Η περιφέρεια Ηπείρου σε συνεργασία με την Ισραηλιτική Κοινότητα Ιωαννίνων, το Ίδρυμα Ιωσήφ και Εσθήρ Γκανή και το πνευματικό κέντρο του Δήμου Ιωαννιτών διοργάνωσε το 2019 εκδήλωση με αφορμή την Ημέρα Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος.
Ομιλήτρια στην εκδήλωση ορίστηκε η δημοσιογράφος της δεξιάς συντηρητικής εφημερίδας “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” Ξένια Κουναλάκη. Το κείμενο της ομιλίας εκδόθηκε υπό τη μορφή ενός τομιδίου από τις εκδόσεις των Αθηνών ΠΟΛΙΣ, το Φεβρουάριο του 2019 (α΄ έκδοση) και το Μάρτιο του 2019 (β΄ έκδοση).
Η Ξένια Κουναλάκη, η οποία αρθρογραφεί συχνάκις στο συγκεκριμένο φύλλο για ζητήματα τα οποία αφορούν τον αντισημιτισμό, ξεκίνησε την ομιλία της αναφερόμενη στην προσωπική προσπάθειά της να αντιληφθεί “πως γεννήθηκε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον” της για το Ολοκαύτωμα με δεδομένο ότι δεν έχει “ούτε συγγενείς ούτε φίλους Εβραίους”. Και απέδωσε την ανάδυση αυτού του ενδιαφέροντος στην ίδια σε δύο “πολύ συνηθισμένες” εμπειρίες, οι οποίες ωστόσο “δείχνουν πως μπορεί το σχολείο να καλλιεργήσει τέτοιου είδους αντανακλαστικά”.
Η πρώτη εμπειρία της ομιλήτριας αφορούσε “ένα εξαιρετικό σχολείο, τα εκπαιδευτήρια Μίνα Αηδονοπούλου”, όπου η μαθήτρια του δημοτικού παρακολούθησε “ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ για την απελευθέρωση των στρατοπέδων συγκέντρωσης”. Στην ομιλία της η δημοσιογράφος επαίνεσε την πρωτοβουλία του σχολείου και εκδήλωσε τη δυσαρέσκειά της για την τωρινή κατάσταση των πραγμάτων, διότι “σήμερα λείπουν τέτοιες πρωτοβουλίες”. Η άλλη εμπειρία, η οποία παρακίνησε το ενδιαφέρον της για το Ολοκαύτωμα ήταν η ανάγνωση του Ημερολογίου της Άννας Φρανκ. Και σύμφωνα με την δική της σημερινή εκδοχή ερμηνείας “και στις δύο περιπτώσεις”, αυτό που την “σόκαρε ήταν η ταύτισή” της “με τους ήρωες, η σκέψη ότι κάποια παιδιά της ηλικίας” της, “μόλις σαράντα χρόνια νωρίτερα δεν έπαιζαν αμέριμνα στις αυλές των σχολείων τους, αλλά κρύβονταν σε αποθήκες για να μην τους συλλάβουν οι ναζί και τους οδηγήσουν σε στρατόπεδο, όπου είτε θα πέθαιναν από την πείνα είτε θα εκτελούνταν εν ψυχρώ είτε θα υποβάλλονταν σε φρικτά βασανιστήρια. Και αυτή η ταύτιση κατέστη εφικτή μέσα από ένα ημερολόγιο γραμμένο με ανεπιτήδευτο εφηβικό ύφος και, φυσικά, μέσα από τη σοκαριστική δύναμη της εικόνας του ντοκιμαντέρ, που έδειχνε σκελετωμένους συνομήλικους μου να κοιτούν με τα βαθουλωμένα μάτια τους τον φακό”.
Πρόκειται για μια έμμεση τωρινή (σε διαφορετικές φάσεις της ζωής τους οι άνθρωποι περιγράφουν διαφορετικά τον εαυτό τους) αυτοπεριγραφή σαγηνευτική και συγκινητική στην απλοϊκότητά της, αλλά είναι φανερό ότι δε δημιουργείται έτσι μια μακρόχρονη σχέση ενδιαφέροντος με οτιδήποτε σημαντικό. Αυτό ισχύει και για την περίπτωση του Ολοκαυτώματος. Επί του συγκεκριμένου: οι δύο εμπειρίες, τις οποίες ανακαλύπτει σήμερα ως βασική αιτία του ενδιαφέροντός της για το Ολοκαύτωμα η δημοσιογράφος δεν εξηγούν τη δεκτικότητα και την προέλευση της ευαισθησίας απέναντι στα δύο “ερεθίσματα”.
