Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Ένα από τα μυθεύματα των αρχών της δεκαετίας του 1990, μετά την κατάρρευση του λεγόμενου “ανατολικού μπλοκ” και του αμυντικού συστήματός του, ήταν η προσπάθεια συγκρότησης ενός μουσουλμανικού τόξου στα Βαλκάνια εκ μέρους της Τουρκίας. Γύρω από αυτό το “δεδομένο” υφάνθηκαν διάφορα αφηγήματα, επινοήθηκαν νέα ιδεολογήματα, εκπονήθηκαν δαπανηρά σχέδια επί χάρτου και συνδέθηκαν πολύ απτά συμφέροντα, οικονομικών, κοινωνικών και ιδεολογικών ομάδων. Αλλά ο ισχυρισμός περί μουσουλμανικού τόξου απείχε από την τότε διεθνοπολιτική πραγματικότητα και τα συγκεκριμένα δεδομένα της περιοχής.
Από την άλλη, ωστόσο, το αφήγημα περί μουσουλμανικού τόξου, συνέβαλλε και αυτό στη γενικότερη αναβίωση του σύγχρονου ελληνικού εθνικισμού και στο σχηματισμό των πολλαπλών μορφών της σύγχρονης ελληνικής “ακροδεξιάς”.
Τα πρώτα ιζήματα, τα πρώτα “κατακάθια”, στην ελληνική κοινωνία αυτής της εκτεταμένης μεταστροφής του ενδιαφέροντος προς το εθνικό φαντασιακό, καταγράφονται τόσο με φαινόμενα, όπως ο ρηχός και χυδαίος αντιδυτικισμός-αντιφραγκισμός και αντιμουσουλμανισμός του δημοσιογράφου Γιώργου Σκαμπαρδώνη, όσο και με την πρώτη ιδεολογική και οργανωτική συγκρότηση των σκουρόχρωμων Αρίων της “Χρυσής Αυγής” – αυτού του ονείδους της ελληνικής κοινωνίας. Τα ζεύγη αυτής της συσχέτισης δύνανται να πολλαπλασιαστούν. Το παράδειγμα, ωστόσο, δεν είναι τυχαίο, αλλά επιχειρεί να αναδείξει το γεγονός ότι η ακροδεξιά ρητορεία, σαν την υγρασία άρχισε να διαπερνά όλο το κοινωνικό σώμα, χωρίς, ωστόσο, εκείνη την περίοδο να εμφανιστεί ακόμη η μούχλα στην επιφάνεια των πραγμάτων για να κινητοποιήσει τα αντανακλαστικά της κοινής λογικής των πολιτών της ελληνικής δημοκρατίας. Ήταν μια περίοδος της πολιτικής ζωής του τόπου, όπου η ρητορεία περί “ευαισθησίας για τα εθνικά θέματα”, “συρρίκνωσης του ελληνισμού” κ.α. σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά της, αναγορεύοντας ως εθνικό ζήτημα κάθε εθνικιστική ιδεοληψία και εξοστρακίζοντας τον ορθό λόγο από την προσπάθεια άσκησης μιας ρεαλιστικής εξωτερικής πολιτικής. Η δεκαετία του 1990 υπήρξε μια περίοδος χαμένων ευκαιριών και συνεχών οπισθοδρομήσεων και η συμβολή σε αυτό του αναδυθέντος νεοεθνικισμού και των οργανώσεων του ήταν κάτι παραπάνω από καταλυτική: λειτούργησαν σαν “αυτεκπληρούμενη προφητεία”. Τα ποικιλόχρωμα νεοεθνικιστικά ρεύματα αναγγέλλοντας διαρκώς το τέλος και την καταστροφή της Ελλάδος, μεταφέροντας την πολιτική αντιπαράθεση από το “κοινωνικό” στο “εθνικό”, συνέβαλλαν στην ιστορική πραγματοποίηση της καταστροφής, την οποία έκαναν κύριο σημείο αναφοράς του δημόσιου λόγου τους . Η “εθνική καταστροφολογία” από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και εντεύθεν, συνέβαλλε στην εθνική ταπείνωση και στην καταστροφή του σήμερα. Ήταν μια περίοδος κατά την οποία το κοινωνικό εγκαταλείφθηκε στη δυναμική του δανεισμού και το πατριωτικό στην εθνικιστική ακρότητα και υστερία. Και τα δύο αφέθηκαν ανεξέλεγκτα στην αυθαιρεσία του κλεπτοκρατικού πολιτικού συστήματος και στην άναρχη πατρωνία των “εκσυγχρονιστών”. Και τώρα, αντί για το εξιλεωτικό “λόγω διδόναι” κάθε δημοκρατικής πρακτικής, αιωρείται στην ατμόσφαιρα της Ελληνικής Δημοκρατίας ως διαρκής ενοχή και ρυπαίνει ακατάπαυστα, με συναισθήματα χαμηλής αυτοεκτίμησης, τις συνειδήσεις των πολιτών, το κυνικό “μαζί τα φάγαμε”.
