Νέα ποιοτική όξυνση του ανταγωνισμού για το ξαναμοίρασμα του κόσμου
Το σημερινό νέο στάδιο του καπιταλισμού πέρα από τις ποιοτικές αλλαγές, σε σχέση με το προηγούμενο στάδιο, στους όρους και στις σχέσεις παραγωγής, στις παραγωγικές δυνάμεις μετασχηματισμού της φύσης, στους τρόπους εκμετάλλευσης και ιδιοκτησίας της κοινωνικοποιημένης εργασίας, πέρα από τις ποιοτικές αλλαγές στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, (υπερμονοπώλιο κ.λ.π.), εμφανίζει αντίστοιχες αλλαγές και στους υπόλοιπους πέντε συνολικά οικονομικοκοινωνικούς παράγοντες που περιέγραψε ο Λένιν στον Ιμπεριαλισμό και στις μεταξύ τους σχέσεις.
Εμφανίζεται ο νέος ιδιαίτερα ενισχυμένος και αντιδραστικός ρόλος του χρηματιστικού κεφαλαίου (του κατά τον Μαρξ «τοκοφόρου κεφαλαίου») στην άμεση εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και στην απόσπαση επιπλέον υπεραξίας, γενικότερα στην αντιδραστική και παρασιτική ενίσχυση των ποσοστών κερδοφορίας και στην ευρύτερη αναπαραγωγή του συστήματος (εδώ παίζουν ρόλο οι πιστωτικές κάρτες, η πιστωτική αντιδραστική και παρασιτική εκμετάλλευση της υπάρχουσας εργασίας σ’ όλες τις σφαίρες της παραγωγής και της αναπαραγωγής).
Είναι επίσης γνωστές οι ποιοτικές αλλαγές στην οικονομική βάση του διεθνούς συστήματος, παγκοσμιοποίηση, περιφερειακές ολοκληρώσεις, συγχωνεύσεις, εξαγωγή κεφαλαίου με τη μορφή της εξαγωγής παραγωγικού κεφαλαίου σε περιοχές ειδικά όπου μπορεί να συνδυασθεί η εκμετάλλευση της νέας ανώτερης, τεχνολογικά, παραγωγικής δύναμης της σύγχρονης εργασίας, με νέες μορφές βίαιου εντατικού απόλυτου σφετερισμού της αξίας της.
Η εξαγωγή δηλαδή κεφαλαίου πραγματοποιείται κυρίως ανάμεσα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, καθώς και στις «αναπτυγμένες» ζώνες των μεσαίων και τρίτων χωρών όλων των ηπείρων, (Κίνα, Τίγρεις, «αναπτυγμένες» ζώνες στην εκτός ΗΠΑ Αμερική, αντιδραστικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες της Μ. Ανατολής, ζώνες Α. Ευρώπης, ζώνες Ν . Αφρικής). Αυτός ο συνδυασμός (εκμετάλλευση της νέας ανώτερης, τεχνολογικά, παραγωγικής δύναμης της σύγχρονης εργασίας, με νέες μορφές βίαιου εντατικού απόλυτου σφετερισμού της αξίας της) μπορεί να επιτευχθεί, στις μεν αναπτυγμένες χώρες με την μετανάστευση, την ελαστική και μαύρη εργασία, την υπερεκμετάλλευση των νέων των γυναικών των μειονοτήτων και στις υπόλοιπες., με την αξιοποίηση του φτηνού αλλά σχετικά καταρτισμένου και κοινωνικά και πολιτικά πειθαρχημένου εργατικού δυναμικού, η του οικονομικά αξιοποιήσιμου, με τις νέες παραμέτρους , φυσικού τους πλούτου.
Στο ζήτημα του διεθνούς συστήματος ιδιαίτερη σημασία έχουν, σε σχέση με το προηγούμενο στάδιο, οι ποιοτικές αλλαγές όσον αφορά «το εδαφικό μοίρασμα του κόσμου» που «είχε τελειώσει» επί Λένιν, με την σχετική μετά από εκείνη την εποχή υπέρβαση της αποικιοκρατίας και της ανοιχτής πολιτικής εθνικής καταπίεσης και κατοχής και την αντικατάστασή της από τις σύγχρονες μορφές νεοαποικιοκρατίας.
