Οι διαμαρτυρίες οφείλουν να κινούνται στο πλαίσιο
της δημοκρατικής λειτουργίας
“Με τις διαδηλώσεις στρέφουμε την προσοχή στα δικά μας επιχειρήματα, τα οποία θεωρούμε ως τα καλύτερα”, με αυτά τα λόγια ο κορυφαίος εν ζωή γερμανός πολιτικός και κοινωνικός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας δικαιολογεί τη διαδήλωση, μια χαρακτηριστική πρακτική κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος, η οποία πολλάκις δημιουργεί ανάμεικτα συναισθήματα σε μεγάλο μέρος των πολιτών. Η διαδήλωση σχετίζεται, λοιπόν, κατά ένα μέρος με τον γενικότερο πολιτικό πολιτισμό της αντιπαράθεσης ιδεών και απόψεων σε μια δημοκρατική πολιτεία.
Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται και το φαινόμενο των συχνών διαδηλώσεων στην χώρα μας, δηλαδή ως ένα μέρος του πολιτικού πολιτισμού μας και των δημοκρατικών ελευθεριών μας. Αλλά αυτού του είδους η διαμαρτυρία δεν είναι ανεξέλεγκτη, ορίζεται από τους κανόνες και τους νόμους της πολιτείας και η παράβασή τους υπόκειται στην δικαιοδοσία του νόμου. Στην χώρα μας, εξαιτίας εγγενών αδυναμιών του ελληνικού πολιτικού και κοινωνικού σχηματισμού, δεν είναι λίγες οι φορές, κατά τις οποίες οι διαμαρτυρόμενοι διαδηλωτές υπερβαίνουν το δημοκρατικά ανεκτό της νομιμότητας. Συνέβαινε στο παρελθόν, συμβαίνει και τις τελευταίες ημέρες με αφορμή το “μακεδονικό ζήτημα” και τις αντιδράσεις επί της συμφωνίας με την γειτονική χώρα.
Η “Σοσιαλιστική Προοπτική” από θέση αρχής υποστηρίζει κάθε είδους δημόσια έκφραση και αντίδραση απέναντι σε μια ασκούμενη πολιτική και το δικαίωμα αυτό το αναγνωρίζει όχι μόνο στον εαυτό της και τις φίλιες προς αυτήν πολιτικές δυνάμεις, αλλά και για τους πολιτικούς αντιπάλους της. Πρόκειται για ένα δημοκρατικό κεκτημένο, το οποίο δεν γνωρίζει όρια και ας το καπηλεύονται οι εχθροί της δημοκρατίας. Όσο, όμως, αυτό το δικαίωμα αφορά όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως των πολιτικών πεποιθήσεών τους, άλλο τόσο θα πρέπει να φυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού η νόμιμη χρήση του. Κάθε παράβαση δημοκρατικά επιτρεπόμενων ορίων, επειδή ακριβώς πρόκειται για ένα ευρύτερο δικαίωμα, θα πρέπει να τιμωρείται αυστηρότατα.
Υπό αυτό το σκεπτικό και με πλήρη συναίσθηση της δημοκρατικής ευθύνης που της αναλογεί η “Σοσιαλιστική Προοπτική” καταδικάζει τα κλιμακούμενα έκτροπα, τα οποία ξεδιπλώνονται τον τελευταίο καιρό συστηματικά από συγκεκριμένες αντιδημοκρατικές αποσταθεροποιητικές δυνάμεις μετατρέποντας ένα δημοκρατικό δικαίωμα σε εφαλτήριο για την κατάλυση των νόμων και της δημοκρατίας. Η ρητορεία του μίσους και η συστηματική προσπάθεια διχασμού των πολιτών στη βάση ψευδεπίγραφων διλημμάτων περί καλών και κακών Ελλήνων, η απαξίωση της πολιτικής με προσβλητικά συνθήματα για το δημοκρατικό πολίτευμα (“αλήτες, προδότες, πολιτικοί”), ο βανδαλισμός μνημείων (μνημείο του Ολοκαυτώματος στην Θεσσαλονίκη), η μετατροπή των διαδηλώσεων από στοιχείο μιας ζωντανής δημοκρατικής δημοσιότητας σε στοιχείο οχλοκρατικής βίας, η οποία μετατρέπεται σε “θέαμα” από τα εμπορικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα, δεν θα πρέπει να αφήνουν απαθείς τους πολίτες και τα θεσμικά όργανα της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Θα πρέπει να απομονωθούν όλοι όσοι επενδύουν στο κλίμα διχασμού – και είναι αρκετοί αυτοί – και της βίας και οι διοργανωτές των συλλαλητηρίων και των υπόλοιπων παράλληλων εκδηλώσεων θα πρέπει να διασφαλίζουν την ειρηνική διεξαγωγή τους. Δεν αρκεί η διαβεβαίωση ότι δεν είναι όλοι όσοι συμμετέχουν στα συλλαλητήρια φασίστες. Όλοι όσοι συμμετέχουν δεν είναι προφανώς φασίστες, αλλά το διαμορφούμενο κλίμα έχει πάρει ανοικτά φασιστικά χαρακτηριστικά και τον τόνο δίνει η φασιστική πρακτική της βίας κατά πραγμάτων και ανθρώπων με πρόφαση τη διαφωνία για τη συμφωνία Ελλάδος και πΓΔΜ, για αυτό ασκείται βία σε ό,τι κινείται εκτός της “φασιστικής λογικής” (ενδεικτικές οι επιθέσεις στα μέλη της ΛΟΑΤ κοινότητας στην παραλία της Θεσσαλονίκης).
Η “Σοσιαλιστική Προοπτική” εκφράζει την ανησυχία της και καταδικάζει το γεγονός ότι κυβέρνηση και αντιπολίτευση παρακολουθούν με απάθεια όσα συμβαίνουν στους δρόμους, προσπαθώντας απλώς να αποκομίσουν μικροκομματικά οφέλη από την όλη κατάσταση, τη στιγμή που είναι φανερό ότι η δημοκρατία πλήττεται στα θεμέλιά της.