Πως καταλήγει ένα παιδί να αναγνώσει το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ; Είναι η πολιτική και κοινωνική παιδεία του οικογενειακού περιγύρου; Είναι το σχολικό περιβάλλον; Είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου; Έχει η ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου την ίδια καταλυτική επίδραση σε όλους τους αναγνώστες και όλες τις αναγνώστριες; Έχει ποτέ ένα βιβλίο καταλυτική επιρροή στη διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός ατόμου; Για ποιο λόγο π.χ. να επηρεάζεται ένα παιδί από την ανάγνωση του Ημερολογίου της Άννας Φρανκ και ένα άλλο όχι. Αν ήταν τόσο απλά τα πράγματα θα αρκούσε η ανάγνωση μερικών βιβλίων σαν και αυτό του ημερολογίου της Άννας Φρανκ για να καταπολεμηθεί ο αντισημιτισμός στη ρίζα του. Είναι όμως τόσο ρηχή στην ενδοσκόπησή της η Ξένια Κουναλάκη ή υπάρχουν άλλοι λόγοι που οδηγούν μια τέτοια ακραία απόδοση του ενδιαφέροντός της επί του ζητήματος του Ολοκαυτώματος σε ένα ντοκιμαντέρ ή ένα βιβλίο που έχει διαβαστεί από εκατομμύρια εφήβους σε όλον τον κόσμο. Ειρήσθω εν παρόδω και ο φανατικοί αντισημίτες είναι φιλόπονοι “μελετητές” παρομοίων κειμένων. Αλλά και η ίδια αναγνωρίζει ότι η ανάγνωση του ημερολογίου της Άννας Φρανκ δεν αρκεί για την “εμπέδωση της φρίκης του Ολοκαυτώματος” και όλων των υπολοίπων συμφραζομένων του.
Η Ξένια Κουναλάκη αρνείται να αναφερθεί στο οικογενειακό της περιβάλλον, παράγοντα καταλυτικό στη διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός παιδιού, του προσδιορισμού των κατευθύνσεών του, της κριτικής ή όχι σκέψης του, των ευαισθησιών του. Δεν το κάνει και μάλλον έχει τους λόγους της. Διότι το οικογενειακό της περιβάλλον είχε συγκεκριμένα πολιτικά, ιδεολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Και είναι αυτά τα οποία δε θέλει να εκθέσει, διότι δεν ταιριάζουν με ένα μέρος του σκληρού πυρήνα του γενικότερου πολιτικού και ιδεολογικού αφηγήματός της: της προσπάθειας ταύτισης του αντισημιτισμού με την Αριστερά.
Στη συνέχεια παραθέτει μια σειρά παραδειγμάτων από την ελληνική πολιτική και κοινωνική καθημερινότητα, γνωστά στις διάφορες εκδοχές στους περισσότερους και τις περισσότερές μας. Καταλαμβάνομαι από τον πειρασμό να θεωρήσω αυτή την περιπτωσιολογία των μεμονωμένων περιστατικών αντισημιτικής έκφρασης στην καθημερινότητά μας ως μια μορφή υποταγής της δημόσιας συζήτησης στην δύναμη του τετριμμένου και κοινότοπου. Η Ξένια Κουναλάκη σε άλλο σημείο της ομιλίας της χρησιμοποιεί την αντίστοιχη ξένη λέξη ως δάνειο, “μπαναλοποίηση”.
Ακολούθως διερωτάται για τους λόγους οι οποίοι μας καθιστούν “πανευρωπαϊκούς πρωταθλητές στον αντισημιτισμό” ή πιο συγκεκριμένα προσπαθεί να αποδώσει ευθύνες σε συγκεκριμένους φορείς της ελληνικής κοινωνίας. Απαριθμώ τους παράγοντες τους οποίους θεωρεί υπαίτιους για το φαινόμενο: εκκλησία, σχολείο (μάθημα ιστορίας), τα ΜΜΕ και ο Τύπος, η δικαιοσύνη και η ποπ-κουλτούρα.
Θα ήμουν ο τελευταίος ο οποίος θα αρνιόταν τον θρησκευτικό αντισημιτισμό (παλιάς και νέας κοπής) και το άλογο στοιχείο το οποίο τον συνέχει, αλλά να θεωρεί κανείς ότι “η δυσανεξία” της ελληνικής εκκλησίας “απέναντι στις άλλες θρησκείες” είναι ο κύριος λόγος του σύγχρονου ελληνικού αντισημιτισμού είναι σφάλμα ολκής.
