Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Η έκφραση “έντιμη λύση” μας παγιδεύει σε μια λογική “δικαίου” και “αδίκου”, “καλών” και “κακών”, “λογικού” και “παράλογου”. Αναδεικνύει, συγχρόνως, την κόπωση που έχει επέλθει στην ελληνική κοινωνία σε σχέση με την εκκρεμότητα της ονομασίας του γειτονικού κράτους. Κάποιοι θεωρούν ότι έχουν “ειπωθεί” τα πάντα γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα, οπότε ήλθε η ώρα των αποφάσεων. Αυτό είναι εν μέρει σωστό, στο βαθμό που αναφέρεται στην προερχόμενη από το διαρκή μηρυκασμό, στην δημόσια σφαίρα, των ίδιων ανούσιων και αντιπαραγωγικών επιχειρημάτων κόπωση. Τούτο το επιχείρημα, ότι δηλαδή έχουν ειπωθεί τα πάντα περί του μακεδονικού ζητήματος, είναι παρόμοιο με εκείνο το οποίο αφορά στον αριθμό των χωρών που αναγνώρισαν μέχρι τούδε την γειτονική χώρα με το συνταγματικό όνομά της και του διαφαινόμενου κινδύνου να την αναγνωρίσουν ως νέτη σκέτη Μακεδονία και οι διεθνείς οργανισμοί. Αυτού του είδους η επιχειρηματολογία βασίζεται σε μια θυμική προδιάθεση του τύπου “να τελειώνουμε επιτέλους”, χωρίς να αναστοχάζεται τις συνέπειες μιας τέτοιας βιάσης στο συγκεκριμένο ζήτημα. Στην κατεύθυνση αυτή επιστρατεύονται, πλείστα όσα επιχειρήματα, από τα οποία άλλα πληρούν τους κανόνες της στοιχειώδους λογικής, άλλα είναι εντελώς επιπόλαια, ενώ δεν απουσιάζουν και εκείνα με ιδεοληπτικό χαρακτήρα και χωρίς ίχνος υπευθυνότητας.
Στην πραγματικότητα περιστρεφόμαστε, με μεγάλες χρονικές αγραναπαύσεις στη δημόσια συζήτηση, γύρω από μια συστάδα επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων, τα οποία περισσότερο εγκλωβίζουν παρά απελευθερώνουν σκέψεις και ιδέες για μια βιώσιμη απάντηση στο πρόβλημα της ονομασίας.
Από την άλλη η έκφραση “έντιμη λύση” είναι μέρος μιας στρατηγικής κατευνασμού του εξαγριωμένου θυμικού των “αντιπάλων” και της “παραλογίας” του (υπό την έννοια του “καθίστε καλά, διότι θα χειροτερεύσετε τα πράγματα”) και επιρροής επί των ταλαντευόμενων ή και αδιάφορων πολιτών στο συγκεκριμένο ζήτημα. Επαναλαμβάνεται και εδώ η γνωστή πρακτική εκβιασμού και απειλών των ποικιλώνυμων ελίτ σε μια οποιαδήποτε ευρωπαϊκή κοινωνία, όταν το “πλήθος” αντιδρά σε κάποιες προτεραιότητες και σχεδιασμούς της. Αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν χρειαζόμαστε μια “έντιμη”, αλλά μια “λειτουργική λύση” και για τις τωρινές και για τις μελλοντικές σχέσεις των δύο χωρών. Η βιασύνη με την οποία η κυβερνητική πλευρά και οι διάφορες “ευρωπαΐζουσες” ελίτ προσπαθούν να παρουσιάσουν αποτελέσματα σε ένα τόσο ακανθώδες ζήτημα δημιουργεί εύλογα ερωτήματα. Τούτα, με την σειρά τους, μετατρέπονται σε καχυποψία εξ αιτίας της άκρως παράδοξης συμπτώσεως των κυβερνητικών απόψεων με εκείνες εκπροσώπων ακραίων εθνικιστικών απόψεων, οι οποίοι κινήθηκαν στις παρυφές ή και, κατά καιρούς, στην καρδιά του βαθέως κράτους (ενδεικτικές είναι οι δημόσιες τοποθετήσεις για την ονομασία του Νίκου Μέρτζου στην καθεστωτική εφημερίδα των Αθηνών “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” (“Έντιμος συμβιβασμός με το κράτος των Σκοπίων” – 07.01.2018) και του Βλάση Αγτζίδη στην “ποντιακού” περιεχομένου εφημερίδα της Θεσσαλονίκης “Εύξεινος Πόντος” (“Πόσες Μακεδονίες υπάρχουν; Για το πρόβλημα του ονόματος και την πατριδοκαπηλία”- 17.01.2018) – βλ. και τη δική μου θέση σε διαδικτυακές αναρτήσεις (Όμηρος Ταχμαζίδης, Na μην γίνουμε “άνω-κάτω” στην Μακεδονία – 26.02.2018 ).