Πολύ περισσότερη σημασία έχουν οι ποιοτικές αλλαγές στο διεθνές μοίρασμα των αγορών (ειδικά) για τοποθετήσεις κεφαλαίων και ενίσχυση της κερδοφορίας μέσω αυξημένων ποσοστών εκμετάλλευσης.
Το διεθνές μοίρασμα ανάμεσα στα διεθνή μονοπώλια και στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες ειδικά των αγορών μόλις είχε αρχίσει επί Λένιν ενώ στην εποχή μας αυτό το μοίρασμα των αγορών έχει ήδη τελειώσει, ιδιαίτερα μετά την ποιοτική ανάπτυξη των υπερεθνικών μονοπωλίων, την κατάρρευση των Ανατολικών χωρών και τον αντικειμενικό επενδυτικό αποκλεισμό των μη αναπτυγμένων χωρών και ζωνών..
Η διαρκής πάλη επί καπιταλισμού, … για το ξαναμοίρασμα των αγορών των σφαιρών επιρροής και με άλλη μορφή των εδαφών, πραγματοποιείται επομένως σήμερα πάνω σε νέα ποιοτική βάση που σημαδεύεται τελικά από την ολοκλήρωση του μοιράσματος των αγορών, από την ποιοτική εξάντληση του συνολικού «ζωτικού χώρου» επέκτασης του κεφαλαίου και γι’ αυτό από την μακροπρόθεσμη τάση νέας ποιοτικής όξυνσης του ανταγωνισμού για το ξαναμοίρασμα, με βάση τις νέες μορφές αύξησης της εκμετάλλευσης, άντλησης υπεραξίας και γαιοπροσόδου και γενικά αντιρρόπησης της τάσης πτώσης των ποσοστών κερδοφορίας λόγω της αναγκαστικής τάσης εκρηκτικής μείωσης της ζωντανής εργασίας εξ αιτίας των νέων τεχνολογιών.
Στη νέα βάση διαμόρφωσης του διεθνούς συστήματος του υπεραναπτυγμένου και γι’ αυτό υπεραντιδραστκού και σε βαθύτερη από ποτέ δυνητική κρίση, ιμπεριαλισμού της εποχής μας, ιδιαίτερο ρόλο παίζουν οι νέες σχέσεις και οι αντιθέσεις ανάμεσα στην συνδυασμένη και στην ανισόμετρη ανάπτυξη του κεφαλαίου, των επιχειρήσεων, των καπιταλιστικών κλάδων, των καπιταλιστικών χωρών, των καπιταλιστικών περιφερειών και ολοκληρώσεων.
Οι νέες αυτές σχέσεις και αντιφάσεις στηρίζονται στην οξυνόμενη αντίθεση ανάμεσα στην αδύνατον να ολοκληρωθεί αλλά ωστόσο υπαρκτή τάση για την διαμόρφωση ενός «διεθνούς» νόμου της αξίας, ενός μέσου ποσοστού εκμετάλλευσης της διεθνούς εργατικής τάξης και στην αντικειμενική, για όσο υπάρχει καπιταλισμός, υπονόμευση αυτής της τάσης από τον αναπόφευκτο και αναγκαίο ανταγωνισμό των καπιταλιστών.
Οι καπιταλιστές στο ξαναμοίρασμα και στην ηγεμονία του διεθνούς συστήματος των «αγορών» και τελικά της διεθνούς εκμετάλλευσης της εργασίας, αναζητούν (και έχουν συμφέρον να διατηρούν γενικά) ακριβώς τις «ανισόμετρες» ευκαιρίες υπέρ τους για την αύξηση της κερδοφορίας και την αντιμετώπιση των κινδύνων πτώσης του ποσοστού κέρδους σε βάρος των ανταγωνιστών τους.
Αυτή την όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στη συνδυασμένη και στην ανισόμετρη ανάπτυξη του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, επιχειρούν να διαχειριστούν ανταγωνιστικά πάντα, οι καπιταλιστές σήμερα σε βάρος των εργαζομένων, με τις ολοκληρώσεις, τους διεθνείς πολιτικούς οργανισμούς και την λεγόμενη παγκοσμιοποίηση που διασχίζονται ωστόσο από τον σύγχρονο ανταγωνισμό.
Άλλωστε ο ανταγωνισμός, μετά την εκμετάλλευση, αποτελεί απόλυτο νόμο του καπιταλισμού.
