δεύτερον γιατί η Ελλάδα, ως εθνικό κέντρο, δεν μπορεί απλά να ακολουθεί, να στηρίζει, να συμπαραστέκεται και να συμπορεύεται, αλλά πρέπει να ηγείται, να καθοδηγεί και να δίνει στρατηγικό όραμα σ’ όλο τον Ελληνισμό, διαφορετικά δεν είναι εθνικό κέντρο, είναι δορυφόρος. Τρίτον και σημαντικότερο γιατί η επίτευξη, μέσω της εσωτερικής πτυχής, του γεωπολιτικού ελέγχου ολόκληρης της Κύπρου από την Άγκυρα μεταβάλλει δραματικά τους συντελεστές ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς επικέντρωσε την πολιτική του στην κατάργηση των εγγυητικών και παρεμβατικών δικαιωμάτων καθώς και στην αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής προκειμένου, όπως είπε, η Διζωνική – Δικοινοτική Ομοσπονδία να γίνει ένα «κανονικό» κράτος. Μόνο που «κανονικό» κράτος με εναλλαγή του προέδρου του βάσει εθνοτικών κριτηρίων, με σταθμισμένη ψήφο, με βέτο της μειοψηφίας και χωρίς δυνατότητα άμυνας δεν υπάρχει. Η Τουρκία θα μπορούσε να παραιτηθεί από τα δικαιώματα των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου και αυτό δε θα την εμπόδιζε να παρέμβει μελλοντικά στην αφοπλισμένη Κύπρο, με αφορμή την προστασία της τουρκικής μειονότητας ή την προάσπιση ζωτικών στρατηγικών συμφερόντων της. Σήμερα η Τουρκία, χωρίς να έχει βάσει κάποιας Συνθήκης εγγυητικά – επεμβατικά δικαιώματα, έχει εισβάλλει στο Ιράκ και τη Συρία. Όλα, στις διακρατικές σχέσεις, είναι θέμα συσχετισμού ισχύος.
Από την ανάλυση που προηγήθηκε συνάγεται το συμπέρασμα ότι πιο σημαντικό από τις εγγυήσεις και τα επεμβατικά δικαιώματα είναι η πολιτική ανεξαρτησία ή όχι του κράτους επί του οποίου αυτά μπορούν να ασκηθούν. Αν υπάρξει τουρκική εισβολή στη σχεδιαζόμενη Διζωνική – Δικοινοτική Ομοσπονδία, η τελευταία δε θα μπορεί να την καταγγείλει στον ΟΗΕ και σ’ άλλους Διεθνείς Οργανισμούς ούτε να ζητήσει τη βοήθεια άλλων κρατών, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης. Σε περίπτωση επέμβασης στο έδαφος ή στην ΑΟΖ της, η κυβέρνηση της ομοσπονδιακής Κύπρου δε θα μπορεί να αποφασίσει, λόγω του βέτο, αν θα πρόκειται για εχθρική ή φιλική ενέργεια της Τουρκίας. Τόσο απλά είναι τα πράγματα. Αν η Κύπρος επιβίωσε, έστω και ακρωτηριασμένη, μετά την εισβολή του 1974 αυτό οφείλεται στην ύπαρξη μιας διεθνώς αναγνωρισμένης ελληνοκυπριακής κυβέρνησης στη Λευκωσία.
Νέα Στρατηγική
Ο Ελληνισμός οφείλει να γνωρίζει ότι οι «πολιορκητές» της Κυπριακής Δημοκρατίας, αργά ή γρήγορα, θα επανέλθουν. Τώρα υπάρχει ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για να οργανωθεί η ελληνική άμυνα στη βάση μιας νέας στρατηγικής. Οι πολιτικοί σε Ελλάδα και Κύπρο πρέπει άμεσα να σταματήσουν να «μηρυκάζουν» το αφήγημα της Διζωνικής – Δικοινοτικής Ομοσπονδίας που εξυπηρετεί τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Τουρκίας και αναβαθμίζει την κατεχόμενη ζώνη σε κρατικό μόρφωμα. Ήδη έχει γίνει μεγάλη πολιτική και διπλωματική ζημιά και θα χρειαστεί πολύς κόπος και προσπάθεια για να αντιστραφούν τα πράγματα.
Το Κυπριακό δεν είναι διακοινοτική διαφορά, μεταξύ ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων, αλλά πρόβλημα εισβολής και κατοχής κυπριακού εδάφους από μια άλλη χώρα, την Τουρκία. Οι οποιεσδήποτε συνομιλίες σε διμερές ή διεθνές επίπεδο πρέπει να γίνονται μόνο με τον εισβολέα, προκειμένου αυτός να αποσύρει τα στρατεύματά του και να συμμορφωθεί με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Παράλληλα θα πρέπει να γίνονται όλες οι πολιτικο-διπλωματικές κινήσεις, ιδιαίτερα σε σχέση με την ΕΕ, που θα αυξάνουν το κόστος της Τουρκίας από την παραμονή των στρατευμάτων της στην Κύπρο.
Οι οπαδοί της «λύσης τώρα» θα αντιτάξουν ότι με μια τέτοια στρατηγική το Κυπριακό δε θα λυθεί ποτέ γιατί η Τουρκία δεν πρόκειται να υποχωρήσει από τα σημερινά κεκτημένα της ούτε να απεμπολήσει τις αξιώσεις της. Σύμφωνα με τη λογική τους πρέπει να είμαστε ευέλικτοι και να υποχωρούμε, μόνο που κάποια στιγμή αυτό που θα συμβεί δε θα είναι η λύση αλλά η ολοκληρωτική παράδοση. Πρέπει να τονίσουμε ότι η σημερινή κατάσταση δεν ικανοποιεί κανέναν αλλά είναι προτιμότερη από μια κακή – τουρκική λύση. Μπορεί να μη θέλουμε ο κατοχικός στρατός να ελέγχει το 36,2% του κυπριακού εδάφους αλλά πολύ περισσότερο δε θέλουμε η Τουρκία να θέσει υπό τον γεωπολιτικό έλεγχό της το 100% της Κύπρου. Μήπως αυτό θέλουν οι οπαδοί της «λύσης τώρα»;
Η νέο-οθωμανική Τουρκία φιλοδοξεί να καταστεί ηγεμονική-περιφερειακή δύναμη στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, γι’ αυτό, αργά ή γρήγορα, θα έρθει σε σύγκρουση με όλες ή ορισμένες από τις μεγάλες δυνάμεις καθώς και με άλλες κρατικές οντότητες της ευρύτερης περιοχής όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος και το Ιράν. Ουδείς απ’ όλους αυτούς επιθυμεί τη γεωπολιτική γιγάντωση της σουνιτικής Τουρκίας. Τότε θα είναι η ιστορική ευκαιρία για τον Ελληνισμό να ανατρέψει το σημερινό συσχετισμό ισχύος και γι’ αυτό πρέπει να προετοιμαζόμαστε από τώρα. Πρέπει να έχουμε υπομονή και ποτέ να μη βάζουμε την υπογραφή μας για να νομιμοποιήσουμε τα τετελεσμένα του εχθρού.
Η Αϊσέ δεν πρέπει να πάει διακοπές ποτέ ξανά!