Αυτή η βιασύνη, ωστόσο, δεν αφορά μόνο στην ελληνική κυβέρνηση και τις ελληνικές ελίτ. Φαίνεται ότι ίσως λανθάνει της προσοχής, ή και αποσιωπάται συστηματικώς από το εγχώριο πολιτικό προσωπικό η κινητικότητα που επιδεικνύει η Γερμανία στην περιοχή. Κινητικότητα η οποία επανέρχεται στο προσκήνιο μετά την κατάρρευση της γερμανοβρετανικής πρωτοβουλίας στο παρελθόν και εντάθηκε με την ελληνική κρίση και ακόμη περισσότερο με το λεγόμενο Brexit. Η ελληνική διπλωματία και τα πολιτικά κόμματα – γνωστά για τις μυωπικές αντιδράσεις τους – δεν έχουν αντιληφθεί το βάθος του ρήγματος που άνοιξε το Brexit στα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν προσθέσουμε την ηθική και συμβολική ήττα των Βρυξελλών και στην περίπτωση της Ελλάδος και της Καταλονίας, θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε την νέα πίεση του γαλλογερμανικού άξονα για κάποιο αποτέλεσμα στην Βαλκανική. Επειδή κάποιοι θεωρούν ότι οι ονομασίες δεν αποτελούν μέρος μιας πολιτικής πρακτικής των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων – ο χαρακτηρισμός φαντάζει αναχρονιστικός, αλλά το καινούργιο στην αιχμή του δόρατός του έχει πάντοτε το παλιό – ας αναλογιστούν την πολιτική διάσταση της νέας αυθαίρετης ονομασίας “Δυτικά Βαλκάνια”, η οποία τείνει να παγιωθεί στην δημόσια γλώσσα συγκεκριμένων “πολιτισμένων” και “ανεπτυγμένων” χωρών.
Στο Βερολίνο (δευτερευόντως στο Παρίσι λόγω καταμερισμού προτεραιοτήτων), οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ προσπαθούν να πείσουν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει να είναι ακόμη “ικανή να δράσει” (handlungsfaehig) και προσπαθούν να πείσουν τους πολίτες της χώρας ότι ένα νέο άνοιγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην περίφημη “Δυτική Βαλκανική” δεν θα επιβαρύνει τους φορολογούμενους. Στην κατεύθυνση αυτή συμβάλλει, όπως πάντοτε σε ανάλογες περιπτώσεις, και ο γερμανικός “μονοδιάστατος τύπος” (Einheitspresse), σύμφωνα με μια παλαιότερη έκφραση του κοινωνιολόγου Wolfgang Streeck, και οι πολιτικές ελίτ της χώρας.
