Γεώργιος Βέργουλας
Θεσσαλονίκη 13.2.2021
Οι πολιτικές καταστολής – απαγόρευσης της χρήσης ναρκωτικών παρουσιάζουν το εξής παράδοξο: Περιγράφονται και υποστηρίζονται από τους εκάστοτε υπεύθυνους κρατικής πολιτικής ως απαραίτητες για τη διατήρηση της δημόσιας υγείας και ασφάλειας αλλά έχει αποδειχθεί ότι συμβάλλουν σε θανατηφόρο βία, διακρίσεις, ρατσισμό, νόσο, βίαια μετακίνηση, αδικία και υποβαθμίζουν το δικαίωμα του ανθρώπου στην υγεία.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο κίνδυνος των ναρκωτικών για την κοινωνία δικαιολογεί κάποιο βαθμό κατάργησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων για την προστασία της ασφάλειας του συνόλου, όπως αυτή προβλέπεται από το νόμο περί ανθρώπινων δικαιωμάτων σε περιπτώσεις μεγάλων κρίσεων. Όμως σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις οι κοινωνίες θα πρέπει να επιλέξουν τον λιγότερο βλαπτικό τρόπο για να αντιμετωπίσουν την επείγουσα ανάγκη. Τα μέτρα που θα ληφθούν σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να είναι αναλογικά και σχεδιασμένα για να αντιμετωπίσουν ξεκάθαρους και ρεαλιστικούς στόχους. Είναι αποδεκτό πλέον από όλους ότι η επιδίωξη της απαγόρευσης των ναρκωτικών δεν πληροί κανένα από τα παραπάνω κριτήρια. Απαιτείται απόλυτος σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα των αδύναμων και όχι μόνο ιδιαίτερα σε εποχές που οι κοινωνικές διακρίσεις κορυφώνονται. Συνηθισμένες προσεγγίσεις της δημόσιας υγείας που θα μπορούσαν να είναι μέρος της πολιτικής για τα ναρκωτικά έχουν απορριφθεί στο πλαίσιο της επιδίωξης της απαγόρευσής τους. Η ιδέα της ελάττωσης της βλάβης που προκαλεί η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι κεντρική στη δημόσια πολιτική σε τομείς που αφορούν την ασφάλεια της οδικής κυκλοφορίας, τη ρύθμιση του καπνού και του αλκοόλ, την ασφάλεια της τροφής, την ασφάλεια στα σπορ και πολλές άλλες όψεις της ζωής όπου η συμπεριφορά υπό έλεγχο δεν απαγορεύεται. Κατηγορηματικά η επιδίωξη ελάττωσης της βλάβης, που προκαλείται από τα ναρκωτικά, μέσω πολιτικής και προγραμμάτων απαγόρευσης διακίνησης αλλά και ποινικοποίησης της χρήσης έχει αποτύχει. Οι πολιτικές για τα ναρκωτικά που είναι απορριπτικές των εκτεταμένων στοιχείων της αρνητικής τους επίδρασης καθώς και προσεγγίσεων που θα μπορούσαν να βελτιώσουν το επίπεδο υγείας είναι κακές για όλους τους ενδιαφερόμενους. Πολλές χώρες έχουν αποτύχει να αναγνωρίσουν και να διορθώσουν τη βλάβη σε επίπεδο υγείας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έχουν προκληθεί στην επιδίωξη της απαγόρευσης και καταστολής των ναρκωτικών και φυσικά δεν αναγνωρίζουν τις νομικές ευθύνες που τους αναλογούν. Οι πολιτείες αυτές φυλακίζουν ανθρώπους για μικροπαραβάσεις αλλά αρνούνται την υποχρέωσή τους να παρέχουν υγειονομικές υπηρεσίες σε αυτούς που έχουν συλληφθεί. Αναγνωρίζουν την ανάπτυξη παράνομων αγορών ναρκωτικών ως αποτέλεσμα της πολιτικής τους αλλά δεν κάνουν τίποτε σημαντικό για να προστατεύσουν τους ανθρώπους από τοξικά, νοθευμένα ναρκωτικά που είναι αναπόφευκτα σε παράνομες αγορές ή τη βία των οργανωμένων εγληματιών που συχνά γίνεται χειρότερη με την αστυνόμευση. Ξοδεύουν δημόσιο χρήμα σε πολιτικές που δεν επηρεάζουν αποδεδειγμένα τη λειτουργία των υπαρχουσών παράνομων αγορών και χάνουν την ευκαιρία να επενδύσουν το δημόσιο χρήμα εύστοχα σε υπηρεσίες υγείας για ανθρώπους που συχνά είναι πολύ φοβισμένοι για ζητήσουν δημόσια βοήθεια. Παράδειγμα προς μίμηση αποτελούν οι πολιτικές χωρών που έχουν τροποποιήσει τη νομοθεσία τους και έχουν απορρίψει τις απαγορευτικές διατάξεις για τα ναρκωτικά. Η αποποινικοποίηση της χρήσης των ναρκωτικών, όπως π.χ. στην Πορτογαλία και την Τσεχία, οδήγησε σε σημαντική εξοικονόμηση χρημάτων αλλά και κοινωνικού κεφαλαίου, μικρότερο αριθμό φυλακίσεων, σημαντικά οφέλη στη δημόσια υγεία (λοιμώξεις) χωρίς σημαντική αύξηση της χρήσης των ναρκωτικών. Η αποποινικοποίηση μικρών παραβάσεων μαζί με αναβάθμιση των υπηρεσιών πρόληψης και ελέγχου των λοιμώξεων επέτρεψε την Πορτογαλία να ελέγξει μια ταχέως εξαπλούμενη επιδημία λοίμωξης από HIV και την Τσεχία να προλάβει την εμφάνισή της. Σε περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατή η άμεση αποποινικοποίηση της χρήσης ναρκωτικών, η αναβάθμιση των υποστηρικτικών υπηρεσιών για ανθρώπους που κάνουν χρήση ναρκωτικών (PWUD=people who use drugs) δείχνει την αξία της απάντησης και του ενδιαφέροντος της κοινωνίας σε αυτούς που διαπράττουν μικροπαραβάσεις του ποινικού κώδικα συγκριτικά με την απαγορευτική και τιμωρητική διαδικασία. Ένα πρωτοπόρο πρόγραμμα θεραπείας υποκατάστασης οπιοειδών (OST=opioid substitution therapy) στην Τανζανία είναι βοηθητικό για την κοινωνία αλλά και τους κρατικούς υπαλλήλους να αναθεωρήσουν την στάση τους και να θεωρήσουν ότι η χρήση (ένεση) ηρωίνης δεν αποτελεί εγκληματική ενέργεια. Στον Καναδά (Βανκούβερ) και την Ελβετία τα αποτελέσματα της προσεκτικής και επιμελημένης βοήθειας, που αφορά υπηρεσίες ελεγχόμενης ένεσης ναρκωτικών και η υποστήριξη με ηρωίνη, είναι θεαματικά και έχουν αλλάξει την εικόνα των ανθρώπων που κάνουν χρήση ναρκωτικών. Όμως και τα προγράμματα αυτά δεν συνοδεύονται από υπηρεσίες ενίσχυσης του κινήτρου, κοινωνικές υπηρεσίες και ιατρικές υπηρεσίες και δεν αντιμετωπίζουν το ζήτημα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η εμπειρία του Βανκούβερ επίσης δείχνει την αξία της συμμετοχής των PWUD στην λήψη αποφάσεων για την πολιτική και τα προγράμματα που επηρεάζουν το σύνολο αυτών των ανθρώπων. Είναι σημαντικό σε αυτό το δίκτυο να συμμετέχουν μέλη οικογενειών και πρώην εξαρτημένοι, όχι μόνο νύν, για να ενισχυθεί η αντίληψη ότι η εξάρτηση θεραπεύεται.
