Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Δε φαντάζομαι να υπάρχει πολίτης τούτης της χώρας, ο οποίος να μην έχει οργισθεί από τη μακρόχρονη και προκλητική αμεριμνησία και αφέλειά μας στον τρόπο με τον οποίο χειριζόμαστε τα κοινά μας. Παραζαλισμένοι από το όπιο της δάνειας ευμάρειας και παραδομένοι σε μια οργιαστική κατανάλωση θεωρούσαμε ότι είχαμε ανακαλύψει το νόημα της ζωής: “Οι Έλληνες ξέρουν να ζουν”, ήταν μια φράση, η οποία προβαλλόταν σε αντιδιαστολή με το εργασιακό ήθος – υπαρκτό ή ανύπαρκτο, δεν έχει σημασία – των “κουτόφραγκων”. Και όπως πάντα: “το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι”- από την ποικιλώνυμη ηγεσία του τόπου. Πολιτικούς και επιχειρηματίες, οργανικούς διανοούμενους και διάφορους γνωμηγήτορες, καλλιτέχνες και λογίους κάθε είδους.
Θα πρέπει να είμαστε ολότελα αλεξίθυμοι για να σταθούμε απαθείς απέναντι σε αυτό, το οποίο παρακολουθούμε από την τηλεοπτική οθόνη, μάλιστα, υπό τη μορφή ενός είδους πορνογραφίας της απόγνωσης, η οποία προσθέτει τεχνηέντως και άλλη οργή στο θυμικό μας. Σημειωτέον ότι δεν πρέπει να παραβλέψουμε την εκτονωτική λειτουργία για το τηλεοπτικό κοινό αυτής της πορνογραφικής εκθεάτρισης του ανθρώπινου πόνου και της οργής των θυμάτων.
Η αδιαφορία, ωστόσο, θα συνεχίσει να εντείνεται στις σημερινές συνθήκες του “νομαδισμού και της πολυγαμίας του τόπου” (Hartmunt Rosa) και θα ενταθεί ακόμη περισσότερο: το μέλλον υπόσχεται πολύ ένταση. Η ποικιλόμορφη αθλιότητα η οποία συσσωρεύεται στην περιφέρεια των αστικών κέντρων είναι μια εκδοχή της μελλοντικής: ήδη έχουν δημιουργηθεί τα σχετικά γκέτο.
Η Αθήνα, η οποία συνεχίζει από δεκαετίες να επεκτείνεται “στα κουτουρού” (Γιώργος Θεοτοκάς) και η οποία μετασχηματίστηκε αρχικώς σε “Λεκανοπέδιο” και τείνει να ολοκληρωθεί ως “Αττικοβοιωτία”, αποτελεί ύβρη για το σύγχρονο ελληνισμό, η οποία πληρώνεται καθημερινώς με βαρύ τίμημα. Τα τραγικά συμβάντα των ημερών ανασύρουν στην επιφάνεια μόνο ένα ελάχιστο από την αδιέξοδη μοίρα του τόπου. Και δεν τολμάμε, ούτε και αυτές της στιγμές της οργής και της απόγνωσης, να ψελλίσουμε έναν λόγο, να υψώσουμε το δάκτυλο και να δείξουμε την κατεύθυνση από την οποία έρχεται η καταστροφή και ακόμη λιγότερο να δείξουμε διόδους διαφυγής.
Ακόμη και αυτή την κρίσιμη στιγμή ουδείς διερωτάται για το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο συντελούνται οι καταστροφές: όλοι επιδικώκουν να επιβεβαιωθούν και να “δικαιωθούν”. Και το πρόβλημα απωθείται και επιχειρείται να εκλογικευθεί με διάφορους τρόπους. Με την χυδαία επίκληση του γενικού (“κλιματική αλλαγή”, “καπιταλιστική ανάπτυξη”), της “γραφικής”, πλέον, απόδοσης ευθυνών αποκλειστικώς στην πολιτική εξουσία και απαίτηση συμβολικών θανάτων (“τι έκανε και που είναι το κράτος”, “κανείς δεν παραιτείται”), των μνημονίων (“το μνημόνιο στερεί κονδύλια για αντιπλημμυρικά έργα”), της πολιτικής κακεντρέχειας και της κοινωνικής μνησικακίας (“το μέρισμα προήλθε από τη μη κατασκευή έργων αντιπλημμυρικής προστασίας”), της έλλειψης τεχνοκρατικού σχεδιασμού και ιεράρχησης προστατευτικών παρεμβάσεων κ.α.. Και όλα αυτά συνοδεύονται με ρατσιστικά σχόλια, τα οποία υποδηλώνουν χαμηλή εθνική αυτοεκτίμηση και, τέλος, ως μόνιμη επωδός εμφανίζεται η σταθερή προσπάθεια επίρριψης ευθυνών σε άλλους.