Το δεύτερο στοιχείο αφορά στη διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία. Στο πνεύμα της γενικότερης αντίληψης ότι “όλα είναι παιδεία” επιβαρύνεται η εκπαίδευση με βάρη τα οποία εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να σηκώσει. Ακόμη πιο δύσκολα γίνονται τα πράγματα όταν αποδίδει κανείς σε ένα τμήμα της εκπαίδευσης, τη διδασκαλία της ιστορίας και στο περιεχόμενό της, καθοριστικό ρόλο για την ευδοκίμηση του αντισημιτισμού στην ελληνική κοινωνία. Σύμφωνα με τη δημοσιογράφο ο τρόπος διδασκαλίας της ιστορίας συγκροτεί τον “δεύτερο παράγοντα που συντελεί στην γιγάντωση του αντισημιτισμού”. Ως βασικό επιχείρημα υποστήριξης τούτου του ισχυρισμού η δημοσιογράφος επικαλείται την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στα σχολικά εγχειρίδια στο Ολοκαύτωμα. Και θέτει το ρητορικό αλλά και υποβολιμαίο ερώτημα: “Ποιος εκπαιδευτικός τολμάει να μιλήσει για τέτοια θέματα στα παιδιά, κινδυνεύοντας την επόμενη να αντιμετωπίσει την οργή των γονιών ή των προϊσταμένων του;”
Εδώ αφενός προεξοφλεί η ομιλήτρια τις αντιδράσεις των γονιών, αφ΄ ετέρου δεν λαμβάνει υπόψη της ότι το περιεχόμενο διδασκαλίας στα σχολεία εξαρτάται από το γενικότερο πλαίσιο, το οποίο θέτει το υπουργείο Παιδείας. Ακόμη και εάν συμπεριληφθεί το Ολοκαύτωμα ως διδακτική ύλη στα σχολικά εγχειρίδια βέβαιο είναι ότι θα προστεθεί ένα ακόμη θέμα προς αποστήθιση και μηχανική εκμάθηση, όπως συμβαίνει και με τα υπόλοιπα θεωρητικά μαθήματα. Αλλά πέρα από τούτο το ενδεχόμενο υπάρχουν, στην παρούσα φάση, σημαντικότερα ζητήματα από την συμπερίληψη ή όχι της θεματολογίας του Ολοκαυτώματος στα σχολικά βιβλία. Συγκεκριμενοποιώ τη σκέψη μου για να μην υπάρξουν σκόπιμες παρεξηγήσεις. Έτσι στην προκειμένη συνάφεια, περί της εισαγωγής ή όχι της διδασκαλίας του Ολοκαυτώματος στην εκπαίδευση, θεωρώ ότι πιο εύστοχο θα ήταν να θέσουμε μια σειρά άλλα ερωτήματα: Ποιος εκπαιδευτικός έχει την κατάλληλη ιστορική κατάρτιση και παιδαγωγική εξειδίκευση να μιλήσει για το Ολοκαύτωμα σε ανήλικα παιδιά και εφήβους; Ποιο πανεπιστημιακό επιστημονικό-ερευνητικό τμήμα ή διεπιστημονικές συνεργασίες τμημάτων θα μπορούσε να εκπαιδεύσει εκπαιδευτικούς μελλοντικούς εκπαιδευτές των προς εκπαίδευση παιδιών του μέλλοντος, να εξασκήσει την κριτική ικανότητά τους και την κοινωνική και ανθρωπιστική ενσυναίσθησή τους;
Θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι υπάρχει γενικότερο έλλειμμα ιστορικής παιδείας (και της αντίστοιχης παιδαγωγικής) και δια τούτο το λόγο δεν είναι συνετό κα παραγωγικό να αναγορεύονται οι ελλείψεις του εκπαιδευτικού συστήματος αναφορικώς με το Ολοκαύτωμα σε βασικό παράγοντα του αντιστημιτισμού. Τούτο είναι συγχρόνως και μια πλήρης αντιστροφή της πραγματικότητας: ο αντισημιτισμός προϋπήρχε του Ολοκαυτώματος, ο αντισημιτισμός είναι η αιτία του Ολοκαυτώματος. Η υπόμνηση του Ολοκαυτώματος δεν λειτουργεί αυτομάτως ως αποτρεπτικό μέσο. Ούτε είναι πάντοτε ο αντισημιτισμός απόρροια ελλιπούς μορφώσεως και ελλείψεως πληροφόρησης. Συνήθως οι φανατικοί αντισημίτες γνωρίζουν πολλά περισσότερα για τους Εβραίους από όσο οι υπόλοιποι. Αλλά τούτη η γνώση εντάσσεται σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο ερμηνείας. Ο αντισημιτισμός είναι για τους περισσότερους φορείς του ένα μέσο ερμηνείας του κόσμου. Παράλογο, ωστόσο υπαρκτό. Και αν δεν ταιριάζουν πάντοτε τα δεδομένα με τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα, τόσο το χειρότερο για τα δεδομένα! Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλειφθεί κάθε αντιπαράθεση στο πεδίο της επιστήμης και του λόγου.