Έχοντας υπόψην όλα τα παραπάνω πρέπει να αποφασίσουμε ποια θα είναι η πολιτική «περί του πρακτέου» – για τα επόμενα 5-10 χρόνια. Θα αρκεσθούμε στη νομιμοποίηση της χρήσης μίας σειράς εθιστικών ουσιών, την απελευθέρωση της διακίνησής τους και την ελάττωση των επιπτώσεων των εξαρτητικών συμπεριφορών στο γενικό πληθυσμό ή θα προχωρήσουμε στη συρρίκνωση του επαχθούς κοινωνικού προβλήματος της εξάρτησης, με την ταυτόχρονη μεγαλύτερη δυνατή μείωση των χρηστών (από κάθε εξαρτησιογόνο παράγοντα); Με άλλα λόγια θέλουμε ανθρώπους ελεύθερους από κάθε μορφής εξάρτηση ή ανθρώπους νόμιμα εξαρτημένους με όλα τα επακόλουθα; Η πολιτική «Μείωσης της Βλάβης» διέπεται από μία νομική και ιατροκεντρική λογική, ενώ η πολιτική αντιμετώπισης της Εξάρτησης – με την έννοια της Απεξάρτησης – διακρίνεται από την κοινωνική προσέγγιση του φαινομένου. Η τελευταία αυτή διαπίστωση επιβάλει και σε όλους να πάρουν θέση. Κατά την άποψή μου το όραμα της κοινωνίας για τις εξαρτησιογόνες ουσίες και τις καταστάσεις εξάρτησης θα πρέπει να στοχεύει στην παροχή μιας ολιστικής και ισορροπημένης πολιτικής, χωρίς αποκλεισμούς, για την αντιμετώπιση του ζητήματος της εξάρτησης (πρόληψη, μείωση της βλάβης, απεξάρτηση, επαγγελματική αποκατάσταση, κοινωνική ενσωμάτωση), με συγκεκριμένο χρονικό πλάνο και να είναι στενά συνυφασμένη με την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και τις τοπικές κοινωνικές δομές. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 στην Ευρώπη, τη δεκαετία του 1990 στην Ελλάδα, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες οι πολιτικές “Μείωσης της Βλάβης” έγιναν κυρίαρχες στην αντιμετώπιση της εξάρτησης, κυρίως λόγω της ραγδαίας εξάπλωσης της επιδημίας του HIV στους ενδοφλέβιους χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών. Η ταχύτατη εξάπλωση της νέας αυτής αντίληψης, της “Μείωσης της Βλάβης” έβαλε σαν κεντρικό στόχο πρακτικές και παρεμβάσεις που επιδίωκαν κυρίαρχα να μειώσουν τις βλαβερές επιπτώσεις της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα έννοιες όπως η πρόληψη, η απεξάρτηση, η ανάρρωση, η αποχή από την χρήση, η επαγγελματική αποκατάσταση, η ενσωμάτωση στην κοινωνία έννοιες κεντρικές στις Θεραπευτικές Κοινότητες (ξηρά απεξάρτηση). Όμως οι έννοιες της απεξάρτησης και της κοινωνικής ενσωμάτωσης χρειάζεται να είναι διαρκώς σε πρώτο πλάνο ειδάλλως θα κυριαρχήσει η ατομικότητα και όχι η συλλογικότητα τόσο στην διάγνωση όσο και την αντιμετώπιση της εξάρτησης. Θα πρότεινα λοιπόν να υιοθετηθεί ως «βάση εργασίας» ένας άξονας κοινά αποδεκτός στον οποίον όλοι πιστεύω ότι θα συμφωνήσουν. Τον άξονα: Πρόληψη του προβλήματος – Χειρισμός της εξάρτησης («Θεραπεία» γενικότερα – Απεξάρτηση ειδικότερα) – Κοινωνική αποκατάσταση (Επαγγελματική Αποκατάσταση και Κοινωνική Ενσωμάτωση).
Πρόληψη: Αν προσπαθήσουμε να προλάβουμε την δημιουργία συνθηκών ώθησης ενός ατόμου σε φυγές μέσω της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών μιλάμε για πρόληψη. Επίσης μιλάμε για πρόληψη αν αγωνιζόμαστε να προλάβουμε τον εγκλωβισμό ενός ανθρώπου στον κόσμο της χρήσης ή να προλάβουμε τη διαμόρφωση συνθηκών διαβίωσης που θα τον οδηγήσουν στην ανέχεια, την απογοήτευση και στην υποτροπή. Μιλάμε για απεξάρτηση όταν αντιμετωπίζουμε τα κίνητρα που οδηγούν στην ανάπτυξη μίας εξαρτητικής συμπεριφοράς, τα αίτια που συντηρούν αυτήν τη συμπεριφορά ή όταν παίρνουμε τα μέτρα που πρέπει για μία επιτυχημένη επαγγελματική αποκατάσταση και κοινωνική επανένταξη. Για όλα τα παραπάνω παρεμβάσεις Πρωτογενής (Πρόληψη), Δευτερογενής (Απεξάρτηση) και η Τριτογενής (Κοινωνική Ενσωμάτωση), θα πρέπει να διέπονται από την ίδια επιστημονική αντίληψη και ειδικότερα από την αυτή κοινωνική θεώρηση σχετικά με το φαινόμενο της Εξάρτησης. Ο συνδυασμός π.χ, αντιφατικών θέσεων/συμπεριφορών όπως η αποδοχή της νόμιμης «αξιοπρεπούς» χρήσης (υποκατάστατα) ή της ελεύθερης διακίνησης και προμήθειας «μαλακών ναρκωτικών», με την ταυτόχρονη επιδίωξη δημιουργίας μίας κοινής συνείδησης – στο μαθητικό, νεανικό ή γενικότερο πληθυσμό – αποφυγής της χρήσης, οδηγεί σε συγχύσεις που απαξιώνουν και τελικά ακυρώνουν την διαδικασία της Πρόληψης. Ειδικότερα όσον αφορά την Πρόληψη θα πρέπει να προβληματισθούμε και να αποφασίσουμε αν συμφωνούμε σε μία σειρά βασικών αρχών. Αν δηλαδή θεωρούμε ότι η πρόληψη συνιστά επιθυμία, στόχο και επιδίωξη άρσης των κινήτρων ανάπτυξης αρνητικών, παραβατικών, αντικοινωνικών και εξαρτητικών συμπεριφορών. Και ακόμη αν αποτελεί αποκλειστικό έργο των ήδη επιβαρυμένων Κέντρων Πρόληψης (52 σε όλη την Ελλάδα συν τα κέντρα του ΚΕΘΕΑ στην Αθήνα) και των στελεχών τους, τα οποία καλούνται εντός ενός εξαρτησιογόνου κοινωνικού και οικονομικού πλαισίου (υπερκατανάλωση, σχέσεις συναλλαγής, εξάρτηση από κάθε μορφής εξουσία) να προωθήσουν ένα αντι – εξαρτητικό σύστημα αρχών και αξιών. Αν συγκλίνουμε σε αυτές τις απόψεις πρέπει να στηρίξουμε το ρόλο και το έργο των στελεχών Πρόληψης. Να επιμείνουμε στην αλλαγή του συγκεχυμένου θεσμικού πλαισίου λειτουργίας τους, στην προσήλωση τους αποκλειστικά στο έργο της Πρόληψης και στη δυνατότητα μίας ιδεολογικής τους αυτονομίας η οποία θα λαμβάνει υπόψη της και θα αξιοποιεί την κάθε τοπική πολιτιστική ιδιαιτερότητα. Αναφερόμενος στην Απεξάρτηση («Θεραπεία» γενικότερα – Απεξάρτηση ειδικότερα) σας υπενθυμίζω τα τρία παραρτήματα παρακάτω τα οποία καλύπτουν σχεδόν συνολικά το εύρος των παρεχόμενων υπηρεσιών (Προγράμματα Υποκαταστάτων, Δομές «Ελεύθερες Ουσιών», Τμήματα «Εσωτερικής Διαμονής» ή «Ανοικτής Θεραπείας»). Θα ήθελα όμως και να μας απασχολήσει λίγο περισσότερο η έννοια της Απεξάρτησης. Απεξάρτηση εννοείται: α. Η πλήρης απελευθέρωση της συναισθηματικής έκφρασης, της κρίσης και της βουλητικής ικανότητας του εξαρτημένου. Οτι συνιστά δική του επιλογή και τελικό επίτευγμα. Πως είναι απλή σαν διατύπωση, ιδιαίτερα επώδυνη και επαχθής όμως ως προσπάθεια. β. Η εξασφάλιση της ικανότητας του πρώην εξαρτημένου να ζει ελεύθερος ορίζοντας τις προϋποθέσεις της ζωής του, σε συνδυασμό με την διάθεσή του να ενταχθεί σε ένα σύνολο σχέσεων όπου αυτή η ελευθερία θα αναγνωρίζεται στο πλαίσιο αμοιβαίου σεβασμού και ταυτόχρονα την ανάπτυξη μίας σειράς δημιουργικών δραστηριοτήτων, που θα του επιτρέπουν να βιώνει ενεργά αυτή την αλλαγή στάσης ζωής. Όσον αφορά την Κοινωνική αποκατάσταση (Επαγγελματική Αποκατάσταση και Κοινωνική Ενσωμάτωση), θα πρέπει να αποδεχθούμε (ή ΟΧΙ) πως αποτελούν το δίδυμο ολοκλήρωσης και πραγμάτωσης της απεξαρτητικής προσπάθειας.
Η Επαγγελματική Αποκατάσταση αποτελεί το ζητούμενο και αναγκαίο συστατικό για την ολοκλήρωση μίας μόνιμης και σταθερής επιστροφής του πρώην εξαρτημένου στον κοινωνικό ιστό. Λανθασμένα δημιουργήθηκε η αντίληψη, ότι είναι ευθύνη της κρατικής πρόνοιας η δημιουργία θέσεων εργασίας για αυτά τα άτομα. Κάτι τέτοιο οδηγεί σε μία σειρά αρνητικών δεδομένων σε βάρος τους. Όπως και η διαμόρφωση της νοοτροπίας ότι χρήζουν διαρκούς προστασίας (επιχορήγηση από τις οικονομικές δυνατότητες της εκάστοτε κυβέρνησης) που οδηγεί σε αδικία σε βάρος των μη εξαρτημένων συνομηλίκων τους. Τα τελευταία στοιχεία μάλιστα οδηγούν σε αύξηση του «κοινωνικού θυμού» και επιβάρυνση της περιθωριοποίησής τους. Αντίθετα η διαμόρφωση δυνατοτήτων προεπαγγελματικής εκπαίδευσης, εργασιακής εξειδίκευσης και επαγγελματικού προσανατολισμού, θα προσφέρει στους ίδιους τις δυνατότητες και την διάθεση επανένωσής τους με το κοινωνικό σύνολο.
Εννοείται ότι η μέριμνα αυτή πρέπει να υπάρχει μόνο για όσους θέλουν και μπορούν να απασχοληθούν στην απεξαρτητική διαδικασία. Η Κοινωνική Επανένταξη: Οι εξαρτημένοι σε κάποια φάση της ζωής τους, επέλεξαν συνειδητά την ένταξή τους στον πλασματικό κόσμο των εξαρτήσεων, με επακόλουθο την κοινωνική τους περιθωριοποίηση. Επίσης συνειδητά κάποια άλλη στιγμή αποφασίζουν να διακόψουν την εξαρτητική τους πορεία επιδιώκοντας την επιστροφή τους σε ένα κοινωνικό σύνολο που δεν έχει πλέον εμφανείς λόγους να τους την αρνηθεί. Η κοινωνική ένταξη μπορεί να είναι ταυτόχρονη με την διακοπή της χρήσης, όχι όμως και ταυτόσημη. Η θεμελιώδης δυσκολία έγκειται στην ενσωμάτωση του απεξαρτημένου ατόμου σε καταστάσεις που συνειδητά μπορεί να συνεχίζει να απορρίπτει. Επομένως ο ορθός όρος είναι «κοινωνική προσαρμογή» ή «κοινωνική ενσωμάτωση». Ιδιαίτερο και σημαντικότατο ρόλο στην πλήρη, μόνιμη και επιτυχή κοινωνική ενσωμάτωση του πρώην εξαρτημένου αποτελεί και η Σχολική του Εκπαίδευση και Μόρφωση.
Η Σχολική Μόρφωση αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της απεξαρτητικής διαδικασίας με πολλαπλά οφέλη. Μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της αυτοπεποίθησης του απεξαρτώμενου, στον πολλαπλασιασμό των δυνατοτήτων του για κοινωνική επαναδραστηριοποίηση, στην απόκτηση προσόντων για την επαγγελματική του αποκατάσταση και στην πνευματική του καλλιέργεια, εφόσον πραγματοποιείται σε συνθήκες δημιουργικής μάθησης. Συμβάλλει αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού. Η ανάδειξη της απόκτησης ενός τίτλου σπουδών ως αυτοσκοπός απέχει πολύ από αυτές τις αντιλήψεις αλλά παρόλα αυτά πολλές φορές επιδιώκεται. Οι περισσότεροι εξαρτημένοι έχουν αποκοπεί από την εκπαιδευτική διαδικασία βίαια. Η επιστροφή τους σε αυτήν δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε ευχάριστη επιλογή. Η επιμονή στην αντιμετώπισή τους ως παραδοσιακών μαθητών, στο πλαίσιο μίας στείρας διεργασίας απομνημόνευσης γνώσεων, οδηγεί σε μία εκ νέου οδυνηρή απόσυρσή τους. Θα πρέπει λοιπόν να προβλέπεται και η λειτουργία ανάλογων δομών ή εξειδικευμένων προγραμμάτων στα πλαίσια της απεξαρτητικής διαδικασίας (Πανευρωπαϊκό παράδειγμα η ΑΡΓΩ). Σε απόλυτο συνδυασμό με όλα τα παραπάνω θα πρέπει να ληφθεί πρόνοια και για το ρόλο και την παράλληλη συμμετοχή των «σημαντικών προσώπων» (γονέων, αδελφών, συζύγων, τέκνων, συντρόφων, γειτόνων) των εξαρτημένων στην προσπάθεια των τελευταίων για απεξάρτηση. Σχετικά με αυτούς θα πρέπει να αποφασίσουμε αν συναινούμε με μία παγκόσμια αποδοχή, η οποία αναδεικνύει την οικογένεια σε πολυσύνθετο σύστημα ιδεών, αρχών, αξιών και συναισθημάτων. Οι σχέσεις των μελών της οικογένειας σχηματικά διαμορφώνονται σε τρία επίπεδα – σχέσεις συζύγων, σχέσεις γονέων παιδιών και σχέσεις αδελφών – τα οποία αλληλοεμπλέκονται, αλληλοεπηρεάζονται και αλληλοεπιδρούν διαμορφώνοντας το συναισθηματικό κλίμα της οικογένειας. Η λειτουργικότητα της οικογένειας καθορίζεται από το βαθμό συνοχής (ισχύ των συναισθηματικών δεσμών) και το βαθμό εκφραστικότητας (δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης και αποτελεσματικής επικοινωνίας). Όσο χαμηλότεροι είναι αυτοί οι δείκτες, τόσο ισχυρότερες είναι οι φυγόκεντρες τάσεις και η διάθεση ρήξεων μεταξύ των μελών της οικογένειας. Στην αντίθετη περίπτωση επικρατούν κεντρομόλες δυνάμεις συνένωσης των μελών της. Συμπερασματικά η επιστροφή του πρώην εξαρτημένου στον οικογενειακό ιστό, είναι κατ’ αρχήν στόχος επιθυμητός αλλά όχι υποχρεωτικός (ανάλογα με τις υπάρχουσες καταστάσεις). Η κρατική Πρόνοια και η Ομάδα Υγείας της ΠΦΥ (ύπαρξη ψυχολόγου) δεν πρέπει να παραμένει αδιάφορη για την κατάσταση των σημαντικών προσώπων και πρέπει να τους παρέχει τη στήριξη και τις δυνατότητες για την αντιμετώπιση και των δικών τους προβλημάτων ή των ρήξεων και συγκρούσεων εντός της οικογένειας. Σημαντικότατο είναι το θέμα της διαρκούς εξειδικευμένης επιμόρφωσης των στελεχών τα οποία δραστηριοποιούνται σε όλους τους κλάδους (και τα στάδια) της αντιμετώπισης εξαρτητικών συμπεριφορών. Η Εξάρτηση ως κοινωνικό φαινόμενο παρακολουθεί τις κοινωνικές αλλαγές και διέπεται από κοινωνικούς αγώνες. Δεν είναι λοιπόν δυνατή η αντιμετώπιση των εξαρτήσεων το 2021 με βάση τις γνώσεις και εμπειρίες της περιόδου 1980-90.
Διαπιστώσεις Συμπεράσματα Η εξάρτηση από ουσίες είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα με σοβαρές συνέπειες τόσο για τον ίδιο τον χρήστη/εθισμένο όσο και για το κοινωνικό σύνολο. Η απεξάρτηση είναι μια επίπονη και μακροχρόνια διαδικασία. Ο κάθε χρήστης/εθισμένος πρέπει να έχει πρόσβαση στη βοήθεια την ώρα που τη χρειάζεται. Οι υπάρχουσες θέσεις απεξάρτησης στην Ελλάδα δεν επαρκούν αλλά και γενικότερα οι κοινωνικές δομές αντιμετώπισης του προβλήματος στην Ελλάδα δεν επαρκούν. Δεν υπάρχουν προγράμματα σε κάθε υγειονομική περιφέρεια για την κάθε εξάρτηση (ναρκωτικά, αλκοόλ, διαδίκτυο, τζόγος). Η ποικιλομορφία των προσεγγίσεων απεξάρτησης είναι απαραίτητη καθώς η αντιμετώπιση οφείλει να είναι εξατομικευμένη ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του κάθε ασθενή. Είναι καλύτερο να έχεις έναν χρήστη/εθισμένο σε ένα Πρωτόκολλο Απεξάρτησης, όποιο και αν είναι αυτό, από το να τον έχεις στο δρόμο. Σήμερα η ΠΦΥ δεν συμμετέχει στην αντιμετώπιση του προβλήματος
Η στρατηγική ενός σοβαρού συστήματος υγείας θα πρέπει να διαρθρωθεί από τρεις τομείς πολιτικής: α) τη μείωση της ζήτησης ναρκωτικών β) τη μείωση της προσφοράς ναρκωτικών και γ) τη δημιουργία συνθηκών ομαλής ενσωμάτωσης, των ατόμων που έχουν απεξαρτηθεί, στον κοινωνικό ιστό. Βασικό ρόλο θα έχουν ο συντονισμός, η συνεργασία (τοπική και διεθνής), η έρευνα, η πληροφόρηση, η παρακολούθηση και η αξιολόγηση.
Κομβικά σημεία Ανάπτυξη συναινετικών διαδικασιών στα πλαίσια μιας Κεντρικής Συντονιστικής Επιτροπής και δημόσια διαβούλευση. Οι Συνέργεια και Συνεργασία ανάμεσα στα Υπουργεία Υγείας και Εσωτερικών, την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες. Μηχανοργάνωση μέσα στο ενιαίο σύστημα μηχανοργάνωσης του ΕΣΥ, για όλη την επικράτεια. Δημιουργία συστήματος «κοινής πύλης εισόδου» ανά Υγειονομική Περιφέρεια (θεσμοθέτηση επιτροπής στην οποία θα συμμετέχουν ισότιμα όλοι οι συντελεστές το συστήματος, με αντιπροσώπους που δεν θα είναι απαραίτητα επιστήμονες). Ειδικά για την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη θα πρέπει να υπάρχουν ξεχωριστές πύλες ανάλογα με την ηλικία (π.χ. έφηβοι) το είδος και την ένταση της εξάρτησης.
Παράλληλα θα πρέπει προχωρήσουμε σε:
Α. Αποποινικοποίηση για ελάσσονα αδικήματα ναρκωτικών δηλαδή χρήση, κατοχή μικροποσοτήτων, μικροπωλήσεις (petty sale) και ενδυνάμωση εναλλακτικών λύσεων μέσω του κοινωνικού τομέα καθώς και των υποδομών υγείας.
Β. Ελάττωση της βίας και της πολιτικής διακρίσεων. Σταδιακή απόσυρση των αστυνομικών δυνάμεων από την πολιτική κατά των ναρκωτικών, καλύτερη επικέντρωση στους περισσότερο βίαιους και οπλισμένους ποινικούς / εγκληματίες, επιτρέποντας τη κατοχή συρίγγων, αποφυγή στοχοποίησης των υπηρεσιών ελάττωσης της βλάβης, αποφυγή συλλήψεων χωρίς διάκριση και εξάλειψη φυλετικών και εθνικών διακρίσεων.