Τι είναι αυτό που συνδέει την τωρινή βιασύνη της γερμανικής πλευράς, του γαλλογερμανικού άξονα, με την βιασύνη της ελληνικής κυβέρνησης να “κλείσει το θέμα”; Ένα στοιχείο, το οποίο προβάλλεται στον γερμανικό τύπο, άλλοτε ως πραγματικός φόβος, άλλοτε ως πρόφαση για άλλα πράγματα, είναι η επιρροή της Ρωσίας, της Κίνας και, εσχάτως, της… Τουρκίας! Και για μεν την Ρωσία καθοριστικό φαίνεται να είναι το κοινό σλαβικό στοιχείο, για δε την Κίνα, η οικονομική της παρουσία στην περιοχή. Η επίκληση της τουρκικής παρουσίας γίνεται περισσότερο στο πλαίσιο της νέας οριοθέτησης της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην Άγκυρα και δεν φανερώνει καμία πραγματική ανησυχία του Βερολίνου για μια τέτοια επιρροή στην περιοχή. Δυστυχώς, στην Αθήνα σημαντικά τμήματα των πολιτικών ελίτ (από κοντά τους και ένας δημοσιογραφικός συρφετός) , εκουσίως ή ακουσίως, ενστερνίζονται διακομματικώς παρόμοιες απόψεις και στενεύουν τις οπτικές, κατ΄ επέκταση, και τις δυνατότητες για έναν πολυδιάστατο και πολύμορφο προσανατολισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ενδεικτικό του γεγονότος είναι η διαρκής επίκληση της τουρκικής απειλής – η Τουρκία ανακηρύσσεται και πάλι, στο πλαίσιο και των νέων προσανατολισμών του Βερολίνου, σε βασικό “εχθρό της χώρας” μας – με την οποία προσπαθούν να εκβιάσουν οι εκπρόσωποι των αθηναϊκών ελίτ να κλείσει άρον-άρον το ζήτημα της ονομασίας του κράτους στα βόρεια σύνορά μας.
Ένα άλλο στοιχείο, το οποίο αποσιωπά το αθηναϊκό κατεστημένο και οι ελίτ του και αφορά και στην υποκριτική στάση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι οι ίδιες οι ιδεολογικές αλλαγές που γίνονται στις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Αναφέρομαι στην νοσταλγία του “τιτοϊσμού”, όχι σε θυμικό, αλλά σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Πρόκειται για διεργασίες οι οποίες υπερβαίνουν τα νεοσύστατα σύνορα των κρατών που δημιούργησε η επέμβαση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και ο εμφύλιος πόλεμος. Οι πολίτες των διαφόρων κρατών που προέκυψαν από τον ακρωτηριασμό της Γιουγκοσλαβίας αρχίζουν να σκέφτονται πέρα από τα όρια του κοντόθωρου εθνικισμού και επιχειρούν να ψηλαφήσουν απαντήσεις πέρα από αυτές που επιδιώκουν οι διάφορες ελίτ της χώρας (από τους εθνικιστές έως τους ευρωπαϊστές). Και υπάρχουν κοινές ρίζες που δεν εξαφάνισε η μισαλλοδοξία του εμφυλίου πολέμου, όπως π.χ. η παράδοση της γιουγκοσλαβικής κινηματογραφίας. Οι απλοί άνθρωποι παρακολουθούν τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς των όμορων κρατών, μουσικά συγκροτήματα εμφανίζονται μπροστά σε ένα κοινό, που μιλά την ίδια γλώσσα και έχει τις ίδιες μουσικές παραδόσεις. Μεγάλη κινητικότητα υπάρχει και σε ακαδημαϊκό επίπεδο, όπου καθηγητές πανεπιστημίου μεταβαίνουν για να διδάξουν από τη μία χώρα στην άλλη, εφόσον υπάρχει έλλειψη επιστημονικού προσωπικού σε όλες αυτές τις χώρες. Έντονη κινητικότητα υπάρχει και στον τομέα της οικονομίας, κάτι που αυξάνει το ενδιαφέρον του Βερολίνου για ενσωμάτωση και έλεγχο μιας νέας διευρυνόμενης οικονομικής σφαίρας εμπρός στα πόδια του.
Προς ποια κατεύθυνση θα κινηθούν οι συγκεκριμένες κοινωνίες: το ερώτημα δεν αφορά μόνο τις γειτονικές χώρες της Βαλκανικής, αλλά και τρίτους, οι οποίο προσπαθούν να δηλώνουν την παρουσία και την ισχύ τους ποικιλοτρόπως. Έτσι το Βερολίνο παρακολουθεί και παρεμβαίνει τα τελευταία χρόνια σε όλη την Βαλκανική και στην Ελλάδα. Διακριτικά και κομψά. Χωρίς να θίξει εκείνους τους οποίους προσπαθεί να πατρονάρει. Χωρίς να αντιλαμβάνονται οι δέκτες της όποιας “αρωγής” την πολιτική σκοπιμότητα της: Από πέρυσι το καλοκαίρι άρχισε να λειτουργεί το νέο Ινστιτούτο Γκαίτε στην Πρίστινα του Κοσσυφοπεδίου. Από χρόνια λειτουργεί σχολή νοσοκόμων στα Τίρανα με την βοήθεια του γερμανικού κράτους, οι απόφοιτοι της οποίας προορίζονται και για το γερμανικό νοσηλευτικό σύστημα. Οι εθνικιστές των Σκοπίων ερεθίζουν τους Βουλγάρους, διότι τους καθιστούν συνυπεύθυνους για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Σλαβομακεδονίας, απομειώνοντας ιστορικώς την αποκλειστική γερμανική ευθύνη για το έγκλημα των εγκλημάτων, οι Γερμανοί συγχρηματοδοτούν το Μουσείο Ολοκαυτώματος στην Θεσσαλονίκη και εντείνουν ακόμη περισσότερο το σύμπλεγμα μειονεξίας των ελληνικών (αριστερών) ελίτ, οι οποίες εξαναγκάζονται να “εξευρωπαΐσουν” ακόμη περισσότερο την ρητορεία τους.
Όχι δεν έχουν ειπωθεί ακόμη όλα γύρω από την ονομασία του γειτονικού κράτους. Ίσως και να μην μπορέσουμε ποτέ να μιλήσουμε ανοικτά και θαρραλέα για αυτό, διότι στο όνομα “Μακεδονία” είναι κολλημένο πολύ ανθρώπινο αίμα και ανθρώπινος πόνος. Και δεν φτάσαμε ακόμη σε εκείνο το σημείο να αφηγούμαστε την ιστορία από την πλευρά των “παθών”, των “παθόντων”, όπως ονειρευόταν ο Ελβετός ιστορικός Jakob Burkhardt τον 19ο αιώνα. Παρεμπιπτόντως: Από θεωρητικό κείμενο του συγκεκριμένου λογίου ανέσυρα και το δίνω στην δημοσιότητα προς περαιτέρω διερεύνηση από πιο εξειδικευμένους ερευνητές και την ονομασία, πιθανώς των πληθυσμών της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας ή των πληθυσμών του ελλαδικού χώρου σε συνάρτηση με τις απόψεις του περιβόητου J. F. Falmereyer, ως Γραικοσλάβους (Graekoslawen).
Η κυβέρνηση της συγκεκριμένης Αριστεράς και οι υπεργολάβοι διανοούμενοί της – οι εθνικιστές έχουν αναλάβει εργολαβικά κάθε μορφή πατριδοκαπηλίας, τμήματα των “αριστερών” ελίτ έχουν αναλάβει υπεργολαβικώς τον αντιεθνικισμό, ούτως συμπληρώνει ο ένας τον άλλο στην διαμόρφωση μιας κούφιας και κατακερματισμένης διάταξης εχθρού και φίλου – έχουν αναγάγει τον εθνικισμό σε μείζον ζήτημα της ευρύτερης περιοχής αποσιωπώντας τις έκδηλες ιμπεριαλιστικές πρακτικές “εταίρων” και “συμμάχων”. Το γεγονός αυτό έχει κωμικοκτραγικά αποτελέσματα σε όλα τα πεδία του δημόσιου βίου και της εγχώριας “αριστερής επιστήμης”…
P.S.: Για να καταλάβουμε την κατάσταση στην οποία ζούμε και την ταπείνωση στην οποία υποβαλλόμαστε μέσω των μνημονίων και των νεοαποικιακών συνθηκών που επιβάλλονται στη χώρα, ελάχιστα βοηθάει το προστρέχειν στις διάφορες μορφές ανάγνωσης και ερμηνείας του Μαρξ, προτιμότερο θα ήταν να διαβάσουμε και να ξαναδιαβάσουμε τον Φραντς Φανόν (“Της γης οι κολασμένοι”) για να αντιληφθούμε τις νεοαποικιακές πρακτικές των “εταίρων” μας.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής”