“…Ό,τι σχολιάζεται δημόσια θα πρέπει να φιλτράρεται και να δημοσιεύεται με πλήρη επίγνωση των συνεπειών που μπορεί να αποφέρει”
Βάσια Ζέρβα, αρθρογράφος (ff line Post)
Ο Κώστας Δουζίνας, με τον οποίο έχω ασχοληθεί και στο παρελθόν [1], κινείται και αυτός στη σφαίρα του “γενικού”, όπως και οι νεότεροι αριστεροί στους οποίους αναφέρθηκα στα μέχρι τούδε τέσσερα άρθρα μου για τον ερειπιώνα της ελληνικής γλώσσας. Και αυτός μας εισάγει στο “γενικό” αμέσως με τον τίτλο του, ο οποίος είναι αρκετά βαρύγδουπος και πολλά υποσχόμενος σε σχέση με την έκταση του συμβάντος: “Κατσαρίδες, τρωκτικά και η παρακμή μιας τάξης”. Τα πράγματα δηλαδή δεν είναι “παίξε γέλασε”, διότι η Αλεξία Έβερτ, δεν γνωρίζω εάν και κατά πόσο η ίδια το γνωρίζει, εκπροσωπεί μια (κοινωνική) τάξη σε παρακμή.
Ο καθηγητής από την αρχή του άρθρου του διασαφηνίζει ότι ουδέν προσωπικό τον διακατέχει έναντι της “κ. Έβερτ”. Και προσυπογράφει, κάπως ειρωνικά εννοείται, και αυτός ότι “είναι μια “αληθινή Κυρία”, με κεφαλαίο Κ, όπως είπε ο εκπρόσωπος της λαϊκής δεξιάς Άδωνις Γεωργιάδης”. Προσφέρει στην συγκεκριμένη στιγμή κάτι ο συγκεκριμένος όρος στην ανάλυση ή είναι απλώς μια έννοια αγώνα σε μια συγκεκριμένη ρητορική πρακτική ενός πολιτικού χώρου;
Ο Άδωνις Γεωργιάδης, φαίνεται ότι η συγκεκριμένη καρικατούρα του πολιτικού μας βίου, λειτουργεί ως άλλοθι στον χώρο της ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται από τον Κ. Δουζίνα μετά από μια χούφτα αράδες σε “γραφική μορφή της λούμπεν μπουρζουαζίας”. Δεν μπορώ να πω πως ο καθηγητής δεν είναι επινοητικός στα ρητορικά σχήματα. Ο Άδωνις Γεωργιάδης εικάζω ότι στο πολιτικό πεδίο εκπροσωπεί τη “λαϊκή δεξιά” και στο κοινωνικό τη “λούμπεν μπουρζουαζία”: κατ΄ απόφαση του Κώστα Δουζίνα. Στο στόχαστρο του τελευταίου εισέρχεται και “ο ταλαντούχος κ.Κουμουτσάκος”, “εκπροσωπώντας την πιο ευγενή πλευρά της ελληνικής δεξιάς”. Και κατόπιν ασκεί κριτική στην Αλεξία Έβερτ και τη δικαιολογία της περί ελλείψεως σεβασμού προς τους νόμους από την πλευρά των διαδηλωτών. Από εδώ αρχίζει να ξετυλίγει ο Κώστας Δουζίνας το αναλυτικό του τάλαντο με επίκεντρο το νόμο και την ανυπακοή σε αυτόν.
Και ενώ θα περίμενε κανείς κάποια περισπούδαστη ανάλυση του δίπολου, υπακοή-ανυπακοή στην εξουσία, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει το πιο ατυχές παράδειγμα για την περίπτωση. Την “ανυπακοή” των φοιτητών της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου, δηλαδή την ανυπακοή απέναντι σε μια αυθαίρετη εξουσία, απέναντι σε μια τυραννία. Και με αυτόν τον ατυχή συσχετισμό δηλώνει ότι και οι διαδηλωτές του 2020 άσκησαν “το κλασικό καθήκον της πολιτικής ανυπακοής”. Και γαρνίρει το επιχείρημα με την επίκληση των φιλελευθέρων φιλοσόφων Τζων Ρόλς και Ρόναλντ Ντουόρκιν, τους οποίους θεωρεί “πνευματικούς πατέρες των δικών μας συνταγματολόγων”, για να καταλήξει στο ότι η ανυπακοή επιβάλλεται όταν “ο νόμος παραβιάζει τις βασικές αρχές των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών”. Και όλα αυτά έπρεπε να τα γνωρίζει η αντιδήμαρχος Αθηναίων Αλεξία Έβερτ.
