Το κλίμα της οικονομικής αστάθειας με τις συχνές εργασιακές αλλαγές επηρεάζει καταστροφικά την υγεία των εργαζομένων. Η απώλεια της κοινωνικής θέσης και του κύρους, ως επακόλουθο, εντός του κοινωνικού συνόλου, έχει σοβαρές επιπτώσεις σε μεγάλο αριθμό ανέργων. Η υπάρχουσα κρίση αυξάνει τα ποσοστά των αυτοκτονιών και «συνεπικουρεί» σε πολλές άλλες κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις. Η ανεργία είναι ένα βίωμα επικίνδυνο και καταστροφικό. Ο άνεργος δε βιώνει μόνο την απώλεια της εργασίας του. Βιώνει την απώλεια της κοινωνικής και προσωπικής του ταυτότητας. Αντιμετωπίζει προβλήματα διαχείρισης, σε προσωπικό-ατομικό επίπεδο, όπως την κάλυψη των βιοτικών του αναγκών, καθώς και σε κοινωνικό-διαπροσωπικό επίπεδο, όπως οι ανάγκες της οικογένειάς του και οι υποχρεώσεις του απέναντι στις κοινωνικές ομάδες, στις οποίες εντάσσεται. Ο άνεργος, ουσιαστικά, αναζητά ένα μέσο διαβίωσης. Αισθάνεται να έχει απολέσει την αυτοεκτίμηση και την αξιοπρέπειά του.
Η εργασία, πέρα από τις δυσκολίες, που εμπεριέχει, παρέχει στο άτομο πόρους και κοινωνικές επαφές, που βοηθούν στη συγκρότηση μιας ολοκληρωμένης κοινωνικής υπόστασης. Μέσω της συμμετοχής σε μια συλλογική προσπάθεια, με συγκεκριμένο σκοπό, αποκτά συλλογική και κοινωνική ταυτότητα. Η συγκεκριμένη ταυτότητα διαμορφώνεται από μια ποικιλία ατομικών και κοινωνικών στοιχείων εντός του κοινωνικού περιβάλλοντος. Η ανασφάλεια, όμως, εντός του κοινωνικού περιβάλλοντος, προκαλεί σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχολογική υγεία του ατόμου. Όταν η συλλογική-κοινωνική ταυτότητα διέρχεται κρίση ή σύγχυση, το άτομο απομονώνεται και περιθωριοποιείται, νιώθοντας ντροπή και ευθύνη για την κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει. Αισθάνεται ασυνεπής απέναντι στους στόχους και στις προσδοκίες, που έχει θέσει για τη ζωή του, οι οποίες όμως είναι παράγωγα της υποτιθέμενης κοινωνικής του θέσης και ταυτότητας. Δέχεται τον εαυτό του, ως ανίκανο να στηρίξει την κοινωνική του θέση, αλλά και υπεύθυνο για την κατάσταση που βιώνει, ακόμα και για την έλλειψη μελλοντικής προοπτικής. Η κοινωνική ταυτότητα του ανέργου, που προσδίδεται στο άτομο από την κοινωνία, αποτελεί κάποιου είδους στιγματισμό και παράλληλη επιβεβαίωση της μη χρησιμότητάς του. Οι άνεργοι, όπως παρατηρείται, εμφανίζουν συχνότερα συμπτώματα ψυχικής διαταραχής, τάσεις για νοσηλεία σε ψυχιατρικά ιδρύματα και ροπή προς την αυτοκτονία. Επίσης, παρουσιάζουν σε μεγαλύτερο ποσοστό, διάφορες ψυχικές διαταραχές, όπως σχιζοφρένεια, καταθλιπτικές και αγχώδεις διαταραχές.
Ο ρόλος της φτώχειας μέσα στην κοινωνία διαμορφώνεται από την κοινωνική και πολιτισμική θεώρηση για την εργασία και αποκτά κάποια σημαντικότητα, από τη στιγμή που τα μέλη της κοινωνίας, έχοντας κοινές αντιλήψεις γι’ αυτήν, συγκρούονται με τους φτωχούς και τους φτωχοποιημένους πολίτες και τους οδηγούν, με αλυσιδωτές αντιδράσεις, στα πλαίσια-δεσμά των μηχανισμών του κοινωνικού ελέγχου (Π.χ Κοινωνικά Επιδόματα Αλληλεγγύης). Η λειτουργία της φτώχειας, ως στοιχείο – χαρακτηριστικό της κοινωνικής οριοθέτησης – οδηγεί σε έκπτωση του ατόμου, και μέσω του κοινωνικού αποκλεισμού, στον πολιτικό αποκλεισμό. Δηλαδή, στην απώλεια βασικών πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, αφού θεωρείται ανίκανο να συντηρήσει τον εαυτό του. Ως αποτέλεσμα η μη σταθερή, ατομική, πολιτική και κοινωνική θεώρηση.
