ΔΥΣΚΟΛΕΥΟΜΑΣΤΕ με τη βλακεία. Τη δική μας και των άλλων. Αρνούμαστε να την παραδεχτούμε, αρνούμαστε να την αντιμετωπίσουμε. Και, δυστυχώς, είναι τούτη πολύπτυχη και πολύμορφη. Η βλακεία μας και η βλακεία των άλλων. Όλοι σε κάποιες στιγμές της ζωής μας υπήρξαμε βλάκες, ή πιο συγκεκριμένα δράσαμε ως βλάκες. Για κάποιους η βλακεία είναι τρόπος ζωής. Επιβίωσης. Ο βλάκας και η βλακεία έχουν τα χαρακτηριστικά τους. Υπάρχει ένα είδος τυπολογίας του βλάκα. Κάτι που μας δίνει τη δυνατότητα να τον αξιολογήσουμε, να προσδιορίσουμε τις δυνατότητές του, τους κινδύνους που προέρχονται από αυτόν.
ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ του “Η εξέγερση των μαζών”,ο Ορτέγα ι Γκασσέτ παραπέμπει σε μια ρήση του Ανατόλ Φρανς, η οποία αναδεικνύει μια χαρακτηριστική πλευρά του φαινομένου της βλακείας: “Ο κακός ξεκουράζεται καμία φορά, ο βλάκας ποτέ”.
Στην τρέχουσα πολιτική κατάσταση της χώρας δύο άτομα είναι “ακούραστα”, σε όλους τους τομείς, ο πρωθυπουργός και ο υπουργός ανάπτυξης. Πρόκειται για ένα ζεύγος που ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο της ρήσης του Α. Φράνς.
Ο βλάκας βλέπει συνάφειες εκεί που δεν υπάρχουν. Παρακολουθείστε το δημόσιο λόγο και των δύο: πάντοτε συσχετίζουν άσχετα μεταξύ τους πράγματα. Από εδώ προκύπτει η χαρακτηριστική και για τους δύο πλήρης αδυναμία πρόσληψης της πραγματικότητας. Αμφότεροι ευρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου. Στην πραγματικότητα τούς συγκρατεί ένας καταναγκαστικός “οίστρος” δραστηριοποίησης. Οι βλάκες είναι πάντοτε υπερδραστήριοι, ακούραστοι. Άσκοπα τις περισσότερες φορές, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Η ρουτινιασμένη υπερδραστηριότητα και η συνέπεια προς αυτήν είναι ένα ακόμη χαρακτηριστικο των βλακών. Δεν παρεκκλίνουν, δεν αναθεωρούν, δεν διακόπτουν,επιμένουν ξανά και ξανά. Και αυτό το χαρακτηριστικό είναι κοινό για τον πρωθυπουργό και για τον υπουργό του ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα των πράξεών τους.
ΟΙ ΒΛΑΚΕΣ είναι συνεπείς. Και αυτή η συνέπεια καθορίζει και την βλακώδη ηθική τους Είναι αυτή η συνέπεια που είχε κατατρομάξει την Hannah Arendt, όταν ήλθε αντιμέτωπη με αυτό που η ίδια αργότερα αποκάλεσε “κοινοτοπία του κακού”. Αναφέρομαι στη δίκη του Adolf Eichmann στην Ιερουσαλήμ. Εδώ το υποκείμενο μετέφερε την ευθύνη του σε μια εντελώς άλλη συνάφεια από εκείνη η οποία κυλούσε μπροστά στα μάτια του. Η ηθική προσοχή του δεν στρεφόταν στα πάθη των ανθρώπων, αλλά στην γραφειοκρατική εκπλήρωση μιας εντολής. Αυτή η βλακεία, δηλαδή η αναστροφή των πραγματικών ηθικών συναφειών του κόσμου, οδήγησε στην θανάτωση εκατομμυρίων ανθρώπων. Η βλακεία σε παρόμοιες περιπτώσεις ηθικής επιλογής αναφέρεται στην “ανικανότητα [του βλάκα] να δει σε μια σχετική προς την ηθική συνάφεια τις ανάγκες του άλλου και τις δυνατότητες του καλού”. (W. Stegmeier).
Ο Emmanuel Levinas, όταν οι στρατιές του Χίτλερ ακόμη θριάμβευαν στα ευρωπαϊκά πεδία των μαχών, αναζητούσε το τελευταίο “κριτήριο του ηθικού” μόνο στις “κρυφές γωνιές της υποκειμενικής συνείδησης”. Ο φιλόσοφος με δέος ανακάλυπτε ότι σε κάθε στιγμή η ανθρωπότητα εκτίθεται σε εκείνη την επικίνδυνη κατάσταση, όπου η ηθική της πρέπει να τεθεί σε μια >εσωτερική αγορά/forum”, όπου η αξιοπρέπειά της εξαρτάται από το μουρμούρισμα μιας υποκειμενικής φωνής και δεν καθρεπτίζεται πλέον σε καμία αντικειμενική τάξη πραγμάτων…αυτή είναι η διακινδύνευση από την οποία εξαρτάται η τιμή του ανθρώπου.
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ του σήμερα όποιος δεν βλέπει την κατάρρευση όλων των αντικειμενικών τάξεων πραγμάτων και κρύβεται πίσω από κούφιες ρητορείες (δεν υπάρχει εναλλακτική, λαϊκισμός κ.α.) έχει χάσει τον ηθικό προσανατολισμό του. Η ατομική μας συνείδηση είναι ο πρώτος και τελευταίος θεσμός του ηθικού προσανατολισμού μας. Έχουμε χάσει αυτή τη συνείδησή μας. Η συνείδηση είναι εκείνο το οποίο παραμένει σε διαρκή >εγρήγορση< για κάθε τι το οποίο σχετίζεται με την ηθική. Ακόμη και για πράγματα τα οποία δεν είναι πιεστικά και εύκολα απωθούνται, π.χ. οι ανήθικες παρεκτροπές ενός δημοσίου προσώπου.
ΑΛΛΑ σε παρόμοιες περιπτώσεις, όταν οι συνάφειες των πραγμάτων προκαλούν σύγχυση στο πλήθος, αναμετράται το άτομο με τον εαυτό του και τη συνείδησή του, αναστοχάζεται το ηθικό του πράττειν και τα μέτρα με τα οποία αξιολογεί τον εαυτό του και τον κόσμο. Είναι η συνείδηση, η οποία οξύνει την ακοή μας για την εσωτερική “φωνή”, η οποία μιλάει με περισσότερη ή λιγότερη σαφήνεια. Αν κάποιος πιστεύει στο θεό είναι ο θεός ο οποίος “ομιλεί” από τη συνείδηση του ατόμου, εάν το άτομο είναι άθρησκο, “ομιλούν” άλλοι άνθρωποι πρότυπα, ηθικές αυθεντίες για το υποκείμενο. Φυσικώς και υπάρχουν μεικτοί τύποι στις ηθικές επιλογές ενός ατόμου, γιατί υπάρχουν περισσότερες “φωνές” που αναδύονται απο το χώρο της συνείδησης.
Ο ΒΛΑΚΑΣ δεν έχει τέτοιες έγνοιες, διότι “δρα” υστερικά και ακατάπαυστα. Δεν αποτραβιέται και δε θέλει να αποτραβηχτεί στον εαυτό του, να ανακτήσει κάποια στιγμή περισυλλογής: ο βλάκας ποτέ δεν περι-συλλέγεται, δε δια-λέγεται. Ο χρόνος του είναι ρευστός και “ομογενοποιημένος”, δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ ελεύθερου χρόνου και εργασίας, σχόλης και εργασίας, ιδιωτικότητας και δημοσιότητας…
ΔΥΣΤΥΧΩΣ η βλακεία εξ αιτίας των νέων μαζικών μέσων επικοινωνίας έχει διαχυθεί σε όλη την κοινωνία… Η πολιτική δε θα μπορούσε να μείνει ανέγγιχτη από αυτή την εξέλιξη… Και πάντοτε θα είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτούμε ότι ένας βλάκας έχει στα χέρια του εξουσία που δεν του αναλογεί… Η μακρινή περίπτωση του Τραμπ είναι ένα παράδειγμα, η περίπτωση των δύο κυρίων στη φωτογραφία είναι ένα πιο κοντινό μας…
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το συγκεκριμένο κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 8 Φεβρουαρίου 2021 στην ιστοσελίδα “Ομηρικοι λογοι”.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι οργανωτικός γραμματέας της ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ (www.sopro.gr)