Γ. Ελλάτωση της βλάβης. Εξασφάλιση εύκολης πρόσβαση όλων όσων έχουν ανάγκη σε υπηρεσίες μείωσης της βλάβης σαν μέρος της απάντησης στη χρήση ναρκωτικών, αναγνωρίζοντας την αποτελεσματικότητα καθώς και την οικονομία με την αναβάθμιση των υπηρεσιών. Προγράμματα θεραπείας υποκατάστασης οπιοειδών, NSP (προγράμματα χρήσης συρίγγων και βελονών) , επιβλεπόμενα σημεία ενέσεων και πρόσβαση σε ναλοξόνη θα πρέπει να είναι διαθέσιμα σε όλες τις υπηρεσίες και θα πρέπει να περιλαμβάνουν σημαντική συμμετοχή των PWUD στο σχεδιασμό και την υλοποίηση. Οι υπηρεσίες μείωσης της βλάβης είναι κρίσιμες στη φυλακή αλλά και κατά την κράτηση των υποδίκων πριν από τη δίκη. Εάν υπάρχουν θα πρέπει να αναβαθμισθούν. Πάντα σε συνδυασμό με κοινωνικές και άλλες υπηρεσίες στα πλαίσια της ολιστικής παρέμβασης.
Δ. Αντιμετώπιση του ζητήματος της εξάρτησης (με έμφαση στην πρόληψη, την απεξάρτηση, την επαγγελματική αποκατάσταση και την κοινωνική ενσωμάτωση. Οικονομική ενίσχυση των Θεραπευτικών Κοινοτήτων Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να ληφθεί για την εκπαίδευση και μόρφωση των χρηστών (Σχολεία μέσα στις Θεραπευτικές Κοινότητες).
Ε. Φροντίδα για τα άτομα που κάνουν χρήση ναρκωτικών: προηγούνται στη θεραπεία για HIV, HCV, TB λοιμώξεων. Οι υπηρεσίες θα πρέπει να είναι επαρκείς και να εξασφαλίζουν πρόσβαση σε όλους όσους έχουν ανάγκη φροντίδας. Εξασφάλιση ανθρώπινης και επιστημονικά τεκμηριωμένης μεταχείρισης για την αντιμετώπιση της εξάρτησης από τα ναρκωτικά περιλαμβανόμενης αναβαθμισμένης OST στην κοινωνία καθώς και στις φυλακές. Απορρίπτοντας την υποχρεωτική κράτηση και κακομεταχείριση εν ονόματι της θεραπείας.
Ζ. Εξασφάλιση της εύκολης πρόσβασης σε ελεγχόμενα φάρμακα. Δημιουργία ενδοτομεακής Εθνικής Αρχής που θα καθορίζει τα επίπεδα αναγκών και θα είναι σε επαφή με τον ΠΟΥ.
Η. Εφαρμογή πολιτικών που δεν προκαλούν βλάβη στις γυναίκες. Ελάττωση της αρνητικής επίδρασης της πολιτικής των ναρκωτικών και του νόμου στις γυναίκες, ειδικά ελαττώνοντας/καταργόντας τις ποινές κράτησης για τις γυναίκες που διαπράτουν μη βίαιες παρανομίες. Ανάπτυξη της κατάλληλης υγιεινής και κοινωνικής υποστήριξης που έχει σχέση με το φύλο.
Θ. Ενίσχυση της οικογένειας και του στενού περιβάλοντος του εξαρτημένου (κοινωνική, ψυχιατρική, οικονομική).
Ι. Οικονομικά μέτρα κατά της φτώχιας που να δίνουν εναλλακτική λύση τους μικροπαραγωγούς ναρκωτικών (ελεγχόμενη παραγωγή).
Κ. Επιστημονική προσέγγιση σε ρυθμιζόμενες αγορές. Θα πρέπει να κινηθούμε προς ρυθμιζόμενες αγορές και να εφαρμόσουμε επιστημονικές μεθόδους για την εκτίμησή τους. Παρόλο που οι ρυθμιζόμενες νόμιμες αγορές δεν είναι πολιτικά εφικτές βραχυπρόθεσμα, η βλάβη που προκαλούν οι παράνομες αγορές και οι άλλες συνέπειες της απαγόρευσης των ναρκωτικών είναι πιθανό να οδηγήσουν τις περισσότερες χώρες να κινηθούν προς αυτή τη κατεύθυνση. Εφόσον ληφθεί η απόφαση θα πρέπει να ακολουθήσει επιστημονική παρακολούθηση, καταγραφή και εκτίμηση των αποτελεσμάτων με ανακοίνωση της ανάλυσης αυτών σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Λ. Ενίσχυση των Κέντρων Πρόληψης και του προσωπικού τους.
Ν. Δεδομένου ότι σήμερα ο ΟΚΑΝΑ δεν διαθέτει τις απαραίτητες υποδομές, χρήστες που επιθυμούν να απεξαρτηθούν θα πρέπει να παραπέμπονται στις Θεραπευτικές Κοινότητες. Σήμερα δεν υπάρχει επαφή μεταξύ ΟΚΑΝΑ και Θεραπευτικών Κοινοτήτων
Μ.Η πολιτική για τα ναρκωτικά θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της την συνολική υγεία του πληθυσμού, τα ανθρώπινα δικαιώματα και να αναπτύξει σοβαρές μετρήσεις που να ελέγχουν την επιτυχία του εγχειρήματος.
Παράρτημα Ι
Εθισμός είναι μια συμπεριφορά, που χαρακτηρίζεται από εξάρτηση σε ουσία/ες ή δραστηριότητα και ξεφεύγει από τον έλεγχο του ανθρώπου. Η συμπεριφορά αυτή έχει επιπτώσεις όχι μόνο στο άτομο που κάνει χρήση ουσιών (όπως τη σωματική και ψυχική υγεία, εργασία, κοινωνική ένταξη ή αποκλεισμό, παραβατική συμπεριφορά) αλλά την οικογένειά του (οικονομική και κοινωνική επιβάρυνση, κοινωνικός αποκλεισμός, αλλά και επιβάρυνση των παιδιών), τον συγγενικό του κύκλο (παρόμοιες διαστάσεις) και την τοπική και ολόκληρη την κοινωνία (μέσα από την παραβατικότητα, την ανεργία και το χάσιμο εργατικού δυναμικού, την επιβάρυνση ιατρικών και κοινωνικών δομών). Για να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα αυτό που είναι αρκετά πολύπλοκο απαιτείται η συνεργασία πολλών φορέων (κοινωνικών, υγείας, οικονομικών, νομοθεσίας) τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ Στόχος η δημιουργία ενός περιβάλλοντος όπου η μέγιστη πλειονότητα των ανθρώπων που ποτέ δεν πήραν ναρκωτικά ανθίσταται σε οποιαδήποτε πίεση προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό είναι το κλειδί για την αντιμετώπιση και ελάττωση του μεγάλου κοινωνικού κόστους αλλά και της απώλειας φιλοδοξιών και δυναμικού ιδιαίτερα των χρηστών νεαρής ηλικίας. Περιλαμβάνεται και η παρέμβαση στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, η εκπαίδευση εκπαιδευτικών, η εκπαίδευση των Ομάδων Εργασίας της ΠΦΥ και η ενημέρωση των παιδιών και μαθητών (από το επίπεδο του νηπιαγωγείου και όχι περιστασιακά). Επέκταση των παρεμβάσεων «θεραπείας» και της εύκολης πρόσβασης των ατόμων ώστε να καλύπτεται γεωγραφικά όλη η επικράτεια (π.χ. Η Υ.ΠΕ της Δυτικής Μακεδονίας δεν έχει καμια δομή). Τροποποίηση και συμπλήρωση της υπάρχουσας σχετικής νομοθεσίας στη βάση συνολικότερης θεώρησης της εξάρτησης που δεν περιορίζεται μόνο στις εξαρτησιογόνες ουσίες. Βασική είναι η ανάπτυξη ανθρωποκεντρικών προσεγγίσεων σε όλο το φάσμα των υπηρεσιών υγείας και κοινωνικής φροντίδας. Θα πρέπει να επιτύχουμε άμεση και εύκολη πρόσβαση των εθισμένων και περισσότερο των οικογενειών τους στις υπηρεσίες ΠΦΥ (που πρέπει να είναι στελεχωμένες από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό), που θα πρέπει να παρέχουν στέγαση, διατροφή, ψυχολογική ή ψυχιατρική υποστήριξη και τις υπηρεσίες απασχόλησης. Η ΠΦΥ θα πρέπει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην απεξάρτηση και την αποκατάσταση, τοποθετώντας την απεξάρτηση από τα ναρκωτικά μέσα στο πλαίσιο της ευρύτερης υγείας, δίνοντας τη δυνατότητα στους συμμαχικούς επαγγελματίες υγείας και στους γενικούς γιατρούς – παθολόγους (GPs) να εργασθούν με έναν ολοκληρωμένο τρόπο με τις κοινωφελείς υπηρεσίες, ώστε να εξασφαλισθεί η κάλυψη των αναγκών των εθισμένων ατόμων, παράλληλα με άλλες υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής μέριμνας, όπως η ψυχική υγεία, η σεξουαλική υγεία και οι αιματολογικές υπηρεσίες. Είναι γνωτό ότι απαιτείται εξειδικευμένο προσωπικό σε θέματα εξαρτήσεων που ξεπερνά την τυπική ειδικότητα. Το να διαδραματίσει η ΠΦΥ την πρώτη πύλη εισόδου για τις εξαρτήσεις είναι πολύ τολμηρή κίνηση που σηκώνει συζήτηση. Ωστόσο συγκεκριμένοι σταθμοί που εντάσσουν υπηρεσίες υγείας, υπηρεσίες κοινωνικές και απεξάρτησης θα οφελούσαν μόνο αν αντιμετωπιζόταν σοβαρά με ουσιαστικό σχέδιο την επίλυση όλων των επιμέρους ιδιαιτεροτήτων της φύσης της εξάρτησης.
Παράρτημα ΙΙ:
Οι Θεραπευτικές Κοινότητες αντιμετωπίζουν ολιστικά το ζήτημα και εμπλέκουν στη λύση της εξάρτησης, όσο αυτό είναι εφικτό, το άτομο, την οικογένεια και την κοινωνία. Σε αυτές δεν είναι ειδικός ο επαγγελματίας αλλά ο καθένας. Δίνουν δε έμφαση στην ισοτιμία των συμμετοχόντων. Η Θεραπευτική Κοινότητα δίνει τη δυνατότητα στο άτομο να αξιοποιήσει προς όφελός του την δύναμη της ομάδας. Οι Θεραπευτικές Κοινότητες, αντιμετωπίζουν σειρά σημαντικών προκλήσεων όπως: Αμφισβητείται η αποτελεσματικότητά τους λόγω των υψηλών ποσοστών διακοπών και υποτροπών. Οι υποτροπές όμως θεωρούνται από αυτούς που γνωρίζουν, αύξηση της εμπειρίας του ατόμου και μέρος της πορείας του προς την οριστική απεξάρτηση. Μπορεί ένα άτομο να έχει δύο ή και τρεις υποτροπές πριν από την οριστική του απεξάρτηση. Οι θεραπευτικές Κοινότητες εμφανίζουν εντυπωσιακή αποτελεσματικότητα στην κοινωνική ένταξη. Δυστυχώς υφίστανται σημαντική μείωση της χρηματοδότησής τους λόγω της οικονομικής κρίσης και της μείωσης των δαπανών για την υγεία και την κοινωνική πολιτική, φυσικά με τις ανάλογες επιπτώσεις. Υφίστανται σημαντική αλλαγή ως προς την οργάνωση, την αυτονομία και την αυτοτέλειά τους, καθώς μετατρέπονται/μεταλλάσσονται από αυτοχρηματοδοτού-μενους, ανεξάρτητους οργανισμούς, σε υπηρεσίες που χρηματοδοτούνται και ελέγχονται από το κράτος. Υφίστανται σημαντικές αλλαγές ως προς την μέθοδο, τη φιλοσοφία και την καθημερινή πρακτική της απεξαρτητικής διαδικασίας, καθώς μετατρέπονται / μεταλλάσσονται από μεγάλες σε δυναμικότητα θεραπευτικές κοινότητες που στελεχώνονται από πρώην χρήστες σε μικρότερες θεραπευτικές κοινότητες που στελεχώνονται κυρίαρχα από επαγγελματίες ψυχικής υγείας.
Παράρτημα ΙΙΙ:
Αντιμετώπιση της εξάρτησης από ουσίες. Τι υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα.
Διεθνώς η πολιτική κατά των ναρκωτικών σήμερα βασίζεται σε τέσσερις βασικούς πυλώνες: την Καταστολή,την Πρόληψη, την Απεξάρτηση και τη Μείωση βλάβης. Απεξάρτηση και μείωση βλάβης: Στην Ελλάδα υπάρχουν Προγράμματα Απεξάρτησης με έμφαση στην ψυχοκοινωνική προσέγγιση, με έμφαση στην ιατροκεντρική προσέγγιση και προγράμματα υπό τη μορφή αυτοβοήθειας.
Ψυχοκοινωνική προσέγγιση:
Δίνει ιδιαίτερο βάρος στους ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες, θεωρώντας την εξάρτηση σύμπτωμα μίας ψυχολογικής ή κοινωνικής δυσλειτουργίας ή συνδυασμού τους. Τα προγράμματα με έμφαση στην ψυχοκοινωνική προσέγγιση της ουσιοεξάρτησης περιλαμβάνουν τις Θεραπευτικές κοινότητες, τα Προγράμματα για εξαρτημένες μητέρες/γονείς, τα Προγράμματα εξωτερικής παρακολούθησης, τα Προγράμματα στο πλαίσιο του σωφρονιστικού συστήματος και τα Ειδικά προγράμματα για έφηβους χρήστες.
Όλα τα προγράμματα πρόληψης στον κόσμο στηρίζονται στην ψυχοκοινωνική προσέγγιση.
Θεραπευτικές κοινότητες Προγράμματα εσωτερικής διαμονής ενηλίκων: Βασικοί στόχοι των θεραπευτικών κοινοτήτων είναι η απόλυτη αποχή από τις ουσίες, η διερεύνηση των παραγόντων που οδηγούν στην χρήση, η ενίσχυση των ψυχικών και κοινωνικών δεξιοτήτων και η ανάπτυξη νέων μηχανισμών στην αντιμετώπιση των προσωπικών, οικογενειακών και κοινωνικών δυσκολιών χωρίς τη χρήση ουσιών, η αλλαγή του τρόπου ζωής του χρήστη, η εγκατάλειψη της παραβατικής συμπεριφοράς, η επαγγελματική αποκατάσταση και η κοινωνική επανένταξη. Για την επίτευξη των στόχων αυτών απαιτείται η ενεργή συμμετοχή του χρήστη στο καθημερινό πρόγραμμα της κοινότητας το οποίο περιλαμβάνει ατομική, ομαδική και οικογενειακή θεραπεία, τεχνικές προσωπικής ανάπτυξης, εκπαιδευτικές δραστηριότητες, συνεχή ανάληψη ευθυνών. Απαραίτητη είναι η δέσμευση του ασθενή στο θεραπευτικό συμβόλαιο και η τήρηση των κανόνων που ισχύουν στην κοινότητα. Προϋποθέσεις για ένταξη του χρήστη στο πρόγραμμα της κοινότητας είναι η εθελοντική προσέλευση, η έλλειψη ψυχιατρικού νοσήματος ( μπορεί να υπάρχει και ψυχιατρική συννοσηρότητα) και η ηλικία άνω των 18 ετών. Το ενεργό προσωπικό της κοινότητας απαρτίζεται τόσο από πρώην χρήστες όσο και από ειδικούς και το ποσοστό τους εξαρτάται από την φιλοσοφία του εκάστοτε προγράμματος .
Προγράμματα για εξαρτημένους γονείς ανήλικων παιδιών (κυρίως είναι εξεικευμένα προγράμματα είτε διαμονής είτε ανοικτού τύπου). Οι χρήστες αυτοί εντάσσονται στις θεραπευτικές κοινότητες εφόσον πληρούν τα απαιτούμενο κριτήρια. Δίνεται δε η δυνατότητα στους γονείς αυτούς να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα της κοινότητας έχοντας μαζί τους και τα ανήλικα παιδιά τους.
Θεραπευτικά προγράμματα εξωτερικής παρακολούθησης
Τα προγράμματα αυτά συνδυάζουν διάφορες μορφές συμβουλευτικής ψυχοθεραπείας, ομαδικής ψυχοθεραπείας και οικογενειακής υποστήριξης. Παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους σε σχέση με την φιλοσοφία της θεραπείας, τις θεραπευτικές μεθόδους και τη σύνθεση του προσωπικού. Η συχνότητα συμμετοχής στο πρόγραμμα μπορεί να είναι από μία επίσκεψη τη βδομάδα για ψυχοθεραπεία ως και καθημερινή παρακολούθηση διαφορετικών θεραπευτικών, εκπαιδευτικών και άλλων δραστηριοτήτων. Οι αποδεκτές αυτών των υπηρεσιών είναι συνήθως χρήστες που κάνουν ελαφρύτερη χρήση και έχουν μικρότερη ή καθόλου εμπλοκή με το ποινικό σύστημα
Θεραπευτικά προγράμματα με έμφαση στην ιατροκεντρική προσέγγιση (ΟΚΑΝΑ: Οργανισμός κατά των Ναρκωτικών) α. Προγράμματα με τη χορήγηση υποκαταστάτων. β. Προγράμματα χορήγησης ανταγωνιστών (ναλτρεξόνη). γ. Προγράμματα σωματικής αποτοξίνωσης.
Ιατροκεντρική προσέγγιση: Σε αντίθεση με την ψυχοκοινωνική προσέγγιση δίνει έμφαση στους βιολογικούς παράγοντες της εξάρτησης χωρίς να αγνοεί και τους ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες.
Βιολογικοί παράγοντες Η γεννητική προδιάθεση στην εξάρτηση που βρίσκει έκφραση όταν δράσουν ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες. Η επίδραση των ψυχοτρόπων ουσιών στους νευροδιαβιβαστές στο σύστημα επιβράβευσης του εγκεφάλου που οδηγεί στην επιθυμία για επανάληψη της χρήσης. Και η δημιουργία ενός «μεταβολικού συνδρόμου» μετά από μακροχρόνια χορήγηση οπιοειδών που σχετίζεται με την παραγωγή των ενδορφινών (ουσίες που παράγονται φυσιολογικά από τον οργανισμό). Η παραγωγή τους σταματά όταν καποιος παίρνει οπιούχα εξωγενώς. Σήμερα η θεραπεία με υποκατάστατα εφαρμόζεται παγκοσμίως ως απάντηση στα νέα δεδομένα στην χρήση ψυχοτρόπων ουσιών δηλ. τη ραγδαία αύξηση του αριθμού των χρηστών, την αύξηση των θανάτων από τα ναρκωτικά, την αύξηση της εγκληματικότητας, τη μετάδοση ασθενειών (κίνδυνος για την δημόσια υγεία) και την οικονομική εξαθλίωση των χρηστών και των οικογενειών τους
Πλεονεκτήματα των προγραμμάτων υποκατάστασης (μεθαδόνη, βουπρενορφίνη) Ελκυστικότητα ακόμα και σε δύσκολους πληθυσμούς εξαρτημένων. Υψηλό ποσοστό συγκράτησης στη θεραπευτική διαδικασία. Διακοπή ή μείωση της χρήσης παρανόμων ουσιών αλλά και αλλαγή της χρήσης σε λιγότερο επικίνδυνες μορφές. Βελτίωση της υγείας των ασθενών αλλά και προστασία της δημόσιας υγείας από μεταδοτικά νοσήματα. Μείωση της εγκληματικότητας, βελτίωση της συμπεριφοράς και των κοινωνικών σχέσεων. [Δεν διαπίστωσα να υπάρχει στην πράξη επανένταξη των χρηστών στην κοινωνία, επαγγελματική αποκατάσταση και άμβλυνση της περιθωριοποίησής τους με απώτερο στόχο την πλήρη απεξάρτησή τους.] Αντιμετώπιση της ουσιοεξάρτησης από τις μονάδες χορήγησης Υποκαταστάτων του ΟΚΑΝΑ. Θεραπευτικό μέσο είναι η χορήγηση υποκαταστάτων των οπιοειδών για την αντιμετώπιση των στερητικών συμπτωμάτων αλλά και της ανάγκης λήψης οπιούχων.
Ψυχοκοινωνική στήριξη από ειδικούς ψυχιάτρους, ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς (δεν την είδα στην πράξη).