Και ενώ οι λογαριασμοί είναι ανοικτοί και ως προς τα συμβάντα του παρελθόντος, αλλά και ως προς τις επιλογές για τη διαμόρφωση του μέλλοντός μας, κάποιοι προσπαθούν να επαναφέρουν το μύθευμα του μουσουλμανικού τόξου και των κινδύνων στα βόρεια σύνορα της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό πίσω από διάφορα προβλήματα στις διμερείς σχέσεις της Ελλάδος με τις γειτονικές χώρες ανακαλύπτεται πάντοτε η “δαιμόνια” τουρκική διπλωματία και οι σχεδιασμοί της Άγκυρας ή το ουαχαβιτικό Ισλάμ της Σαουδικής Αραβίας, το οποίο ετοιμάζεται να εξαπολύσει “τζιχάντ” κατά της Ευρώπης. Αυτές οι αναλύσεις εμφανίζονται στα λεγόμενα “έγκριτα φύλλα” των Αθηνών και οι αρθρογράφοι τους επικαλούνται ενίοτε διπλωματικές πηγές, αλλά δεν αναλύουν τα προφανή: αν για παράδειγμα η Σαουδική Αραβία υποδαυλίζει πράγματι έναν “ιερό πόλεμο” εναντίον της Ευρώπης με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού χαλιφάτου, είναι τόσο αφελείς οι σχεδιαστές της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής και ενισχύουν παντοιοτρόπως τις οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές σχέσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, με το συγκεκριμένο κράτος;
Και ενώ οι “σοβαροί” αναλυτές προσπαθούν να μας πείσουν για τους κινδύνους από το επιθετικό Ισλάμ, διάφοροι “περίεργοι” στο Διαδίκτυο επιτίθενται με ακροδεξιά ρητορεία στο ΝΑΤΟ και προτείνουν εντατικοποίηση των εξοπλισμών, αύξηση της στρατιωτικής θητείας, ενθάρρυνση της οπλοκατοχής και άλλα φαιδρά, τα οποία ενθυμίζουν εν πολλοίς τα εθνικιστικά φαντασιοκοπήματα των αρχών της δεκαετίας του 1990, τα οποία οδήγησαν τη χώρα στη διεθνή περιθωριοποίηση και στην οικονομική καταστροφή.
Έτσι η “διείσδυση στα Βαλκάνια” της εθνικιστικής ρητορικής έξαψης των πρώτων ετών της δεκαετία του 1990, επανέρχεται με αναφορές σε “διεκδικητική στάση και ενεργητική εξωτερική πολιτική”. Κάποιος Ραφαήλ Καλυβιώτης, ενός κάποιου “Δικτύου Ελλήνων Συντηρητικών” , βλέπει την αλβανική πλευρά να “βρίσκεται σε αγαστή συνεργασία με τον εξ Ανατολής σουλτάνο και ορέγονται, μαζί με τα Σκόπια και τη Βουλγαρία, να περικλείσουν μέσω αυτού του νεοϊσλαμικού τόξου την Ελλάδα διεκδικώντας ευθέως εδάφη”. Και η πολιτική παραλογία φαίνεται να μην υστερεί σε τίποτε από τα ανάλογα φαινόμενα, τα οποία παρατηρήθηκαν στις αρχές της δεκαετία του 1990, όπου διάφοροι απαίδευτοι, μισογραμματισμένοι απόφοιτοι πανεπιστημίων, σχεδίαζαν το μέλλον του κόσμου και της χώρας στο γραφείο τους, πάνω από χάρτες και βασιζόμενοι στην αποδελτίωση του τύπου. Στο μεσοδιάστημα πολλοί από τους “γραφικούς” – έτσι τους αποκαλούσαν τότε, οι βολεμένοι του κλεπτοκρατικού καθεστώτος – έγιναν βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου και πολιτικοί παράγοντες του τόπου.
Το φαινόμενο αρχίζει να επαναλαμβάνεται με άλλους συνδυασμούς φαντασιοκοπημάτων και διεθνοπολιτικών “ανορθογραφιών” και τη θέση της αποδελτίωσης του τύπου παίρνει τώρα το Διαδίκτυο. Ο ίδιος αρθρογράφος, αφού γράψει διάφορα αντιφατικά και αλλοπρόσαλλα στο άρθρο του υπό τον τίτλο “Εξωτερική πολιτική Κοτζιά, για γέλια και για κλάματα”, καταλήγει και στη λύση του προβλήματος: “Μόνη διέξοδος από το τέλμα, η παρούσα Βουλή να συμφωνήσει στον σχηματισμό κυβέρνησης εξωκοινοβουλευτικών προσωπικοτήτων και τεχνοκρατών για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η οποία θα κυβερνά με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου”.
Ούτε λίγο, ούτε πολύ, ο εθνοσωτήρας προτείνει “κοινοβουλευτική δικτατορία”.