Ο κοινωνικός αποκλεισμός, όπως τον βιώνουν οι άνεργοι, παρουσιάζει πολλαπλές πτυχές. Αυτές αφορούν στον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό βίο των ανέργων. Αναντίρρητα, όμως, κυρίαρχη έννοια, ενισχυτική, όχι μόνο προς το ίδιο το φαινόμενο, αλλά και προς την έρευνα, είναι αυτή της τάξης των ανέργων. Οι άνεργοι, που εργάζονταν, ανήκαν στις χαμηλές, εισοδηματικά, τάξεις. Στη σύγχρονη εποχή της όξυνσης του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, η εντατικοποίηση της εργασίας αυξάνεται,
οι εργοδοτικές απαιτήσεις αυξάνονται, και το αποτέλεσμα η μείωση του εργατικού δυναμικού. Αυτό σημαίνει, πως οι άνθρωποι, που χάνουν την εργασία τους, αρχίζουν ν’ απομακρύνονται από καταναλωτικές συμπεριφορές και δραστηριότητες, λόγω της μείωσης της οικονομικής τους δυνατότητας. Σε μια «δυτική» κοινωνία, όπως η ελληνική, με πρότυπο το κοινωνικό κύρος, όπως προκύπτει από την εργασιακή παραγωγικότητα, η ανεργία και η αδυναμία ανάπτυξης εργασιακών «δεξιοτήτων», οδηγούν τον άνεργο στον κοινωνικό αποκλεισμό. Απέναντι στο ιδεώδες της σύγχρονης κοινωνίας, οι άνεργοι εκπροσωπούν μια αδύναμη και απροστάτευτη κοινωνικοοικονομική πληθυσμιακή μερίδα. Μάλιστα, η κοινωνική περιθωριοποίηση κι ο αποκλεισμός από κοινωνικά ή ατομικά αγαθά, που απολάμβαναν στο παρελθόν, συχνά τους οδηγεί σε βίαιες και εγκληματικές πράξεις, που με τη σειρά τους εντείνουν την κοινωνική αποστασιοποίηση απέναντί τους.
Η κοινωνική περιθωριοποίηση δεν πραγματοποιείται μόνο εξαιτίας της αδυναμίας των εργαζομένων να εκπληρώσουν τις σύγχρονες εργασιακές και παραγωγικές απαιτήσεις του καπιταλιστικού παραδείγματος. Αν αυτό συνέβαινε, τότε το συγκεκριμένο φαινόμενο θα μπορούσε ν’ αντιμετωπιστεί αποκλειστικά μέσω της οικονομικής επιστήμης. Η διαδικασία αντιμετώπισης της οπτικής του κοινωνικού αποκλεισμού θα απαιτούσε προσπάθεια κοινωνικών ρήξεων και προσπάθεια αλλαγών συγκεκριμένων αντιλήψεων και στάσεων. Θα απαιτούσε επαναθεμελίωση των ενδοκοινωνικών και διατομικών σχέσεων, με κύρια στοιχεία την ανεκτικότητα, την αποδοχή και την στήριξη στις διαφορετικές ομάδες. Μια ουσιαστική διαφοροποίηση, σε ιδεολογικό και πρακτικό επίπεδο, από τον πραγματικό υπαίτιο της συγκεκριμένης κατάστασης. Μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση θα προσπερνούσε τις βασικές αιτίες διαμόρφωσης του κοινωνικού αποκλεισμού. Μια βασική αιτία είναι η ανάγκη του συστήματος για κοινωνικό έλεγχο ορισμένων πληθυσμιακών ομάδων, μέσω της περιθωριοποίησής τους. Για το λόγο αυτό εντείνεται και η καλλιέργεια στο κοινωνικό σύνολο ενός συγκεκριμένου κοινωνικού αφηγήματος. Ο έλεγχος, από την πλευρά του συστήματος, θα επιτευχθεί, μέσω της κοινωνικής απομάκρυνσης του ατόμου, εν προκειμένω του ανέργου, από το ίδιο το κοινωνικό σώμα.
Στην Ελλάδα ισχύει, ότι και σε κάθε δυτική χώρα. Όπως κάθε δυτική κοινωνία ρυθμίζεται και λειτουργεί κατά τις επιταγές της ελεύθερης αγοράς, «η οποία παράγει μαζικά την απορρύθμιση», έτσι η απορρύθμιση δεν είναι απλά μια παθολογική κατάσταση, που εμφανίζεται σε λίγους ανθρώπους, αλλά πολύ περισσότερο εμφανίζεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να παίρνει διαστάσεις μιας γενικότερης κατάστασης στις συγκεκριμένες κοινωνίες. Όσον αφορά το άτομο, κατά μόνας, οδηγείται σε απορρύθμιση και από προσωπικές συνθήκες, που διαμορφώνονται από την αλληλεπίδρασή του με την κοινωνία. Επιπλέον, η κατάρρευση του μοντέλου της παραδοσιακής κοινωνίας, δημιουργεί παγκόσμια απορρύθμιση, έως ότου να εμφανιστεί μια νέα κοινωνική οργάνωση. Παρόλα αυτά, η παγκοσμιοποίηση του συστήματος της ελεύθερης αγοράς, προκαλεί την πρωτοφανή εξάπλωση, βάθος και διάρκεια της απορρύθμισης.
