Η πρωτόγνωρη πολεμική ρητορική σύσσωμης της τουρκικής ηγεσίας, συνεπικουρούμενης και από το σύνολο της αντιπολίτευσης σε βάρος της Ελλάδος με παράλογες απαιτήσεις, αλλά και έντονα, ρατσιστικά στοιχεία σε βάρος των Ελλήνων, που δηλητηριάζουν, πιθανόν και ανεπανόρθωτα, το κλίμα μεταξύ των δύο λαών καταδεικνύει με ενάργεια τους στόχους και επιδιώξεις του ισλαμοστρατοκρατικού καθεστώτος της Άγκυρας.
Εκατό χρόνια από τη μικρασιατική καταστροφή, που σημειωτέον στην Ελλάδα πέρασαν «αόρατα», χωρίς καμία σοβαρή και ουσιαστική ενδοσκόπηση, κατά την πάγια λογική της συλλογικής αμνησίας και λήθης που επέβαλε το ελληνικό κατεστημένο διαχρονικά, η τουρκική επεκτατικότητα και αρπακτικότητα που είναι συμφυής με τον χαρακτήρα του τουρκικού κράτους, που δημιουργήθηκε το 1923 ως διάδοχος της οθωμανικής αυτοκρατορίας, στρέφεται και πάλι ενάντια στον Ελληνισμό (Ελλάδα, Κύπρος) με απροκάλυπτο και εμπρηστικό τρόπο.
Καθημερινά και ενορχηστρωμένα μέσω ενός οργανωμένου επικοινωνιακού συστήματος επιχειρείται η διαμόρφωση συνθηκών για πολεμική σύρραξη μέσω της δαιμονοποίησης της Ελλάδος, χρησιμοποιώντας τα πάντα. Από ψευδή κατασκευασμένα γεγονότα, μέχρι την καταστρατήγηση όχι μόνο κάθε έννοιας των υπαρχουσών συνθηκών και του Διεθνούς Δικαίου, αλλά ακόμα και των βασικών κανόνων της λογικής. Τελευταία στη σειρά πρόκληση η προσπάθεια αξιοποίησης του παράνομου τουρκο-λιβυκού μνημονίου με τη μη νόμιμα υφισταμένη κυβέρνηση της σπαρασσόμενης Λιβύης με στόχο τις γεωτρήσεις νότια της Κρήτης, εντός της ελληνικής ΑΟΖ. Δύο είναι κυρίως οι βασικές αιτίες, που πυροδοτούν αυτό το εξτρεμιστικό εθνικιστικό κλίμα κατά της Ελλάδος.
Από τη μια μεριά οι πάγιες επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας, που διογκώνονται σήμερα λόγω και της αλαζονικής αυτοανακήρυξης της ως υπερδύναμης στην οποία οφείλουν οι γείτονες να συμπλέουν με τη βούληση και τις επιθυμίες της βάσει της ναζιστικής θεωρίας του ζωτικού χώρου. Βασικό εμπόδιο σε αυτήν την πολιτική της υπερεπέκτασης της Τουρκίας αποτελεί η Ελλάδα και η Κύπρος και εξ αυτού η στόχευση για φιλανδοποίηση τους.
Από την άλλη, οι βραχυπρόθεσμες ανάγκες για τη σωτηρία του καθεστώτος Ερντογάν ενόψει των κρίσιμων προεδρικών εκλογών την άνοιξη του 2023 αφού λόγω της οικονομικής κρίσης, που κάποτε αποτελούσε το μεγάλο χαρτί αυτού, η μόνη δυνατή αξιόπιστη πηγή εκλογικής ενίσχυσης του είναι η εκτόξευση του εθνικιστικού πυρετού στα λαϊκά τουρκικά στρώματα τα οποία είναι επιρρεπή σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Σε αυτό συντελεί ανοήτως και η τουρκική αντιπολίτευση, η οποία υπερακοντίζει στην εθνικιστική ρητορική προτρέποντας τον Ερντογάν να υλοποιήσει τις απειλές εν σχέσει με τα νησιά του Βορείου Αιγαίου. Με αυτόν όμως τον τρόπο παρέχει στο καθεστώς Ερντογάν το πλαίσιο για πολεμική επιχείρηση κατά της Ελλάδος που αν τυχόν πραγματοποιηθεί θα διέλυε όλη την αντιπολιτευτική της στρατηγική, ή εναλλακτικά θα μπορούσε να του παράσχει τη δυνατότητα να αναβάλει τις εκλογές για ένα συν ένα έτη σύμφωνα με τις προβλέψεις του τουρκικού συντάγματος.