Και οι μετασχηματισμοί, οι σχετικές αρνήσεις και οι αλλαγές μορφής στον ανταγωνισμό (ελεύθερος ανταγωνισμός, μονοπωλιακός και κρατικομονοπωλιακός και σήμερα ανταγωνισμός των υπερμονοπωλίων και των περιφερειακών ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων) έχουν στον πυρήνα τους τελικά, την οικονομική- κοινωνική και ταυτόχρονα πολιτική τάση της ιδιαίτερης ατομικής κυριαρχίας, της ιδιαίτερης ατομικής ιδιοκτησίας και αντίστοιχης πολιτικής εξουσίας που γεννιέται και ξαναγεννιέται σε κάθε κεφαλαιοκρατική σχέση, σε κάθε επιχείρηση, κλάδο ή χώρα, η οποία σφραγίζει, τελικά, με διαφορετικό τρόπο, τον χαρακτήρα της ανάπτυξης κάθε καπιταλιστικής συλλογικότητας (από το έθνος- κράτος και την ιδιαίτερη θέση του στο διεθνές σύστημα, ως τους συμμαχικούς συνασπισμούς και τις περιφερειακές ολοκληρώσεις).
Αλλά αυτό που χαρακτηρίζει τους ποιοτικούς μετασχηματισμούς του ανταγωνισμού στα διάφορα στάδια εξέλιξης του καπιταλισμού δεν είναι τόσο οι σημαντικές αλλαγές της μορφής του αλλά είναι κυρίως τα διαφορετικά ποιοτικά επίπεδα όξυνσης, κρίσης, και δυνητικής υπέρβασης της αντίθεσης ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση και διεθνοποίηση της εργασίας και της παραγωγής από την μια μεριά και στον αντίστοιχα αναπροσαρμοσμένο και αναπόφευκτα «ανταγωνιστικό κατακερματισμό» τους, από την άλλη..
Επόμενα ο ενδοκαπιταλιστικός και ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός εξαρτώνται κυρίως από την καπιταλιστική αντιμετώπιση και υποδούλωση της κοινωνικοποιημένης εργασίας.
Ανεξάρτητα μάλιστα από τις πολλαπλές κοινωνικοπολιτικές συγκυρίες και διακυμάνσεις του ή τις διάφορες εναλλαγές ειρηνικών και μη ειρηνικών περιόδων, έχει γενικά την τάση να εντείνεται και να οξύνεται όσο εντείνεται η βασική ταξική αντιπαράθεση, όσο στενεύουν τα ιστορικά περιθώρια ανάπτυξης της εκμετάλλευσης, όσο ενισχύεται η επιθετικότητά του κεφαλαίου γενικά απέναντι στους εργαζόμενους.
Αυτό ισχύει μακροπρόθεσμα κυρίως για το σημερινό, νέο ιστορικό στάδιο αντιδραστικής ανάπτυξης κρίσης και κλιμάκωσης της επιθετικότητας του καπιταλισμού απέναντι στην ενισχυμένη δυναμική της κοινωνικοποιημένης εργασίας και των τάσεων υπέρβασης του συστήματος.
Γενικότερα, ως αποτέλεσμα του συνδυασμού όλων των παραπάνω αλλαγών στους όρους και στις σχέσεις παραγωγής σε εσωτερικό και διεθνές επίπεδο, στο νέο στάδιο του καπιταλισμού, οι δυνατότητες παραπέρα ποσοτικής και ποιοτικής επέκτασης της δράσης του κεφαλαίου συνολικά, σε νέες σφαίρες αύξησης των ποσοστών κερδοφορίας, τείνουν να εξαντλούνται, να προσκρούουν σε μια σειρά παράγοντες. Να προσκρούουν στην επαναστατικοποίηση της κοινωνικοποιημένης εργασίας, στην ανυπέρβλητη κρίση της σύνδεσης των κοινωνικών καπιταλιστικών παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων με τον μετασχηματισμό της φύσης, στη μείωση και στην «φθορά» της ζωντανής εργασίας, στην τάση κρίσης της δυνητικής παραγωγικότητας της εργασίας, στην τάση κρίσης της αξίας της εργατικής δύναμης και γενικά του νόμου της αξίας, του νόμου της αγοραπωλησίας, στην τάση εξάντλησης των νέων ορίων καπιταλιστικής αξιοποίησης του διεθνούς συστήματος.