Η πρώτη είναι ο κομπραδόρος, δηλαδή ο μεσάζων, ο εργολάβος των ξένων αφεντικών.
Η δεύτερη είναι ο ραντιέρης, που πάει να πει, ο τοκογλύφος, αυτός που θησαυρίζει από ενοίκια, τίτλους, προσόδους αλλά και τοχρηματιστήριο.
Αυτές οι δυο λέξεις που μπορεί να έχουν ξεχαστεί ως τέτοιες, αλλά ως πολιτικοοικονομικές έννοιες και ιδιότητες, κυρίως ως υποομάδες ισχυρές ως νοοτροπία και συμπεριφορά της “εγχώριας καπιταλιστικής τάξης” σε ετερόφωτα, από τους δυνατούς κράτη-προτεκτοράτα, σαν το δικό μας, παραμένουν δυστυχώς ολοζώντανες.
Είναι από τις αγαπημένες μου λέξεις, ενώ για πολλούς ίσως ακόμα και άγνωστες, που μπορεί να προέρχονται από την “εννοιοθήκη” των παλιών εργατικών & κομμουνιστικών κομμάτων αλλά είναι εξαιρετικά επίκαιρες και στις μέρες μας…..
Χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον σε προγενέστερες εποχές ως δανεικές λέξεις από τις ξένες γλώσσες, για να αναδείξουν και να ερμηνεύσουν τον βαθύτερο χαρακτήρα των νεοσύστατων χωρών που αποτίναξαν, μετά από μακροχρόνιους και μεγάλους αγώνες για την απόκτηση της Ανεξαρτησίαςτους, από την ισχυρή επιρροή και νεοαποικιοκρατία των ιμπεριαλιστικών χωρών και των μητροπολιτικών κέντρων του Καπιταλισμού.
Οι κυρίαρχες ισχυρές οικονομικές ομάδες που εμφανίστηκαν στο εσωτερικό των χωρών αυτών, αναπτύχθηκαν μετά την “τυπική αποχώρηση” των αποικιοκρατικών δυνάμεων από τις χώρες οι οποίες ανέκτησαν την Εθνική τους Ανεξαρτησία, δεν σήμαινε όμως ότι αυτόματα θα αποκτούσαν και την οικονομική ανεξαρτησία, ως νέες κρατικές οντότητες και υποστάσεις.
Στις περισσότερες χώρες της μητροπολιτικής περιφέρειας εμφανίστηκαν και ενισχύθηκαν τέτοια φαινόμενα ως κυρίαρχες και ισχυρές οικονομικές ομάδες, που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα και τις κατευθύνσεις των χωρών, με την συμπεριφορά των ανερχόμενων ομάδων, που συγκροτούν την επονομαζόμενη “αστική τάξη” των χωρών αυτών οι οποίες έχουν κατά βάση κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα..
Η πρώτη λέξη προέρχεται από το comprador, σημαίνει κυριολεκτικά “αγοραστής” και μας έρχεται από τα Πορτογαλικά.
Τι γίνεται όμως ο κομπραδόρος, ο επιστάτης των ξένων αφεντικών, όταν αποκτήσει αρκετά χρήματα από την εκμετάλλευση των συμπατριωτών του και γίνει και ο ίδιος αφεντικό;
Μα φυσικά… ραντιέρης, από το γαλλικό rentier, δηλαδή δικαιούχος ενοικίων και τόκων, τοκογλύφος, “εισοδηματίας”, που έλεγαν και οι παλιοί – σαν να λέμε, το όνειρο κάθε πραγματικού καπιταλιστή.
“Εισοδηματίας” βέβαια με την κακή έννοια, την παρασιτική, γιατί υπάρχει και ο παραγωγικός καπιταλισμός, μ’ όλα….. τα στραβά του.
Ραντιέρηδες, για τον λαό μας είναι οι άνθρωποι που δεν χρειάζεται να μοχθήσουν για να βγάλουν το ψωμί τους, αυτοί που ζουν από τον τοκισμό ή το κέρδος από τα ενοίκια και τις επενδύσεις του, σε βάρος φυσικά των υπολοίπων, του λαού…
Ήδη συναντάται από τον 18ο αιώνα στην ελληνική γραμματεία, με την έννοια του ιδιώτη τοκογλύφου, του μαυραγορίτη πλούσιου τοκιστή, που πριν από τη δημιουργία των “κανονικών” τραπεζών τριγύριζε με αστικό τουπέ και γεμάτο πουγκί στην ελληνική ύπαιθρο και δάνειζε με εξωφρενικούς όρους την αγροτιά, κλέβοντας επί της ουσίας τη γη τους και μετατρέποντας ελεύθερους ανθρώπους σε κολίγους, σκλάβους των τόκων και του χρέους.
Γενιές και γενιές τώρα, σε μερικές περιπτώσεις ακόμη πριν από την Επανάσταση του 1821, όταν ακόμα υπηρετούσαν τον σουλτάνο στο Φανάρι, αλλά και αργότερα, ως στελέχη ή σπόνσορες των τριών… εθνικών κομμάτων του νέου κράτους μας, (Αγγλικό, Γαλλικό και Ρωσικό).
Τα συγκεκριμένα “τζάκια” συσσωρεύουν γη, χρήματα, τίτλους και πάσης φύσεως “πελατείες”, απομυζώντας τους πολλούς.
Απέκτησαν, ήδη από την αρχή της νεοσύστατης ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους, προνομιακές σχέσεις -από την ίδρυσή του το 1821 και διατηρούν μέχρι και σήμερα 200 χρόνια μετά- ισχυρές προσβάσεις, στην χρηματοδότηση, τον προνομιακό δανεισμό, τα θαλασσοδάνεια, με μια “ιδιότυπη” και κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, διασφαλίζοντας πάντα και στο ακέραιο τα ανύπαρκτα επενδυτικά ρίσκα του, ενώ όταν αυτά αποτύγχαναν ή ναυαγούσαν και έβγαιναν στη δημοσιότητα, τότε “μεταφέρονταν” στο κράτος και τους φορολογούμενους.
Με αυτόν τον τρόπο, αυτή η “παρασιτική τάξη των κομπραδόρων και ραντιέριδων”, ούτε συνείδηση απέκτησε εθνική ως όφειλε, αλλά ούτε συνείδηση γενικώς διαθέτει, διότι το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να διασφαλίζει τα υπερκέρδη της, τα οποία κατά κανόνα ως κέρδη τα διέθετε σε μη παραγωγικούς τομείς ή τα επένδυε εκτός της χώρας, κυρίως στις μητροπόλεις του δυτικού Καπιταλισμού.
Η οικονομική διείσδυση του ξένου κεφαλαίου συνδέθηκε πρωτίστως μέσω αυτών των τμημάτων των εγχώριων κομπραδόρων – ραντιέριδων, τους οποίους και παράκαμπταν με σχετική ευκολία όταν οι όποιες απαιτήσεις έμπαιναν εμπόδιο ή δεν υποτάσσονταν στις απαιτήσεις του ξένου παράγοντα.
Οι οικονομικές αλλά πολιτικές εξελίξεις της τελευταίες 10ετίας ανέδειξαν και μάς το επιβεβαίωσαν ανάγλυφα ότι, “ο επονομαζόμενος εγχώριος ελληνικός καπιταλισμός” παραμένει ως οικονομική αλλά και ως πολιτική συμπεριφορά και οντότητα και αισθητική συμπεριφορά βαθύτατα εξαρτημένος, υποταγμένος και συμπληρωματικός στα ξένα ισχυρά οικονομικά-πολιτικά κέντρα, με όλες τις αρνητικές συνέπειες που αναπαράγει αυτό σε όλα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά επίπεδα.
Δημήτρης Τεμουρτζίδης Θεσσαλονίκη, 20 Αυγούστου 2021
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η εικόνα-μακέτα είναι από το “αμφιλεγόμενο” Μητροπολιτικό Πάρκο στην έκταση του αεροδρομίου του Ελληνικού από την εταιρία Lamda Development.