Το ενδιαφέρον ως τόσο της ανάλυσης του Κ. Δουζίνα αρχίζει από το σημείο που προσπαθεί να ερμηνεύσει “κοινωνικώς” τη στάση της Αλεξίας Έβερτ η οποία σε προσωπικό επίπεδο δεν τον ενδιαφέρει (“η κ. Έβερτ δεν με ενδιαφέρει”) και αυτό διότι στο μυαλό του η πρώην αντιδήμαρχος παίρνει άλλες εξωπραγματικές διαστάσεις: “Αλλά το όνομα και η οικογενειακή ιστορία την κάνει εκπρόσωπο μιας πλευράς της ελληνικής ελίτ, αυτή της αστικής ευγένειας”. Δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς τον ισχυρισμό και τι ακριβώς θέλει να πει ο καθηγητής με αυτό το νοηματικό σκορποχώρι; Και η επόμενη πρόταση είναι κομμάτι γελοία: “Σπούδασε στο εξωτερικό, φαντάζομαι σε καλά πανεπιστήμια, μιλάει Γαλλικά πιθανά παίζει και πιάνο”. Και αφού “κατασκευάσει” με αυτό τον φαιδρό τρόπο το κοινωνικό προφίλ της αντιδημάρχου ανακαλύπτει και το πραγματικό αντικείμενο της περισπούδαστης ανάλυσής του: όλα αυτά που είπε η ίδια και οι υπόλοιποι “δείχνουν την παρακμή μιας τάξης και ιδεολογίας που έχει χρεοκοπήσει ηθικά και διατηρείται μόνο από την αναχρονιστική ταξική της υπεροψία και την βαθιά της εξάρτηση από την εξουσία”. Μνήσθητί μου, Κάρολε…
Αλλά ο καθηγητής δεν φαίνεται να συγκρατείται στον “αναλυτικό” του οίστρο: “Το όνομα φέρνει στο μυαλό την παλιά κολονακιώτικη αριστοκρατία. Αυτούς που στήριξαν το μετεμφυλιακό κράτος με τα λεφτά, την πολιτική της δύναμης και το πολιτισμικό κεφάλαιο που τους έδινε το όνομα και οι γνωριμίες”. Και καταλήγει ο Κ. Δουζίνας στην κατασκευή του τραύματος της μετεμφυλιακής περιόδου ως μέσο άσκησης πολιτικής, επιχειρώντας να δημιουργήσει στον αντίπαλο ενοχές: “Ήξεραν για τις φυλακές, τις εξορίες, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, αλλά δεν είχαν ατομική ευθύνη μια και δεν το έκαναν οι ίδιοι”.
Αυτή η αριστοκρατία “είναι μια τάξη που καταρρέει”, διότι “κυνηγήθηκε από τους νεόπλουτους του χρηματιστηρίου και τους εκσυγχρονιστές που αγοράζουν βιβλία βάσει του χρώματος του εξωφύλλου τους για να ταιριάζουν με τα colour scheme του σαλονιού”. Αχού, αυτά τα ψευτοελιτίστικα της Αριστεράς… Παραθέτω τη σχηματική αφήγηση του Κ. Δουζίνα και την κοινωνικοταξική του “ανάλυση” αυτούσια, διότι έχει γούστο: “Εγκατέλειψαν το Κολωνάκι γιατί δυστυχώς γειτονεύει με τα Εξάρχεια. Μετοίκησαν στα βόρεια προάστια για να έχουν κήπο οικιακούς βοηθούς. Αυτή λοιπόν η τάξη κράτησε την Ελλάδα “όρθια” στα 1950 και τα 1960. Ήταν ταχυδρόμος και εισαγωγέας των αστικών αξιών της Ευρώπης και είχε τη γνώση και την αισθητική ευαισθησία να μην χρησιμοποιεί δημόσια τέτοιες εκφράσεις ακόμη και αν τις θεωρούσε ακριβοδίκαιες”.
Και από την συγκεκριμένη “αστική τάξη” κάνει το άλμα στο σήμερα και αντιπαραθέτει κάποιες πλευρές της σύγχρονης πραγματικότητας: “Σήμερα όμως αρθρογράφοι στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ και τα ΝΕΑ, δημόσια πρόσωπα και ιστορικά ονόματα μπορούν και γράφουν με τρόπο που πριν σαράντα χρόνια θα καταδίκαζαν ως “χυδαίο””. Έχει πράγματι ο Κ. Δουζίνας τόσο μεγάλα ελλείμματα αναφορικώς με τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον κόσμο και τη χώρα μας τα χρόνια αυτά στα οποία αναφέρεται ή απλώς η όλη αφήγηση είναι προπαγανδιστική ρητορεία;
“Δημόσια πρόσωπα και ιστορικά ονόματα” – τι θα πει ιστορικό όνομα είναι άλλου είδους ιστορία – “έχουν ξεχάσει ότι το τελευταίο καταφύγιο της ταξικής παρακμής είναι η αστική ευγένεια”. Ούτε και εγώ το γνώριζα αυτό, υποθέτω ότι δεν είναι έγκλημα να αγνοεί κανείς στην ανάλυσή του περί “παρακμής” – για παρακμή ομιλεί και η ακροδεξιά και ένα μέρος των ποικιλώνυμων συντηρητικών δεξιάς και αριστερής κοπής – ότι η αστική ευγένεια είναι δείκτης παρακμής, καταφύγιο.