Ανεξάρτητα όμως από τα παραπάνω, η αμφισβήτηση της κυριαρχίας των ελληνικών νησιών του Αιγαίου λόγω δήθεν παραβιάσεως της συνθήκης της Λωζάννης και των Παρισίων μετατρέπεται πλέον σε κυρίαρχη και εμμονική τουρκική απαίτηση. Το πρόσφατο τουρκικό διάβημα στον Έλληνα πρεσβευτή στην Άγκυρα, αλλά και στον αντίστοιχο Αμερικάνο εν σχέσει με την στρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών φανερώνει εύγλωττα που θα επικεντρωθούν οι παράνομες τουρκικές διεκδικήσεις.
Ο στόχος των νεο-οθωμανών είναι ξεκάθαρος. Τυχόν μερική αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, θα τα μετέτρεπε σε εύκολη λεία της τουρκικής βουλιμίας. Το παράδειγμα της Κύπρου είναι πικρό και εξόχως διδακτικό. Η άφρων τριανδρία της στρατιωτικής Χούντας (Παπαδόπουλος, Μακαρέζος, Παττακός) κατ’ απαίτηση της Τουρκίας με την βοήθεια των Αμερικανών (Σάιρους Βανς) το 1968 προχώρησαν στο εθνικό έγκλημα της απόσυρσης της μεραρχίας που είχε στείλει στο νησί η κυβέρνηση του Γ.Παπανδρέου το 1964, αφήνοντας έτσι γυμνή στρατιωτικά τη Μεγαλόνησο με τα γνωστά αποτελέσματα.
Πρόκειται συνεπώς για τη μέγιστη τουρκική θρασύτητα να θέτει θέματα αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών, με το επιχείρημα ότι δήθεν αποτελούν κίνδυνο για την άμυνα της Τουρκίας (!), όταν μάλιστα σύμφωνα με το δόγμα της λεγόμενης “γαλάζιας πατρίδας” επιδιώκει ξεκάθαρα την υφαρπαγή τεραστίων θαλάσσιων εκτάσεων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, απειλώντας άμεσα την ασφάλεια των πληθυσμών των ελληνικών νησιών και της ελληνικής κυριαρχίας.
Γι’ αυτό και δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερη εφαρμογή του άρθρου 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που προβλέπει το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας σε κάθε χώρα που απειλείται, όπως εν προκειμένω η Ελλάδα. Άλλωστε, πέραν αυτών με βάση την ιστορική και νομική επισκόπηση η τουρκική επιχειρηματολογία είναι παντελώς προσχηματική. Στη μεν συνθήκη της Λωζάνης του 1923 για τη Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία ουδεμία πρόβλεψη για καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης υπάρχει, απλώς η Ελλάδα για να συμβάλλει στην ειρήνη, ανελάμβανε τότε ορισμένους περιορισμούς. Ως προς τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, η προβλεπόμενη τότε αποστρατιωτικοποίηση των νησιών αυτών καταργήθηκε με τη Σύμβαση του Μοντρέ το 1936, η, δε, Τουρκία με επιστολή του τότε πρέσβη της στην Αθήνα, αναγνώριζε το δικαίωμα στην Ελλάδα να προχωρήσει σε στρατιωτικοποίησή τους.
Τέλος, η προβλεπόμενη αποστρατιωτικοποίηση της Δωδεκανήσου στη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων επιβλήθηκε λόγω των τότε ιστορικών συνθηκών, που μεταβλήθηκαν πολύ γρήγορα από την εν συνεχεία δημιουργία των στρατιωτικών συνασπισμών του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Ειδικά, μάλιστα, για τα Δωδεκάνησα, η Τουρκία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη συνθήκη αυτή, αφού ως ουδέτερος επιτήδειος ήταν ουσιαστικός σύμμαχος του Χίτλερ και του Μουσολίνι καθ’ όλη τη περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και για τούτο δεν έχει την παραμικρή νομική δυνατότητα να θέτει αυτό το ζήτημα.