Ψυχοθεραπεία ατομική, ομαδική, οικογενειακή σε όσους ασθενείς επιθυμούν να συνεργαστούν στα πλαίσια μιας ψυχοθεραπευτικής σχέσης και στο χρόνο που οι ίδιοι νιώθουν έτοιμοι για αυτό. Η ψυχοθεραπευτική παρέμβαση κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική κατά τα πρώτα στάδια της ένταξης στη θεραπεία και κατά την επιτυχή έξοδο από αυτή. Ο κάθε ασθενής έχει έναν θεραπευτή ως πρόσωπο αναφοράς που είναι διαθέσιμο για τον ασθενή όχι μόνο για όσο χρονικό διάστημα αυτός παρακολουθεί το πρόγραμμα αλλά και μετά την έξοδο του. Συνεργασία και διασύνδεση με άλλες κοινωνικές υπηρεσίες με στόχο την επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων των ασθενών και προβλημάτων εύρεσης εργασίας. Επικοινωνία και συνεργασία με εργοδότες που προσφέρουν εργασία σε υπό θεραπεία ασθενείς όταν οι ίδιοι και οι ασθενείς το επιθυμούν. Διάγνωση και αντιμετώπιση οργανικών ή ψυχιατρικών νόσων που είναι απότοκες της εξάρτησης ή συνυπάρχουν με αυτή από εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό, παθολόγων και ψυχίατρων, με τη δωρεάν χορήγηση φαρμάκων από τον ΟΚΑΝΑ. Παραπομπή των ασθενών στη δευτεροβάθμια ή και τριτοβάθμια περίθαλψη όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο. Παρακολούθηση αυτών μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο ως την πλήρη αποκατάστασή τους και μεταφορά του υποκατάστατου στο σπίτι από εκπαιδευμένο νοσηλευτή όταν η προσέλευσή του στη μονάδα είναι δύσκολη. Οδοντιατρική περίθαλψη από οδοντίατρο σε ένα πλήρως εξοπλισμένο και σύγχρονο οδοντιατρείο. Συνεργασία με τα εργαστηριακά τμήματα γενικών νοσοκομείων για τη διενέργεια εργαστηριακών εξετάσεων. Εκπαίδευση των ασθενών σε θέματα αγωγής υγείας με καθημερινές παρεμβάσεις από το νοσηλευτικό προσωπικό της μονάδας. Επαγγελματική κατάρτιση στα ΕΚΚΕΕ (Εξειδικευμένο Κέντρο Κοινωνικής και Επαγγελματικής Ένταξης) του ΟΚΑΝΑ. Νομική βοήθεια από διακεκριμένους νομικούς σε ασθενείς που έχουν εμπλοκή με τον νόμο.
Προϋποθέσεις για ένταξη στο πρόγραμμα είναι η ηλικία άνω των 20 ετών, και η εθελοντική προσέλευση.
Τα προγράμματα υποκαταστάτων είναι εκτός από προγράμματα απεξάρτησης και προγράμματα συντήρησης και μείωσης βλάβης ως εκ τούτου οι ασθενείς έχουν την δυνατότητα να παραμείνουν όσο διάστημα νιώθουν ότι επωφελούνται από αυτά.
Μονάδες κοινωνικής επανένταξης (Ο ΟΚΑΝΑ δεν διαθέτει τέτειες μονάδες): Κύριος στόχος των μονάδων είναι να συμβάλουν στη σταδιακή και ομαλή κοινωνικοποίηση των ατόμων που έχουν ολοκληρώσει την θεραπεία και την προώθηση τους στην αγορά εργασίας. Διάρκεια παραμονής στις μονάδες αυτές 12-24 μήνες.
Μείωση βλάβης:
Ο όρος μείωση βλάβης προσδιορίζει μία ρεαλιστική και ανθρωπιστική προσέγγιση του προβλήματος η οποία περιλαμβάνει δέσμη πρακτικών και στρατηγικών που έχουν ως στόχο τον περιορισμό των συνδεόμενων με την κατάχρηση ουσιών ατομικών και κοινωνικών βλαβών.
Δομές και δράσεις που στοχεύουν αποκλειστικά στη μείωση βλάβης: Υπηρεσία «δουλειά στον δρόμο», Υπηρεσία ανταλλαγής συριγγών, Σταθμοί φροντίδας εξαρτημένων ατόμων , Κέντρο βοήθειας, Τηλεφωνικές γραμμές SOS.
Κέντρα βοήθειας: Πρόκειται για εξοπλισμένα και στελεχωμένα ιατρεία που παρέχουν πρωτοβάθμια περίθαλψη σε χρήστες ουσιών οι οποίοι έχουν ανάγκη από εξειδικευμένη περίθαλψη (κέντρο βοήθειας του ΟΚΑΝΑ μόνο στην Αθηνά).
Σταθμός φροντίδας εξαρτημένων ατόμων του ΟΚΑΝΑ: Αποτελεί ένα οικείο και φιλικό περιβάλλον ποικίλων δραστηριοτήτων. Παρέχει στους χρήστες ουσιών που δεν είναι ενταγμένοι σε κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα τη δυνατότητα να καλύψουν βασικές ανάγκες υγιεινής και να λάβουν ψυχοκοινωνική στήριξη αν το επιθυμούν.
Αυτοβοήθεια Ομάδες αυτοβοήθειας ΑΑ (Ανεξάρτητοι Αλκοολικοί) και ΝΑ (Ανεξάρτητοι Ναρκωμανείς) Βασίζονται στην αλληλοϋποστήριξη εκείνων που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα. Στην απουσία ειδικών καθώς οι ίδιοι οι ασθενείς είναι ειδικοί να βοηθήσουν τον εαυτό τους και τους άλλους . Λειτουργούν με βάση τις αρχές της ομαδικής ψυχοθεραπείας και της θεραπείας που περιγράφεται ως τα «12 βήματα». Δεν εντάσσονται στο δημόσιο σύστημα υγείας και πρόνοιας και για αυτό δεν έχουν αξιολογηθεί αρκετά.
Ευχαριστώ τους διευθυντές ψυχιάτρους του ΕΣΥ Παναγιώτη Γεωργάκα και Μαρία Μάντση και τον ψυχολόγο-ψυχοθεραπευτή Βασίλειο Καλαμπαλίκη (υπεύθυνος ΚΕΘΕΑ ΙΘΑΚΗ) που με βοήθησαν να αντιληφθώ το πρόβλημα των εξαρτήσεων σε όλο του το μέγεθος και συνέβαλαν σημαντικά στην εκπόνηση του παραπάνω κειμένου.
Βιβλιογραφία
1.Drug decriminalization in Portugal: setting the record straight. 2.United Kingdom: Drug Strategy (2010 and 2012). Reducing Demand, Restricting Supply, Building Recovery : Supporting People to Live a Drug Free Life. 3.EMCDDA 2017: Greece, Greece Country Drug Report 2019. 4.The Global State of Harm Reduction 2018, Harm Reduction International , 6th Edition, ww.hri.global. 5.Public Health and International Drug Policy: Report of the Johns Hopkins – Lancet Commission on Drug Policy and Health. Lancet. 2016 April 2; 387(10026): 1427–1480. doi:10.1016/S0140-6736(16)00619-X. 6. Mental Health Strategy in Scotland, 2017-2027.Improving Scotland’s Health: Rights, Respect and Recovery. 7.Outcome Document of the 2016 United Nations General Assembly Special Session on the World Drug Problem. 8.The future of the international drug control system and national drug prohibitions. Wayne Hall, Monograph. Addiction (SSA), doi:10.1111/add.13941. 9.Decriminalization of drug use. Balasingam Vicknasingama, Suresh Narayananb, Darshan Singha, and Marek Chawarskic. Curr Opin Psychiatry 2018, 31(4):300–305.DOI:10.1097/YCO.0000000000000429. 10.Nόμος υπ’ αριθμ. 4523/Α/41, 7 Μαρτίου 2018 . Διατάξεις για την παραγωγή τελικών προϊόντων Φαρμακευτικής Κάνναβης και άλλες διατάξεις. 11.ΚΕΘΕΑ ΙΘΑΚΗ 2016. Μοντέλο Θεραπείας και Οργάνωσης. 12.ΚΕΘΕΑ 2011. Κόστος της εξάρτησης και τα οφέλη της θεραπείας (έρευνα).