Δεν αρκεί όμως μια μόνο “παρακμή”, ένας συλλογικός ενικός, αλλά έχουμε πολλές παρακμές, “είναι η ταξική, πολιτισμική και πολιτική παρακμή που βρίσκεται, πιστεύω, πίσω από το μανικό αντι-αριστερό και αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο”. Ο Κ. Δουζίνας “πιστεύει”, δεν γνωρίζει, αλλά μας ταλαιπωρεί με διαρκείς λεκτικές ακροβασίες χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Εάν υποθέσουμε ότι η Αλεξία Έβερτ έκανε τον κόπο και διάβαzε το κείμενο του, τι ακριβώς θα αποκόμιζε; Ότι είναι φορέας μιας κάποιας ταξικής παρακμής; Εάν είναι εκπρόσωπος μιας τάξεως και της παρακμής της, γιατί να φέρει ευθύνη για αυτά που είπε; Η παρακμή ευθύνεται!
Αλλά απ΄ ό,τι φαίνεται ο καθηγητής πανεπιστημίου δεν φείδεται στις εύκολες διατυπώσεις και τα πρόχειρα συμπεράσματα. Και φυσικά αποθεώνει το “δρόμο”, το προσφιλές άλλοθι ενός συγκεκριμένου τύπου Αριστεράς (δικαιούμαι να είμαι αιχμηρός γιατί έχω διανύσει μερικές δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα σε δρόμους, όχι άσκοπα νομίζω και όχι για επαναστατική γυμναστική), και χαριεντίζεται με την ύβρι “τρωκτικά”, όταν προσδιορίζει έτσι ως αυτοκολακεία τον εαυτό του και τους συντρόφους του: “Τα “τρωκτικά”, που ήταν, είναι και θα είναι πάντα στον δρόμο, είναι οι κομμουνιστές και οι αριστεροί”. Θα παραφρονήσουμε εντελώς.
Ως τόσο θα ήμουν άδικος εάν δεν παρέθετα το πιο ισχυρό τμήμα της δημόσιας παρέμβασης του Κ. Δουζίνα και δεν ασκούσα σε αυτό κριτική ή και αναγνώριση της συμβολής του στο δημόσιο διάλογο. Την αναφορά του στη σημασία της γλώσσας. “Οι λέξεις”, υποστηρίζει ορθώς, “έχουν τη δική τους ιστορία. Μια ιστορία της άρνησης της ανθρώπινης ιδιότητας και ένα κατάλογο των “άλλων” που κάθε εποχή και ιδεολογία θεώρησε “υπανθρώπους” και αναλώσιμους”. Αυτό θα πρέπει να αναγνωστεί με επιφύλαξη. Οι “άλλοι” δεν ήταν πάντοτε “υπάνθρωποι”. Ο βάρβαρος δεν είναι υπάνθρωπος, ο άπιστος δεν είναι υπάνθρωπος. Θα πρέπει να ακριβολογούμε όταν γράφουμε δημοσίως και απευθυνόμαστε σε κόσμο χωρίς την απαραίτητη προπαιδεία σε παρόμοια ζητήματα. Οι γενικεύσεις αυτού του τύπου οδηγούν σε εκτρώματα. Σωστές και οι παρατηρήσεις του για την απανθρώπιση, κτήνωση στην περίπτωση του Ολοκαυτώματος, αλλά και της γενοκτονίας στην Ρουάντα. Ορθές και οι επισημάνσεις για τους κινδύνους από τα φαινόμενα της απανθρώπισης, της κτήνωσης που παρατηρούνται σε χώρες της Δύσης, αλλά είναι ανυπόστατος ο ισχυρισμός πως “οι μετανάστες και οι πρόσφυγες είναι βασικοί υποψήφιοι για την ιδιότητα του τρωκτικού”.
Η κατάσταση είναι όντως δύσκολη και επικίνδυνη. Δε χρειάζεται να δηλώσω ότι προσυπογράφω την ακόλουθη πρόταση του άρθρου, με εξαίρεση την αναφορά σε υπανθρώπους: “Μια γενοκτονία προϋποθέτει μια ομάδα που αποβλήθηκε από την ανθρωπότητα, της αρνήθηκε την ανθρώπινη ιδιότητα, έγιναν υπάνθρωποι”.
Φυσικά διαφωνώ πλήρως με την ένταξη του όλου ζητήματος σε μια κοινωνικοπολιτική ανάλυση περί παρακμιακής κοινωνικής τάξεως. Οδηγεί σε αδιέξοδα και ήττες… τελικώς σε πολιτική παρακμή…
[1] Βλ. το άρθρο μου στο Διαδίκτυο: Όμηρος Ταχμαζίδης, Θεωρία και καθηλωτική ισχύς του φόβουΥ.Γ.: Το άρθρο αυτό είναι το πέμπτο από μια σειρά επτά άρθρων σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα. Έχουν αναρτηθεί στο Διαδίκτυο κατά σειράν τα άρθρα: Η ενοχή της ΝΔ για τα τρωκτικά και τις κατσαρίδες – Τρωκτικά, κατσαρίδες και “ακραίο κέντρο” – Κατσαρίδες, τρωκτικά και ο Χίτλερ στην Αθήνα – Μπάτσοι, γουρούνια, κατσαρίδες