Πέραν των ανωτέρων νομικών προβλέψεων, οι οποιοδήποτε περιορισμοί έχουν αρθεί, λόγω της συνεχούς επιθετικής και αναθεωρητικής δια της βίας πολιτικής της Τουρκίας, η οποία το 1974 κατέβαλε παρανόμως μεγάλο τμήμα της Κύπρου και το κατέχει ως σήμερα και παραβιάζει συνεχώς τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο με οπλισμένα στρατιωτικά αεροσκάφη πάνω από τα νησιά του Αιγαίου. Επί δεκαετίες έχει δημιουργήσει και συντηρεί την τέταρτη στρατιά του Αιγαίου με χιλιάδες αποβατικά σκάφη, με μοναδικό στόχο την κατάληψη νησιών και έχει νομοθετήσει παρανόμως το casus belli κατά της Ελλάδος, σε περίπτωση που αυτή ασκήσει το νόμιμο διεθνές δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων της στο Αιγαίο.
Απέναντι σε αυτήν την προκλητική συμπεριφορά της Άγκυρας, που θρασύτατα θέτει θέμα κυριαρχίας των ελληνικών νησιών μετά από έναν αιώνα, οι συνήθεις απλές απαντήσεις του Υπουργείου Εξωτερικών δεν φτάνουν. Απαιτείται άμεσα η συστηματική και δυναμική έκθεση του παράνομου και επιθετικού τουρκικού αναθεωρητισμού σε όλα τα διεθνή φόρα πριν η τουρκική θρασύτητα αποκτήσει διεθνές ακροατήριο. Οι συνήθεις ανεκτικές, άχρωμες ελληνικές και καθωσπρεπιστικές αντιδράσεις που οφείλονται και στο διαχρονικά διαμορφωθέν φοβικό σύνδρομο των ελίτ των Αθηνών αποτελούν, αν συνεχιστούν, θανάσιμη παγίδα για τα ελληνικά συμφέροντα.
Η χώρα μας οφείλει πριν να είναι αργά, παράλληλα με την επιθετική διπλωματική διαπόμπευση του τουρκικού παραλογισμού, να προχωρήσει στην περαιτέρω σοβαρή ενίσχυση των ελληνικών νησιών με σύγχρονα και έξυπνα πυραυλικά συστήματα, έτσι ώστε να μετατραπεί το αρχιπέλαγος του Αιγαίου σε μεγάλη αποτρεπτική ομπρέλα και χώρος αντιπρόσβασης απέναντι στην αποβατική τουρκική στρατιά του Αιγαίου. Ο τουρκικές προκλήσεις ως προς την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά του Αιγαίου, ακυρώνουν εν τοις πράγμασι τις όποιες προτάσεις – πιέσεις προς την Αθήνα (βλ. ενδεικτικά δηλώσεις Πομπέο για μείωση του στρατιωτικού αποτυπώματος στην περιοχή) να προχωρήσει σε απόσυρση του βαρέως οπλισμού από τα νησιά, με παράλληλη μετακίνηση, πέραν των 100 χιλιομέτρων της αποβατικής 4ης στρατιάς.
Εκατό χρόνια από την μικρασιατική καταστροφή ο Ελληνισμός αντιμετωπίζει ζήτημα επιβίωσης από τον τουρκικό επεκτατισμό. Οι ψευδαισθήσεις, τα κακοχωνεμένα ιδεολογήματα και οι εικονικές πλάνες των κατευναστικών ελληνικών ελίτ διαχρονικά έχουν πλήρως συντριβεί μπροστά στον πρόδηλο τουρκικό εξτρεμισμό. Σήμερα απαιτείται συνδυαστικώς, προκειμένου να αποτραπούν νέοι εθνικοί ακρωτηριασμό από τον κακόβουλο γείτονα, η επιθετική διαπόμπευση του τουρκικού αναθεωρητισμού με βασικά επιχειρήματα την τουρκική κατοχή στην Κύπρο και την παραμονή 40.000 στρατιωτών όπως προχθές δημόσια συνομολόγησε ο ίδιος ο Ερντογάν, την βίαιη καταστρατήγηση των όρων της συνθήκης της Λωζάνης ως προς την Ίμβρο και τη Τένεδο και την εξαφάνιση της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, η ενίσχυση των διεθνών συμμαχιών και η ουσιαστική και έξυπνη ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων, αλλά και η ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα (παλλαϊκή άμυνα).
Ο Γεώργιος Παπασίμος είναι δικηγόρος Αθηνών