“Η ποιότητα ενός λαού μπορεί να μετρηθεί από την ποιότητα των λόγων που μεταχειρίζονται όσοι θέλουν να τον καθοδηγήσουν”
Κωνσταντίνος Τσάτσος, Αφορισμοί και Διαλογισμοί
Δεν είναι γκάφες. Αυτά τα ασυναίσθητα ολισθήματα της γλώσσας δεν είναι τυχαία. Δεν είναι γκάφες. Εδώ διακρίνεται ένα τεράστιο πρόβλημα αντίληψης αναφορικώς με την πραγματικότητα. Πολιτική και κοινωνική. Από τη μία τα “τρωκτικά’ και οι “κατσαρίδες” και από την άλλη οι “χοντροί” ως “ευπαθής ομάδα”.
Οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί και στις δύο περιπτώσεις κάτι κακό δηλώνουν: αποτελούν μέρος των δυσκολιών του σύγχρονου κόσμου μας να συμπεριφερθεί “κόσμια” και “ανθρώπινα”, να συμπεριφερθεί όπως αξίζει να συμπεριφέρεται κανείς στην αξία μιας ζωής. Ύποπτη και η εκκωφαντική σιγή των γνωμηγητόρων του συστήματος πληροφόρησης, του επιστημονικού και πνευματικού κόσμου του τόπου. Προσπερνούν το συμβάν σαν να μη έγινε τίποτε. Αλλά “μια άλλη γλώσσα είναι ένα άλλο ήθος”(Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος).
Εδώ σε αυτούς και όχι στους παροπλισμένους πολιτικώς, ηθικώς, πολιτιστικώς πληβείους των ημερών μας βρίσκεται το πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή η κάστα των σιτιζόμενων από την αθλιότητα του πολιτικού συστήματος είναι το πρόβλημα, όχι οι απλοήγητοι πληβείοι, οι οποίοι αναζητούν προοπτική και κυβερνήτη, έχοντας χάσει προ πολλού την εμπιστοσύνη στον ίδιο τους τον εαυτό. Λαός είναι και αυτή η υποκριτική κάστα του λεγόμενου “μεσαίου χώρου”, η οποία εκφράζεται πολιτικώς ως “ακραίο κέντρο” και περιβάλλει με εμπιστοσύνη τους γόνους των οικογενειών.
Αλλά θα ήταν εντελώς άστοχο να υποστηρίξουμε ότι η σύγχρονη ελληνική κοινωνία δεν κάμνει βήματα βελτίωσης. Οι νέες ευαισθησίες του πληθυσμού, κυρίως των νεοτέρων γενιών, είναι πασίδηλες. Ενθυμούμε το “αστείο” και την “παντομίμα” σε ομήγυρη καφετέριας, όταν σχολιαζόταν ο λόγος του Ανδρέα Παπανδρέου, για την ενίσχυση των ατόμων με ειδικές ανάγκες (τότε δεν υπήρχαν καν αυτοί οι όροι) και τα χαχανητά που ακολούθησαν. Άλλες εποχές, άλλες προτεραιότητες, άλλη κοινωνική συνείδηση. Δεν είμαστε πλέον εκεί και ας καταγγέλλουν διάφοροι με την ευκολία της απόστασης του χρόνου την “μεταπολίτευση’ και το “λαϊκισμό” της εποχής. Η σημερινή Ελλάδα θα ήταν αδιανόητη χωρίς τον “λαϊκισμό” εκείνης της περιόδου. Αν τα “θα” εκείνης της περιόδου αποκαλούνται σήμερα “λαϊκισμός”, δεν έχει να κάνει με την πολιτική πραγματικότητα της εποχής, αλλά με τον τρόπο που μερικοί σήμερα προσπαθούν να παραθεωρήσουν τις εξελίξεις εξαιτίας ιδεολογικοπολιτικών σκοπιμοτήτων. Τα “θα” εκείνου του “λαϊκισμού” έγιναν στη συνέχεια υλοποιήσιμο πολιτικό πρόγραμμα και συνέβαλλαν στη συνέχεια στην ανάδυση της σημερινής ευαισθησίας μας.
Και όμως φαίνεται ότι κάποιοι συνεχίζουν να παραμένουν “καθηλωμένοι” και να εκθέτουν δημοσίως την έλλειψη κοινωνικότητας που τους χαρακτηρίζει: διότι και οι “κατσαρίδες” και τα “τρωκτικά” και η “ευπαθής ομάδα” και οι συγγνώμες που ακολούθησαν μαρτυρούν την έλλειψη ουσιαστικής κοινωνικότητας και αυτή με τη σειρά της προδίδει χαμηλή αντιληπτική ικανότητα. Είναι βαρύ, αλλά θα πρέπει να ειπωθεί: οι συγγνώμες και της Αλεξίας Έβερτ και του Κυριάκου Μητσοτάκη προδίδουν αδυναμία πρόσληψης της πραγματικότητας και της κοινωνικής και πολιτικής σημασίας της πράξης τους.
Αλλά δεν μπορούμε να τους απαλλάξουμε λόγω βλακείας. Διότι περί βλακείας ομιλούμε. Η εγγονή Έλληνα που περιλήφθηκε στους Δίκαιους των Εθνών από το Γιάντ Βάσεμ αποκάλεσε κάποιους, δεν έχει σημασία ποιους, “τρωκτικά” και “κατσαρίδες” και θεώρησε ότι όλα έχουν λήξει δηλώνοντας απλώς ότι “δεν αφορούσε αυτούς, αλλά άλλους”‘ ο πρωθυπουργός της χώρας σε διαδικασία της Βουλής νόμισε ότι θα κάνει χιούμορ με την “εξυπνάδα” του περί ευπαθούς ομάδας και στη συνέχεια ζήτησε συγγνώμη μόνο από εκείνον που ο ίδιος νομίζει ότι πρόσβαλλε και… όλα μέλι γάλα!
Και περνάω σε μερικές πολιτικές παρατηρήσεις σε σχέση με τα ανωτέρω: Είναι προφανές ότι η οικογενειοκρατία τροφοδοτεί το πολιτικό σύστημα με ανεπαρκείς πολιτικούς. Επίσης είναι έκδηλο ότι η διαδικασία εκκοινωνισμού τους υπήρξε προβληματική. Εδώ δε γίνεται λόγος για κοινωνική υπεροψία και αλαζονεία, όπου προσέτρεξαν να πιστώσουν τα γεγονότα διάφοροι Αριστεροί της εύκολης ανάλυσης, εδώ έχουμε την πλήρη καθήλωση –με την ψυχολογική έννοια – αυτών των ατόμων σε μια ανώριμη παιδικότητα. (Θυμηθείτε τον παλιμπαιδίζοντα Κωστάκη Καραμανλή και θα αντιληφθείτε πως φτάσαμε στον εφιάλτη που βρίσκεται η χώρα εδώ και δέκα χρόνια).
Διότι οι εκφράσεις και της Αλεξίας Έβερτ και του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι εκφράσεις ελλειμματικού εκκοινωνισμού. Από εδώ προέρχεται κατά μεγάλο μέρος και η χαμηλή αντιληπτική ικανότητα και των δύο για πιο περίπλοκες συνάφειες της κοινωνικής πραγματικότητας – κατόπιν έρχεται η πολιτική ανεπάρκεια [Δεν επεκτείνομαι εδώ στην περίπτωση της Αλεξίας Έβερτ (και τους “επικριτές” της) εφόσον ήδη έχω δημοσιεύσει και αναρτήσει στο διαδίκτυο τρία από τα συνολικά επτά άρθρα που είχα υποσχεθεί: Η ένοχη σιωπή της Ν.Δ. για τα τρωκτικά και τις κατσαρίδες – Τρωκτικά, κατσαρίδες, κερκοπίθηκοι και “ακραίο κέντρο” – Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι].
Με ανησυχεί εντονότατα η σκέψη ότι ενδεχομένως ο πηδαλιούχος της χώρας είναι ένα ανώριμο άτομο καθηλωμένο σε μια εγωκεντρική παιδικότητα, το οποίο βγάζει τα απωθημένα του… ενίοτε και απέναντι στον χοντρό της παρέας.
Ευελπιστώ και αυτό είναι το έσχατο σημείο της απονενοημένης αισιοδοξίας ενός πολίτη σε κατάσταση αγωνίας ότι διάφορες δημoσιοποιημένες πράξεις από τον ελεύθερό χρόνο του οφείλονται στον κυνισμό της εξουσίας και όχι στον χαζοχαρούμενο παιδικό ναρκισσισμό του τύπου: “ζήλεια σκάνια…”