Η ελληνική κοινωνία αναζητά και αυτή την στιγμή έναν αποδιοπομπαίο τράγο, αλλά δεν τον ευρίσκει: η πληθώρα των υποψηφίων -κάθε οπτική γωνία έχει τη δική της προτίμηση, κάποιοι ζητούν π.χ. το “πόθεν έσχες” των πολεοδόμων – δεν επιτρέπει να επικεντρωθεί η αγανάκτηση και η διάθεση για εκδίκηση του πλήθους σε έναν στόχο. Τα ιδεολογικώς και τηλεοπτικώς περιμανδρωμένα πλήθη αδυνατούν να συμφωνήσουν, ποιον θα πετροβολήσουν και αυτό είναι ένα ακόμη δράμα κοντά στην αυτολύπηση και την αυτοπεριφρόνηση τους, συναισθήματα τα οποία υποδαυλίζει διαρκώς το διάτρητο από κάθε άποψη “σύστημα πληροφόρησης”. Θα μπορούσα να προσθέσω εδώ και την “οικονομική και κοινωνική διάσταση” των αυθαίρετων κατοικιών – κάτι που αποφεύγουν να θίξουν όλοι οι σχολιαστές, “δεξιοί” και “αριστεροί” – αλλά κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε άλλη κατεύθυνση την επιχειρηματολογία μου.
Τώρα, ο πολιτικός οφείλει να συντονίσει τα απολύτως αναγκαία και να “αφομοιώσει” ο ίδιος ένα μέρος της έντασης “αποφορτίζοντας” τον κόσμο, ο δημοσιογράφος να ενημερώσει το κοινό για τα συμβάντα, ο αναλυτής για το υπέδαφος των λόγων της καταστροφής, ο ειδικός επιστήμονας για τις συνθήκες, τις παραλείψεις και τις ενδεχόμενες τεχνικές εναλλακτικές απέναντι σε παρόμοια φαινόμενα, ο ιατρός να φροντίσει για την υγεία των πληγέντων, ο ψυχολόγος να ενδιαφερθεί για την ψυχική κατάσταση τους, οι πολίτες από την πλευρά τους να σταθούν ο ένας δίπλα στον άλλο και να σταθμίσουν τις ευθύνες τους, χωρίς υπεκφυγές και άλλοθι. Σε όλη την Ελλάδα.
Εάν δεν αντιμετωπιστεί η περιοχή, η οποία τείνει να μετατραπεί σε “Αττικοβοιωτία” ως πρόβλημα, δεν υπάρχει στον ορίζοντα καμία αλλαγή προσανατολισμού. Το εθνικό πένθος θα πρέπει να δείξει προς την κατεύθυνση του προβλήματος και όχι προς την παράκαμψη του.
Και από τον εντοπισμό του προβλήματος θα προέλθουν οι λύσεις: η δημογραφική αποσυμφόρηση της περιοχής, η οικιστική αναδόμησή της, η καλαισθητική της ανάπλαση, η κυκλοφοριακή μεταδόμησή της, η οικολογική αναμόρφωσή της, η “επιστροφή” της φύσης της, η αποτάχυνση των ρυθμών της, η αποσυρρίκνωση του παρόντος των κατοίκων της. Η κρίση και η επιτάχυνση των διαδικασιών “απο-αστικοποίησης” που προκάλεσε, ευνοούν μια νέα ιεράρχηση προτεραιοτήτων στην κατεύθυνση ενός νέου προσανατολισμού. Μέσα σε ένα τέτοιο ευρύτερο πλαίσιο εθνικού σχεδιασμού – η περιοχή είναι προ πολλού ένα από τα σημαντικότερα εθνικά προβλήματα – θα πρέπει να υπάρξει συνολική οικολογική αποκατάσταση της και ένα μέσο για αυτό είναι και η “επιστροφή” των ρεμάτων, ως μέρος μιας ευρύτερης “επιστροφής” της φύσης στον αστικό χώρο.
Παίρνοντας ως αφορμή την πρόσφατη καταστροφή να δηλώσουμε ότι η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος θα πρέπει να αποκτήσει νέα νομική και πολιτισμική διασφάλιση: νομικά δικαιώματα σε ποταμούς και φυσικά τοπία, μια αίσθηση πολιτισμικής ιερότητας των χώρων και δημιουργία συνθηκών “αβάτου” για κάθε είδους “ανάπτυξη” σε συγκεκριμένες περιοχές, π.χ. Αρχαία Ολυμπία, Όλυμπος κ.α. Σε ένα παρόμοιο μακρόχρονο σχέδιο αναδρομικής προστασίας και νομικής διασφάλισης των δικαιωμάτων τους θα μπορούσε να τεθούν και πολλά σημαντικά μέρη της ευρύτερης περιοχής της Αττικής.
Δε χρειαζόμαστε τεχνοκρατικά επιχειρήματα, αυτά στις περισσότερες φορές υπάρχουν ή προκύπτουν, αλλά πολιτική φαντασία, η οποία θα συνδέει το μερικό με το γενικό, το παρόν με το μέλλον. Κάτι τέτοιο αφορά το γενικότερο αναστοχασμό και οραματισμό επί των μορφών ζωής τις οποίες θα επιλέξουμε και θα πριμοδοτήσουμε με την εκάστοτε πολιτική πράξη μας. Και από τη σημερινή πολιτική τάξη του τόπου – γαλουχημένη στη διαρκή ατομική συναλλαγή και στην πολιτική μικροπρέπεια – απουσιάζει κάθε ίχνος οραματικού στοιχείου.
Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες θα πρέπει να αναζητήσουμε άλλα κεφάλια για τους ώμους μας εάν θέλουμε να ζήσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας με αξιοπρέπεια σε ένα βιώσιμο αστικό περιβάλλον. Αυτή τη στιγμή η ύψιστη προσφορά προς εμάς τους ιδίους είναι να φερθούμε εντίμως και υπευθύνως προς τους εαυτούς μας: ο αποδιοπομπαίος τράγος είμαστε εμείς…