«Η επιβολή του νόμου θα ευχόμασταν να γίνεται με προσφορά τριαντάφυλλων. Δεν έχει καταστεί αυτό δυνατό. Η επιβολή του νόμου εμπεριέχει στοιχεία αναγκαστικότητας –το λέω γλυκά-. Το ξύλο είναι στοιχείο αναγκαστικότητας» είπε ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Μάκης Βορίδης στο ΣΚΑΙ και πρόσθεσε: «Η άσκηση νόμιμης βίας είναι αυτό που κάνει η Αστυνομία. Φυσικά θα συνεχίσουμε. Θα κάνουμε αυτό».
Την ίδια στιγμή, ερωτηθείς για τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τόνισε ότι “πρέπει να αναρωτηθεί κανείς γιατί είναι αμφίθυμος ο ΣΥΡΙΖΑ… από τη μία λέει ότι καταδικάζει τα φαινόμενα αυτά από την άλλη όταν πάει να επιβληθεί μία τάξη στο πανεπιστημιο λέει όχι να μην επιβληθεί η τάξη”.
Παρόμοιες δηλώσεις με αυτές του κου Βορίδη έκαναν και άλλοι βουλευτές της ΝΔ σε μια προσπάθεια να στηριχτεί η πολιτική πυγμής που η Κυβέρνηση θέλει να επιβάλλει χρησιμοποιώντας τις αστυνομικές δυνάμεις εναντίον όποιας κοινωνικής ομάδας αντιδρά στα σχέδιά της. Το όργιο της αστυνομικής βίας που ζήσαμε τον τελευταίο καιρό είναι πρωτόγνωρο και μπορεί να συγκριθεί με τη δράση της Αστυνομίας τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60.
Ο Πρωθυπουργός έχοντας εξασφαλίσει τη στήριξη, έναντι σοβαρών ανταλλαγμάτων, της οικονομικής ελίτ και με την ασυλία που του παρέχουν τα ΜΜΕ, η πλειοψηφία των οποίων επίσης ανήκει στους ολιγάρχες αυτού του τόπου, προχωρεί στο κτίσιμο του κράτους της δεξιάς με την στήριξη της ακροδεξιάς πτέρυγας της ΝΔ, η οποία έχει αναλάβει την κάλυψη της αστυνομικής αυθαιρεσίας και των ακροτήτων που δυστυχώς διαπράττουν σε βάρος των πολιτών τα εντεταλμένα για την προστασία τους αστυνομικά όργανα.
Προφανώς ο κος Μητσοτάκης και το οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης πιστεύουν ότι η οικονομική ανάκαμψη είναι απόλυτα συνυφασμένη με την εφαρμογή πολιτικών περιστολής των δημοκρατικών ελευθεριών των πολιτών, κατάργησης διαφόρων παροχών σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, συρρίκνωση μέχρις εξαφανίσεως του κοινωνικού κράτους, περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις, αύξηση των φορολογικών βαρών για τους πολλούς με ταυτόχρονη μείωση για τα μεγάλα εισοδήματα. Γενικότερα επιδιώκουν τη μεταφορά πόρων από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα στα πλουσιότερα με το έωλο επιχείρημα ότι με αυτό τον τρόπο θα γίνουν επενδύσεις που θα βγάλουν την οικονομία από τη στασιμότητα και θα καταπολεμήσουν την ανεργία.
Πέρα από το γεγονός ότι αυτές οι πολιτικές αποδεδειγμένα δεν οδηγούν στην αναθέρμανση της οικονομίας και στην ανάπτυξη, προκαλούν με μαθηματική ακρίβεια και την αντίδραση αυτών που τις υφίστανται. Γιατί ο Ελληνικός Λαός μπορεί να τιμώρησε τον ΣΥΡΙΖΑ και να έφερε στην εξουσία τη δεξιά, δεν είναι όμως διατεθειμένος να υποκύψει στην αστυνομική βία και να δεχτεί αδιαμαρτύρητα το μοντέλο της διακυβέρνησης που θέλει να του επιβάλλει ο κος Μητσοτάκης, ο κος Βορίδης και η ακροδεξιά πτέρυγα που κάνει κουμάντο στην Κυβέρνηση και το κόμμα της ΝΔ.
Σε μια περίοδο κρίσιμη για τη χώρα με τους κινδύνους να ελλοχεύουν, εξαιτίας της επιθετικής πολιτικής της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Κύπρο, είναι τουλάχιστον ανόητο να επιμένει κανείς στην εφαρμογή μιας πολιτικής, η οποία διευρύνει τις ανισότητες, διχάζει το λαό και θέτει στο στόχαστρο της αστυνομικής βίας τη νεολαία και όσους επιμένουν να αγωνίζονται για μια καλλίτερη ζωή. Δυστυχώς η Κυβέρνηση, τυφλωμένη από το πάθος του ρεβανσισμού δεν είναι διατεθειμένη να αναθεωρήσει την πολιτική της. Το πιθανότερο είναι να συνεχίσει στην ίδια σκληρή γραμμή χωρίς να ενδιαφέρεται για τις συνέπειες που θα υπάρξουν σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής, οικονομικής ζωής του τόπου, αλλά και στα ζητήματα που αφορούν ευαίσθητα εθνικά θέματα, για την αντιμετώπιση των οποίων είναι απαραίτητη και αναγκαία η εθνική ομοψυχία.
Εκείνο που πραγματικά ενδιαφέρει τους κυβερνώντες είναι πως θα οικοδομήσουν γρηγορότερα το κράτος της δεξιάς, ώστε στο μέλλον να μην υπάρξουν οδυνηρές για το πολιτικό σύστημα εκπλήξεις όπως το 2015 με την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος βέβαια δεν αποδείχτηκε και πολύ εχθρικός για αυτό. Ενδιαφέρον μεγάλο για την αποφυγή ανεξέλεγκτων καταστάσεων δείχνουν και οι οικονομικές ελίτ που ουσιαστικά κυβερνούν αυτόν τόπο. Στηρίζουν τον κο Μητσοτάκη γιατί τους εξασφαλίζει τη συνέχιση της λεηλασίας της χώρας, ακόμη και χωρίς μνημόνια αυτή τη φορά,. Αν και έχουν περάσει μόλις πέντε μήνες από τις εκλογές η Κυβέρνηση με τους 158 βουλευτές που διαθέτει και με εξασφαλισμένη την σιωπηρή αποδοχή του ΚΙΝΑΛ δημιουργεί τετελεσμένα ως προς την οικοδόμηση ενός ακροδεξιού κρατικού μορφώματος. Οι προοδευτικές δυνάμεις του τόπου μαζί με τα συνδικάτα και το λαϊκό κίνημα έχουν καθήκον να αγωνιστούν για να μην περάσουν οι επιλογές της ακροδεξιάς συντήρησης και της οπισθοδρόμησης.