Στην Ελλάδα το έλλειμμα γνώσης στην περίπτωση του Ολοκαυτώματος φαίνεται και από την ιδεολογική χροιά και τις ιδεολογικές συνδηλώσεις της ονοματοθεσίας της επίσημης ημέρας μνήμης: Ημέρα Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος. Με τούτη την ονοματοθεσία της επετείου αναπαράγεται η πιο κοινότοπη εκδοχή της κυρίαρχης ιδεολογίας ηρωισμού και θυσίας (στη θρησκευτική ιουδαιοχριστιανική παράδοση τα “ολοκαυτώματα” είναι θυσίες, ούτως ή άλλως) , αλλά το Ολοκαύτωμα ουδεμία σχέση έχει με κάποια “μαρτυρία”, θρησκευτική ή εθνική, ούτε και με κάποιον ηρωισμό (αν παραβλέψουμε κάποιες ελάχιστες περιπτώσεις).
Τα μέλη της εθνικής αντιπροσωπείας ψηφίζοντας το συγκεκριμένο νόμο στην πραγματικότητα ακύρωσαν τη μοναδικότητα του Ολοκαυτώματος, το οποίο ιστορικώς και πολιτισμικώς ευρίσκεται “εκείθεν” όλων των μορφών βίας ανθρώπων εις βάρος άλλων ανθρώπων στην ανθρώπινη ιστορία. Ωστόσο θα ήταν εντελώς άστοχο να καταλογίσει κανείς στα μέλη του εθνικού κοινοβουλίου, στο νομοθέτη, κακή πρόθεση. Η μετατροπή των θυμάτων σε “μάρτυρες” και “ήρωες” αμφισβητεί αυτό, το οποίο αλλού αποκάλεσα ενική μοναδικότητα του Ολοκαυτώματος, αλλά το συμπεριλαμβάνει και το εντάσσει στη βασική ιδεολογική αφήγηση του ελληνικού κρατικού σχηματισμού. Είναι προφανές ότι η Βουλή των Ελλήνων και οι υπηρεσίες της αγνοούσαν την οικουμενική διάσταση του Ολοκαυτώματος.
Έτσι στον σημερινό κόσμο υπάρχουν δύο κράτη τα οποία διαθέτουν τη δική τους ιδιαίτερη σημασία του Ολοκαυτώματος: το Ισραήλ και η Ελλάδα. Στο μεν Ισραήλ το Ολοκαύτωμα θεωρείται αποκλειστικώς ως εβραϊκή υπόθεση και συγκροτεί το βασικό κορμό του κυριάρχου ιδεολογικού αφηγήματος του ισραηλινού κράτους, στην Ελλάδα ενσωματώνεται ως ένα επιπλέον στοιχείο της ελληνικής κυρίαρχης ιδεολογίας, κατ΄ αναλογία του “μαρτυρολογικού” χαρακτήρα του ελληνοχριστιανικού εθνικισμού. Και στις δύο περιπτώσεις αποκλείεται το οικουμενικό στοιχείο του Ολοκαυτώματος. Από μόνο του το συγκεκριμένο γεγονός της ελληνικής περίπτωσης καθιστά δύσκολη τη διδασκαλία της συγκεκριμένης θεματολογίας στο σχολείο. Τούτοι οι “ήρωες” και “μάρτυρες” για πιο πράγμα “μαρτύρησαν” ή “έπεσαν” ηρωικά; Τι είδους “ήρωες” και “μάρτυρες” μπορεί να είναι τα νήπια και τα μικρά παιδιά, τα οποία εξοντώθηκαν με βιομηχανικό τρόπο; Η συμπερίληψη αυτή των θυμάτων του Ολοκαυτώματος στην βασική ελληνοχριστιανική ιδεολογική αφήγηση δημιουργεί μια ιδιάζουσα συνθήκη “ελληνικότητας” και για τους Έλληνες Εβραίους, κάτι που φαίνεται να γίνεται αποδεκτό και από τους ιδίους, αν λάβει κανείς υπόψη του την επιμονή των ίδιων των Ελλήνων Εβραίων σε αυτό το ιδεολογικό σχήμα ενσωμάτωσης, όπως π.χ. εκδηλώνεται με την ευρεία επίκληση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε δημοσιεύματα της περίπτωσης του ήρωα του ελληνο-ιταλικού πολέμου Μαρδοχαίου Φριζή.