Η έλλειψη νοήματος, λόγω της ανεργίας και της φτώχειας, αυξάνει το καθεστώς ανασφάλειας και κοινωνικής αβεβαιότητας στο άτομο. Τα χρέη αυξάνονται και η κρατική-κοινωνική προστασία απέναντι σε τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις, δημόσιες ή ιδιωτικές, μειώνεται ή εξαλείφεται. Η έλλειψη προοπτικής και η διάρρηξη των οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων εντείνονται. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η αλλοίωση και η καταρράκωση της έννοιας και των στοιχείων, που συγκροτούν την ατομική και κοινωνική ταυτότητα του ατόμου, τις οποίες απέκτησε, μέσω της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Αυτή η αλλοίωση το οδηγεί στην απώλεια του νοήματος της ατομικής του ύπαρξης.
Η απώλεια αυτή είναι η αιτία, που οδηγεί το άτομο ενάντια και στον ίδιο του τον εαυτό. Σε σχέση με τις ευθύνες του αστικού κράτους για τις αυτοκτονίες και τη γενικότερη κοινωνική εξαχρείωση, θα πρέπει να αναφερθούν οι σχέσεις και οι δεσμοί αυτού με το μεγάλο, διεθνές και εγχώριο, κεφάλαιο. Το μεγάλο κεφάλαιο, ανεξαρτήτου προελεύσεως, με αιχμή του δόρατος το Τραπεζικό – Επενδυτικό κεφάλαιο, με την βοήθεια μεγάλης μερίδας του ελληνικού πολιτικού προσωπικού, επιδιώκει κι έχει πετύχει, σε μεγάλο βαθμό, την αποδιοργάνωση της εργασίας και διάλυσης της κοινωνικής συνοχής. Οι αποφάσεις, οι συμφωνίες, τα διάφορα μέτρα, που λαμβάνονται και τα αποτελέσματα όλων αυτών, είναι οι αιτίες πολύ μεγάλου ποσοστού θανάτων των πολιτών της χώρας.
Στην Ελλάδα, εξαιτίας των κοινωνικών αλλαγών, που επιφέρει το
Καπιταλιστικό Σύστημα, το άτομο στρέφεται στην εξατομίκευση και στη μοναξιά, απρόθυμο να ενταχθεί και να συμμετάσχει ενεργά σε οποιασδήποτε μορφή συλλογικότητας, θεωρώντας ότι ο καθένας, ατομικά, μπορεί να την υποκαταστήσει και να καταφέρει να επιβιώσει μέσα στο κλίμα του γενικότερου ανταγωνισμού. Αυτές οι ατομικές και εξατομικευμένες στάσεις και συμπεριφορές, που οδηγούν τον κοινωνικό ιστό σε πλήρη καταβαράθρωση, διαμορφώνονται μέσα σε όρους βαθιάς κρίσης, οικονομικής, κοινωνικής, αξιακής και πολιτισμικής. Μιας κρίσης που αναπτύσσεται σε όλα τα επίπεδα, στο πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και της «νεοφιλελεύθερης» πολιτικής, όπως υπαγορεύεται άμεσα από τις ανάγκες και την ιδεολογία του καπιταλισμού. Ο εξαντλητικός περιορισμός του κράτους πρόνοιας, η μαζική ανεργία μέσα από τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, οι «ελαστικές» μορφές εργασιακών σχέσεων, η εμπορευματοποίηση της υγείας, το τρομακτικό άνοιγμα της ψαλίδας, ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, και η υπέρ-εντατικοποίηση της εργασίας, με ταυτόχρονη μείωση των αποδοχών, αποτελούν τις ορατές συνέπειες αυτής της πολιτικής στη ζωή των ανθρώπων. Ταυτόχρονα, το κράτος με τη χρηματοδότηση των διαφόρων ελίτ, οργανώνει τους μηχανισμούς του για να ελέγχει τη ζωή των ατόμων, διαμορφώνοντας ένα πλέγμα εξουσιών, όπου οι πολίτες καλούνται να διαμορφώσουν τη στάση ζωής τους, με βάση το δόγμα και τις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού. Θα πρέπει, συμπερασματικά, να είναι «ατομικοί επιχειρηματίες» στην επιχείρηση της ζωής τους. Η «ελευθερία διαχείρισης» της ζωής τους γίνεται το εργαλείο της κυριαρχίας της κρατικής εξουσίας πάνω τους.
Νίκος Δαμιανάκης, Μέλος του Ε.Γ Σοσιαλιστικής Προοπτικής.