Η Ξένια Κουναλάκη συγκαταλέγει και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και τον τύπο στους παράγοντες οι οποίοι υποβοηθούν ή και ενισχύουν τον αντισημιτισμό. Και εδώ η διατύπωση είναι γενικόλογη και για αυτό παραπλανητική. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας αναπαράγουν την ποικιλομορφία των κυρίαρχων στερεοτύπων στην ελληνική κοινωνία. Αυτή την περίοδο, λόγω της διεθνοπολιτικής σύγκλισης με το Ισραήλ, κυριαρχούν τα γνωστά φιλοσημιτικά-αντισημιτικά στερεότυπα: ένας τύπος φιλοσημιτισμού είναι κρυπτοαντισημιτισμός. Η συνεργάτιδα της εφημερίδας Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ αρπάζει την ευκαιρία για να φιλοτεχνήσει το φιλοσημιτικό προφίλ του δεξιού συντηρητικού φύλλου, αλλά πάλι προβαίνει σε παρατραβηγμένες και αυθαίρετες εν πολλοίς ερμηνείες ορισμένων πραγμάτων.
Ούτως αποφαίνεται ότι “με εξαίρεση ίσως την Καθημερινή … ενδεχομένως και την εφημερίδα των Συντακτών και, πολύ σπάνια, τη δημόσια τηλεόραση, ελάχιστα μέσα έχουν φιλοξενήσει σχετικά ρεπορτάζ ή αφιερώματα” για το Ολοκαύτωμα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο συμπεριλαμβάνει η Ξένια Κουναλάκη και τον τύπο “στους υπεύθυνους για την εδραίωση του αντισημιτισμού”. Είναι φανερό ότι διέλαθε της προσοχής της δημοσιογράφου το γεγονός ότι δεν υπάρχει καταρτισμένο δημοσιογραφικό προσωπικό για να χειριστεί ανάλογα ζητήματα. Και εδώ δεν έχουμε πρόθεση, αλλά σαφή εκδήλωση των αδυναμιών και της ελλιπούς κατάρτισης των Ελλήνων δημοσιογράφων.
Από την άλλη η έλλειψη γενικότερης πολιτικής παιδείας, αλλά και ο ανοικτός ή συγκαλυμμένος αντισημιτισμός οδηγούσαν στην σχετικοποίηση και τον ευτελισμό του Ολοκαυτώματος. Αλλά και εδώ θα πρέπει να είμαστε ελαστικοί στις κρίσεις μας, διότι ένα μεγάλο μέρος των αθλιοτήτων ήταν και είναι απόρροια άγνοιας και της ενδημικής ελληνικής “ελαφρότητας” όταν απαιτείται συγκεκριμένη προσωπική ηθική ευθύνη.
Ένα άλλο στοιχείο το οποίο αναδύεται από το κείμενο της ομιλίας της Ξένιας Κουναλάκη είναι η γερμανική συνισταμένη στη σκέψη της και στη θεώρηση των πραγμάτων. Αυτή η συνισταμένη εξηγεί επαρκώς και την “επιθετικότητά” της κατά της ελληνικής αδιαφορίας και του ευτελισμού (οικειοποίηση μέσω ευτελισμού) του Ολοκαυτώματος. Αυτό όσο βαρύ και απαράδεκτο και αν είναι, είναι αληθές, αλλά συγχρόνως και ενδημικό της ελληνικής καθημερινότητας. Η πρόσληψη και η εξοικείωση γίνεται με την υπαγωγή του εκάστοτε αντικειμένου στα μέτρα και σταθμά του υποκειμένου. Σε μια χώρα με τόσες ελλείψεις στην παραγωγή και αναπαραγωγή λόγου αυτό φαίνεται να είναι μονόδρομος για πολλά πράγματα και στην περίπτωσή μας και για το Ολοκαύτωμα.
Η αναφορά σε γερμανική συνισταμένη στη θεώρηση και τις κρίσεις της ομιλήτριας αφορά την έλξη την οποία ασκεί πάνω της το γερμανικό υπόδειγμα συλλογικής μνήμης και κοντά του το ζήτημα της συλλογικής ευθύνης – (αν και προσπαθεί να συγκαλύψει αυτή τη συνάφεια σε βαθμό που χρησιμοποιεί έναν νεολογισμό για να μην κατονομάσει την Γερμανία, αναφέρεται σε “βορειοδυτική Ευρώπη”) – στα οποίο κυριαρχεί “το δέος” και “η απόσταση, αλλά και η καθημερινή υπόμνηση του γεγονότος” του Ολοκαυτώματος. Και δεν αρκεί ότι δεν “μνημονεύουμε” το γεγονός επαρκώς, αλλά “εδώ ζούμε στην μπαναλοποίηση του, μέσα από την υποβάθμιση της σημασίας του”.
Στην ελληνική περίπτωση δεν δυνάμεθα να ομιλήσουμε για υποβάθμιση, διότι ποτέ δεν αξιολογήθηκε το ζήτημα του Ολοκαυτώματος ως κάτι “υψηλό” ώστε στη συνέχεια “να υποβαθμιστεί”. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που άρχισαν να κινούνται κάποια πράγματα αναφορικώς με το συγκεκριμένο ζήτημα. Οι λόγοι για αυτό το γεγονός ποικίλλουν, αλλά δεν οφείλονται στην κακή γενικώς και αορίστως προαίρεση της ελληνικής κοινωνίας, παρά το πιθανώς υψηλό ποσοστό του αδιευκρίνιστου ελληνικού αντισημιτισμού.
Οι “αυστηρές” κρίσεις της Ξένιας Κουναλάκη προέρχονται από τη γερμανική συνισταμένη στη θεώρηση του Ολοκαυτώματος και των κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών συμφραζόμενων του. Η αντίληψη της ομιλήτριας καθορίζεται αναφορικώς με το Ολοκαύτωμα από ένα άξιο προς μίμηση “εκεί” προς ένα ανάξιο και προς αποφυγή “εδώ”. Ωστόσο η δημοσιογράφος παραγνωρίζει το καθοριστικό γεγονός ότι ο πολιτισμός μνήμης του “εκεί” με τη σημερινή μορφή του είναι προϊόν κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών και γερμανικών εθνικών αναγκών δεκαετιών. Και αυτές δεν ήσαν πάντοτε οι καλύτερες απέναντι στο παρελθόν και τις ευθύνες που απέρρεαν από αυτό. Καταλήγω: η σύγκριση ανόμοιων καταστάσεων και αφετηριών δε βοηθάει στην αποτελεσματικότερη από ηθικής πλευράς προσέγγιση του ζητήματος του Ολοκαυτώματος. Το “εκεί” είναι χώρα των θυτών και της βίας, το “εδώ” είναι χώρα θυμάτων.
Σε αυτή την αντιστοίχηση της Ξένιας Κουναλάκη του γερμανικού “εκεί” και του ελληνικού “εδώ” βλέπουμε την γερμανική ιδεολογική αποίκηση της ελληνικής πραγματικότητας, την οποία επιχειρεί με συστηματικό νεοαποικιοκρατικό τρόπο η γερμανική πλευρά Δεν είναι τυχαίο ότι στο στόχαστρο της Ξένιας Κουναλάκη βρίσκεται και ο πολιτικός κόσμος της χώρας και, κυρίως, η Αριστερά. Το 2019 ήταν έτος εκλογών. Και εδώ πάλι φαίνεται η γερμανική επιρροή: “θυμάμαι ακόμη το σοκ του γερμανικού τύπου, συμπεριλαμβανομένου και του ταμπλόιντ Bild, για αυτή την κυβερνητική σύμπραξη”) – η αναφορά αφορά την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Η “κομματικοποίηση” και η προεκλογική συνάφεια της ομιλίας της κορυφώνεται στην αμίμητη φράση: “Η Αριστερά στην Ευρώπη έχει, άλλωστε, μακρά παράδοση σε αυτό τον τομέα”. Στον τομέα του αντισημιτισμού. Και προς επίρρωση του ισχυρισμού της επικαλείται τις καταγγελίες εκείνη την περίοδο κατά του Εργατικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας και το γεγονός ότι “στην Ελλάδα ο αντισημιτισμός ενδύεται συχνά τον μανδύα εναντίον της πολιτικής του Ισραήλ, με τη μεταχείριση των Παλαιστινιών να περιγράφεται ως ναζιστική”. Το τελευταίο φυσικά δεν είναι ζήτημα που απαντάται μόνο στην Ελλάδα, αλλά είναι κοινός τόπος σε πολλές πολιτικές ομάδες της Αριστεράς, αλλά και της λαϊκής ιδεολογίας (“κάνουν τα ίδια και χειρότερα”) και όντως πρόκειται για μορφές ανοικτού ή κρυπτοαντισημιτισμού (λανθάνοντος). Επ΄ αυτού έχω συγγράψει και έχω ασκήσει δημόσια κριτική και πολεμική, αλλά αυτή η συλλήβδην καταδίκη της ευρωπαϊκής Αριστεράς για αντισημιτισμό θα προκαλούσε απλώς θυμηδία, αν δεν εργαλειοποιούνταν για προεκλογική χρήση.
Η δημοσιογράφος ομιλεί ως φορέας ενός φύλλου με το οποίο ταυτίζεται πλήρως. Και αποδίδει στην εφημερίδα ιδιότητες, τις οποίες δεν κατέχει. Η όψιμη ευαισθησία της συγκεκριμένης εφημερίδας περισσότερο συνδέεται με πολιτικές σκοπιμότητες της στιγμής και πολιτικό καιροσκοπισμό και όχι με κάποια θέση αρχών. Από την άλλη ο αντισημιτισμός αρκετών φορέων της πολιτικής Αριστεράς είναι υπαρκτός. Αυτό θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο, αλλά συγχρόνως είναι εμφανέστατη η πρόθεση της δημοσιογράφου να γενικεύσει το συγκεκριμένο στοιχείο εναντίον της υποτιθέμενης ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς. Η “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” ανακάλυψε τον αντισημιτισμό της Αριστεράς αρκετά όψιμα. Αυτό έγινε σε σχέση με την πολιτική αντιπαράθεση και την νέα κυρίαρχη πολιτική διάταξη “εχθρού-φίλου” που προέκυψε μετά την καθίζηση του ΠΑΣΟΚ. Ο νέος αντίπαλος έπρεπε να στιγματιστεί συλλήβδην. Και έτσι ευαισθητοποιήθηκε η δεξιά καθεστωτική εφημερίδα για το Ολοκαύτωμα.
Αλλά η “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” έχει συμβάλλει στην “μπαναλοποίηση” του Ολοκαυτώματος σε ιδιαίτερα κρίσιμες εποχές. Κυρίως όταν άρχισε να κοχλάζει ο νέος εθνικισμός τη δεκαετία του 1990. Αναφέρω ως παράδειγμα τις ιδεολογικές αλχημείες αναφορικώς με την έννοια της γενοκτονίας και τη συσχέτισής της με τους διωγμούς των Ελλήνων στον Οθωμανικό Πόντο και στη Σοβιετική Ένωση. Η “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” πριμοδότησε την πιο αισχρή σχετικοποίηση του Ολοκαυτώματος με τον άθλιο τίτλο “Άουσβιτς εν ροή” σε ένα ολοσέλιδο άρθρο του Πολυχρόνη Ενεπεκίδη. [Βλ. σχετικά το άρθρο μου στο ΕΝΕΚΕΝ].
Στους παράγοντες που συνέβαλλαν στην “εδραίωση” του αντισημιτισμού συμπεριλαμβάνει η Ξένια Κουναλάκη και τη δικαστική εξουσία. Επειδή η δικαστική εξουσία είναι “παρακολούθημα” της πολιτικής δεν υφίσταται δηλαδή ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, θεωρώ ότι οι μομφές δικαιολογούνται περιορισμένα . Και εδώ θα πρέπει να συσχετίσουμε το επίπεδο του νομικού μας πολιτισμού με το γενικότερο επίπεδο παραγωγής επιστημονικού λόγου. Η αμηχανία και η απραξία της Ελληνικής Δικαιοσύνης για χρόνια ολόκληρα απέναντι στην ωμή βία και τη ρητορεία του μίσους σχετίζεται με αυτό το γεγονός. Όταν η πολιτική εξουσία αποφάσισε να “μαστορέψει” την κατάσταση – ο Αντώνης Σαμαράς ως πρωθυπουργός έδωσε το σύνθημα με μια αναφορά του στο DNA [sic!] των Ελλήνων μέσα στη Συναγωγή της Θεσσαλονίκης – απέμενε ένα κρίσιμο γεγονός για να ενεργοποιηθεί η κατάσταση. Όπως και έγινε και καταλήξαμε σε μια “παρωδία” δικαστικών διαδικασιών, τις οποίες καλά θα είναι να μη σχολιάζουμε δημοσίως.
Από τη θεωρία των μέσων, η Ξένια Κουναλάκη σπούδασε επικοινωνία και ΜΜΕ στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, γνωρίζουμε ότι η απασχόληση σε ένα συγκεκριμένο μέσο επιβάλλει στον συνεργαζόμενο/εργαζόμενο τις γενικότερες κατευθυντήριες γραμμές και απόψεις του μέσου. Η περίφημη περίπτωση Αριστερών που εργάζονται σε συντηρητικά μέσα είναι μια φενάκη για τους αναγνώστες ότι το μέσο είναι πολυσυλλεκτικό. Άλλο όμως οι φιλοξενούμενες απόψεις και άλλο η σταθερή απασχόληση σε ένα μέσο. Στη δεύτερη περίπτωση καθορίζονται η σκέψη και οι προτεραιότητες από εκείνες τις οποίες επιβάλλει ο προσανατολισμός του μέσου.
Διαβάζοντας κανείς την ομιλία της στα Ιωάννινα, πέρα από κάποιες στερεότυπες αναφορές σε γνωστά δεδομένα της ελληνικής δημοσιότητας, διαβλέπει την ισχυρή αντι-αριστερή εμμονή της – ενδεικτικότατο το γεγονός ότι δεν κάνει καμία αναφορά στο αριστερό οικογενειακό της περιβάλλον, την γερμανική προσλαμβάνουσα του, όπως και της ιδίας. Ωσάν να γεννάται η ευαισθησία της για τα πάθη των Εβραίων και κατ΄ επέκταση για το Ολοκαύτωμα από εξωγενή και δευτερεύοντα ερεθίσματα.
Το άλλο στοιχείο το οποίο εκδηλώνεται είναι η πλήρης αποίκηση της σκέψης της από τον γερμανικό πολιτισμό μνήμης. Αυτό εξηγεί και την επιμονή της με ηθικολογική έπαρση στο ζήτημα των συνεργατών των Γερμανών. Η αναφορά του ακραίου παραδείγματος της Πολωνίας είναι και αυτή συνειδητή. Όπως ενδεικτική είναι η ηθική υποβάθμιση στην αξιολόγησή της των Ελλήνων έναντι των “βορειοδυτικών Ευρωπαίων”, δηλαδή των Γερμανών, οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, αρέσκονται να αυτοπαρουσιάζονται ως “πρωταθλητές της μνήμης”.
Σε μια πρακτική πολιτικής ορθότητας η Ξένια Κουναλάκη αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τη λέξη Γερμανία, αναφέρεται μια φορά στη συγκεκριμένη χώρα με το νεολογισμό “Βορειοδυτική Ευρώπη” και δεν αναφέρεται από την ίδια καμία φορά η λέξη Γερμανός/Γερμανοί, γερμανικός, αλλά πάντοτες ναζί και ναζιστές. Και μια φορά κατά την οποία αναφέρεται το επίθετο “γερμανικός” γίνεται σε σχέση με τον γερμανικό τύπο και αυτό σε αντιδιαστολή με τον αντισημιτικό ελληνικό τύπο δηλώνει κάτι θετικό.
Αυτή η άκριτη αποδοχή του γερμανικού υποδείγματος μνήμης αποτελεί στοιχείο της μεταπρατικής ιδεολογίας περί “πολιτισμένων”, “αναπτυγμένων” Ευρωπαίων και υπανάπτυκτων και μειωμένης ηθικής αντίληψης Ελλήνων. Τα αντικειμενικά προβλήματα της Ελλάδος μετατρέπονται σε προβλήματα των πολιτών της.
Η Ξένια Κουναλάκη αγνοεί και τις αντιπαραθέσεις στην ελληνική δημόσια συζήτηση (έντυπα και μέσα κοινωνικής δικτύωσης), αλλιώς δεν εξηγείται η φράση της αναφορικά με τη διερεύνηση της ιστορίας του δοσιλογισμού: “… η ενασχόληση με τούτο το ιστορικό κεφάλαιο είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Και οποιοσδήποτε προσπαθεί να θίξει το ζήτημα γίνεται αυτομάτως αποσυνάγωγος και χαρακτηρίζεται μειοδότης”. Θα μπορούσα να απαριθμήσω μια σειρά από σημαντικές συνάφειες της Kατοχής, οι οποίες συνεχίζουν να είναι ανεξερεύνητα σχεδόν πεδία της ιστορικής έρευνας. Δεν μπορεί λοιπόν το γενικό πρόβλημα να μετατρέπεται σε ειδικό για να συγκλίνουν τα ιστορικά δεδομένα με τις όποιες αυθαίρετες κρίσεις του οποιουδήποτε επειδή απλώς η χώρα ευρίσκεται σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο.