Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
[Πριν από χρόνια προσπάθησε ο Κώστας Φωτιάδης να απαντήσει με άρθρο του σε αντίστοιχο δικό μου. Είχα συντάξει ένα μακροσκελές κείμενο για να το δημοσιεύσω ως απάντηση, αλλά για διάφορους λόγους, δεν προχώρησα στην δημοσιοποίηση του κειμένου. Προσφάτως, ταξινομώντας τα αρχεία στον υπολογιστή μου, ”ανακάλυψα” το κείμενο. Έκρινα ότι παρά την χρονική απόσταση και λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος για τα άρθρα μου – περί του ζητήματος της υποτιθέμενης γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου – και τις απαντήσεις σε αυτά αξίζει να δοθεί στο κείμενο μια ευκαιρία δημοσιοποίησης. Έτσι, το παραδίδω στους αναγνώστες/στριες χωρίς καμία αλλαγή]
Το ιστορικό: Ο Κώστας Φωτιάδης, καθηγητής “ιστορίας του νέου ελληνισμού” στο πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας απέστειλε στο διευθυντή του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ, μια “ηλεκτρονική” επιστολή-απάντηση στο κείμενό μου, το οποίο έφερε τον τίτλο “Περί της υποτιθέμενης γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου”.
Τούτο είχε διανεμηθεί σε κάποιους δημοτικούς συμβούλους του δήμου Θεσσαλονίκη και κατόπιν αναρτήθηκε στο διαδίκτυο. Ο διαχειριστής ενός blog (“Η καλύβα ψηλά στο βουνό”) όταν ενημερώθηκε για το περιεχόμενο του κειμένου μου ζήτησε να το αναρτήσει και έτσι το “γραπτό” μου πήρε την άγουσα προς τη διαδικτυακή δημοσιότητα. Προσωπικώς ουδόλως ενεπλάκην στις διαδικτυακές συζητήσεις, οι οποίες προκλήθηκαν μετά την ανάρτηση.
Νέα προβολή στο “γραπτό” μου έδωσε η απάντηση του Κώστα Φωτιάδη, η οποία αναρτήθηκε στο διαδίκτυο και συνοδευόταν και από το δικό μου κείμενο, το οποίο με τούτο τον τρόπο έκανε ένα δεύτερο κύκλο γνωριμιών σε νέες “γειτονιές” του Διαδικτύου.
Δε θα επαναλάβω γενικές απόψεις για το νεοποντισμό, την υποτιθέμενη γενοκτονία και άλλα συναφή θέματα. Όσοι αναγνώστες/στριες επιθυμούν να ενημερωθούν περί των συγκεκριμένων ζητημάτων μπορούν να ανατρέξουν στο άρθρο μου “Νεκρομετρώντας το παρελθόν”, το οποίο δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ.
Και “αίολος” και “ίλος”: Ο “ποντιολόγος” καθηγητής θέλοντας να ακυρώσει τις απόψεις μου προσπάθησε να υποβαθμίσει το λόγο μου επικρίνοντάς με για επιστημονική ανεπάρκειά με κάπως ανορθόδοξο γλωσσικό τρόπο (“ξυπόλητος στα αγκάθια”).
Θα συνιστούσα λίγο περισσότερη προσοχή στις επικρίσεις, ιδιαιτέρως όταν αυτές δεν συνοδεύονται και από τον κατάλληλο χειρισμό της γλώσσας. Είναι προφανές ότι σε μια δημόσια αντιπαράθεση δεν αρκεί να επικαλείται κανείς τα πλουμίδια του όποιου έργου του (“…32 βιβλία … και εκατοντάδες άρθρα σε ελληνικά και ξένα περιοδικά”), αλλά και να στέκεται στο ύψος μιας αντιπαράθεσης με επιχειρήματα επί της ουσίας.
Από την άλλη προκαλεί θλίψη η απουσία ουσιαστικής σχέσης με τη γλώσσα σε τόσο υψηλές βαθμίδες της εκπαίδευσης. Είναι άκρως απογοητευτικό να επικαλείται ένας καθηγητής πανεπιστημίου τα 32 βιβλία του, αλλά να μη μπορεί να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα στην “ίλη” και στον “ήλο”, στις “ίλες” και τους “ήλους”. Αν προσθέσω και το γεγονός ότι τυγχάνει να είναι και υιός ιερέως και πως έχει γαλουχηθεί στο θρησκευτικό περιβάλλον του ιδρύματος “Παναγία Σουμελά” είναι ακατανόητο το γεγονός ότι γράφει λανθασμένα την έκφραση “επί των τύπων των ήλων”, έστω και στην παράφρασή τους στη δημοτική ( “στους τύπους των ίλων”).
Φαίνεται ότι έχει αφεθεί η φροντίδα της γλώσσας στον αυτόματο διορθωτή του υπολογιστή. Καλή η τεχνολογία αλλά υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στην αιολική ενέργεια και τα … έωλα επιχειρήματα του νεοποντιστή ιστοριοδίφη. Οι θεράποντες όλων των μορφών του λόγου οφείλουν να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικοί στη χρήση της γλώσσας. Όσοι προχείρως επιχειρούν να απαντήσουν σε “αίολες απόψεις”, όπως καλή ώρα ο “ποντιολόγος” καθηγητής, εκτίθενται σε αέρηδες και κινδυνεύουν να κρυολογήσουν.
Οι απόψεις οι οποίες διατύπωσα μπορεί να χαρακτηριστούν καλές ή κακές, σοβαρές ή γελοίες, αλλά σε καμία περίπτωση “αίολες”. Παρότι φέρω το όνομα του αρχαίου ποιητή δεν άνοιξα δα και κανέναν … ασκό του Αιόλου! Όχι ότι θα συμβιβαζόμουν με τον χαρακτηρισμό “έωλες απόψεις”, αλλά ως “μηδενιστής” επιδόθηκα και εγώ σε ένα μικρό όργιο μηδενιστικής κακεντρέχειας. Άλλωστε ο ηλεκτρονικός δαίμονας φαίνεται ότι χτύπησε και το δικό μου κείμενο στο τελευταίο τεύχος του ΕΝΕΚΕΝ. Έτσι είναι όμως, κάποια πράγματα χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή.
Ο σεβασμός: Από την άλλη για την επίκληση στο λειτούργημα του και για τον αντίστοιχο σεβασμό τον οποίο οφείλω (“να σέβεστε το λειτούργημά μου”) να αποδίδω σε αυτό δηλώνω απερίφραστα ότι καμία δουλειά δεν είναι ντροπή. Διατηρώ, ωστόσο, το δικαίωμα να ασκώ κριτική σε κάθε δημόσιο λειτουργό. Τα προσωπικά του δε με ενδιαφέρουν. Κάθε χαρακτηρισμός μου έχει περιγραφικό χαρακτήρα (π.χ. ιστοριοδίφης) και δεν αποσκοπεί στην επιστημονική απαξίωση του επικρινόμενου.
Δε νομίζω ότι περιποιεί τιμή σε όλους μας το γεγονός ότι ένας καθηγητής πανεπιστημίου χαρακτηρίζει πρώην πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων “κεμαλικό”. Και, μάλιστα, όταν γνωρίζουμε ότι ο όρος κεμαλικός στη νεοποντιστική ιδιόλεκτο είναι συνώνυμο του εγκλήματος.
Ο καθηγητής δεν φείδεται χαρακτηρισμών. Έτσι, εκτός από τον “κεμαλικό” πρόεδρο της Βουλής κατακεραυνώνει και το “μηδενιστή” και “κουλτουριάρη” “λακεδαιμονίζοντα ήρωα”, “αυτοαπασχολούμενο δημοσιογράφο” για τις απόψεις του. Επαναλαμβάνω ότι καμία δουλειά δεν είναι ντροπή.
Μηδενιστές και κουλτουριάρηδες: Οι χαρακτηρισμοί “μηδενιστής” και “κουλτουριάρης” παραπέμπουν σε μια φασιστίζουσα ιδιόλεκτο, η οποία επιβλήθηκε στο πλαίσιο της διαρκούς συντηρητικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας. Το παράγωγο εθνομηδενιστής είναι χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου πολιτικού λεξιλογίου.
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο χαρακτηρισμός “κουλτουριάρης”. Με τούτη τη λέξη δεν στιγματίστηκαν μόνο ορισμένες ανησυχίες και συμπεριφορές των νέων κάποιας εποχής, αλλά στοχοποιήθηκε η γενικότερη κριτική στάση απέναντι στην επέλαση των συντηρητικών και εθνικιστικών ιδεολογημάτων. Με τη λέξη τούτη απαξιώθηκε υπό τη μορφή καρικατούρας ο άνθρωπος των γραμμάτων και των τεχνών, ο άνθρωπος του λόγου.
Η λέξη κουλτουριάρης/α συνοδεύεται από μια αρνητική προκατανόηση. Το αρνητικό στοιχείο εκδηλώνεται με μια ήπια και μια έντονη μορφή. Η ήπια αρνητική μορφή αφορά λέξεις όπως χαδιάρης, ναζιάρης, αγαπησιάρης, παιχνιδιάρης, η έντονη αρνητική μορφή, η οποία είναι και η πιο συνηθισμένη αφορά λέξεις όπως γκρινιάρης, αρρωστιάρης, σπυριάρης, ζαβολιάρης κλπ. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια βελούδινη εξωτερίκευση του αρνητικού, το οποίο εμφανίζεται ως συνοδευτικό υποδηλούμενο κάποιου θετικού. Η σκληρή εκδοχή της άρνησης εμφανίζεται ως στοιχείο παθογένειας, κάτι σαν αρρώστια. Κάθε –ιάρης, – ιάρα είναι μια εκδοχή παθογένειας, ένα είδος αρρώστιας. Ο κουλτουριάρης είναι μια παθολογία, μια άρρωστη κατάσταση, όπως ο αρρωστιάρης, ο σπυριάρης, μία ενόχληση, όπως ο γκρινιάρης, μια κατάσταση που προκαλεί απέχθεια, όπως ο μυξιάρης κλπ.
Σε κάθε περίπτωση ο κουλτουριάρης είναι κάτι αρνητικό. Η επινοητικότητα της φασιστίζουσας συνείδησης προχωρά σε ακόμη πιο επικίνδυνες παραλλαγές, από τους κουλτουριάρηδες προκύπτουν οι κουλτουριαραίοι – κάτι σαν αρουραίοι. Από τις μελέτες των γενοκτονιών γνωρίζουμε τι σημαίνει η απανθρώπιση ενός υπαρκτού ή υποτιθέμενου αντιπάλου.
Τα βήματα από παρόμοιες νοηματικές κλιμακώσεις, από την απαξίωση της ευαισθησίας και του χαδιού (“χαδιάρης”) έως την υποδόρια κινούμενη απανθρώπιση του “κουλτουριαραίου”, είναι εξαιρετικά εύκολο να γίνουν και δεν ολισθαίνει μόνο ο λόγος σε φασιστικές ατραπούς, αλλά και η ίδια η πρακτική, διότι και οι λόγοι πράξεις είναι – “speech acts”.
Οι χαρακτηρισμοί ποτέ δεν είναι τυχαίοι. Αποσκοπούν στη μείωση ή ακόμη και την εξόντωση του αντιπάλου. Μετά τους χαρακτηρισμούς δεν επακολουθούν αντεπιχειρήματα αλλά τεχνάσματα και τρόποι για να μας αδειάσουν οι ενοχλητικοί κουλτουριάρηδες τη γωνιά –“για να τελειώνουμε με τους μηδενιστές και τους ψευτοκουλτουριάρηδες”, διατείνεται ο Κώστας Φωτιάδης για την αφεντιά μου!
Δεν είμαι, κατά τον επινοητικό καθηγητή, ένας απλός “κουλτουριάρης”, αλλά κάτι χειρότερο ένας “ψευτοκουλτουριάρης”. Ο χαρακτηρισμός αφήνει μια χαραμάδα ελπίδας. Ο “ποντιολόγος” φαίνεται ότι ενδομύχως ανταποκρίνεται ακόμη και σε κάποιο βαθμό θετικώς στη λέξη κουλτουριάρης. Γι΄ αυτό καταφεύγει στη λέξη “ψευδοκουλτουριάρης”. Κάτι είναι και αυτό: η ιδιόλεκτος μιας φασιστίζουσας καθημερινότητας δεν έχει αλώσει ολοκληρωτικά το πεδίο των προκατανοήσεών του.
Το φοβικό σύνδρομο των … “ιλων”: Χαρακτηριστικό των “ψευτοκουλτουριάρηδων” είναι η άγνοια. Οι κουλτουριάρηδες και δη οι “ψευτοκουλτουριάρηδες” είναι οι άνθρωποι του “σαν να…”. Προβάλλονται σαν κάτι το οποίο δεν είναι. Δεν είναι τυχαίο ότι κατηγορούνται ως αδαείς. Συμπεριφέρονται “σαν να…”!
Η μομφή της άγνοιας αποδίδεται και στον υποφαινόμενο. Τόσο σχετικά με τη μετάφραση του όρου “imagined communities” του Benedict Anderson ως “φανταστική κοινότητα”, όσο και με τις διαθέσιμες πηγές γύρω από το ζήτημα της υποτιθέμενης γενοκτονίας.
Όσον αφορά τη μετάφραση ως “φανταστικών κοινοτήτων” των “imagined communities”, τις οποίες ο καθηγητής συγχέει με τις “imaginary communities”, δεν είναι δική μου επινόηση, αλλά υπάρχει η σχετικώς πρόσφατη πρόταση στην επιστημονική κοινότητα για μετάφραση του όρου με το συγκεκριμένο τρόπο, αντί για την επικρατούσα εκδοχή των “φαντασιακών κοινοτήτων”. Ορθώς ή λανθασμένα είναι μια άλλη συζήτηση. Αλλά δεν έγινε από άγνοια. [Ο συνεργάτης στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ Πέτρος Θεοδωρίδης θα με είχε “εκτελέσει”, αν αγνοούσα κάτι τέτοιο, εφόσον είκοσι χρόνια τώρα μας βομβαρδίζει διαρκώς και εκ του σύνεγγυς με τα ζητήματα των λεγόμενων “ταυτοτήτων”] Άλλωστε δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να αλλάζουν μεταφρασμένοι όροι που έχουν παγιωθεί. Ενδεικτικό παράδειγμα η σχετικώς πρόσφατη απόδοση του όρου Geist με τον όρο “νους” αντί “πνεύματος” στη φιλοσοφία του Εγέλου. [Εσφαλμένη εκδοχή απόδοσης, αλλά δεν είναι το θέμα μας αυτό]
O καθηγητής με κατηγορεί και για φοβική στάση απέναντι στην αλήθεια της ιστορίας: “… δε θελήσατε να βάλλετε τα δάχτυλά σας “στους τύπους τω ίλων” [sic!] γιατί φοβάστε την αλήθεια της ιστορίας”.
Να προέρχεται άραγε από εδώ ο απαξιωτικός χαρακτηρισμός του ψευδοκουλτουριάρη;
Κάτι για την κουλτούρα: Η λέξη προέρχεται από το λατινικό ρήμα colere, το οποίο σημαίνει καλλιεργώ. Κουλτούρα είναι για παράδειγμα η καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών. Κατά λέξη ο κουλτουριάρης είναι εκείνος ο οποίος καλλιεργεί τα γράμματα, τις τέχνες, συμβάλλει στην καλλιέργεια του πνεύματος. Αν λάβουμε υπόψη μας το δίπολο culture-civilization, Kultur-Zivilisation , αντιλαμβανόμαστε ιδιαιτέρως από τη γερμανική παράδοση τούτης της διάκρισης τη σημασία του πνευματικού πολιτισμού (Kultur) σε αντίθεση με τον τεχνικό πολιτισμό (Zivilisation) και τις συνέπειες ενός τέτοιου διαχωρισμού στην ιστορία της Ευρώπης.
Σήμερα από την απόσταση του χρόνου που μας χωρίζει δυνάμεθα να ισχυριστούμε ότι η νοηματική μετάλλαξη της πρωταρχικής σημασίας της λέξης αποτέλεσε πρώιμο οιωνό της οπισθοχώρησης του κριτικού λόγου στη χώρα και η επικράτηση ενός χυδαίου λαϊκίστικου λόγου αποκλεισμού/στιγματισμού, ο οποίος μετέτρεψε τη λέξη κουλτούρα σε όρο με άκρως αρνητικές συνδηλώσεις, η δε λέξη κουλτουριάρης κατέληξε να είναι συνώνυμο της παθογένειας, της ασθένειας. Πρόκειται για μια από τις πρώτες εκφάνσεις εκφασισμού του δημόσιου λόγου μέσω μιας χυδαίας οικειότητας με την οποία τροφοδοτήθηκε η δημοσιότητα. Τη λέξη κουλτουριάρης συνοδεύει η βελούδινη άρνηση της οικειότητας, όπως στην περίπτωση του “χαδιάρης” και υποσκάπτεται στα ίδια του τα θεμέλια.
Η άρνηση κορυφώνεται με τη μετατροπή του οικείου, σε παθογενές. Σε αυτή την σχετικώς πρόσφατη παράδοση του εκφασισμένου δημόσιου λόγου προστρέχει και ο καθηγητής για να μειώσει την υπόσταση του υποφαινομένου ως ανθρώπου των γραμμάτων. Και κακοποιεί ανεπανόρθωτα το κύριο πεδίο της ανθρώπινης καλλιέργειας, τη γλώσσα.
Δεν αιφνιδιάστηκα. Παρότι ο καθηγητής αντιπαρέρχεται την ύβρη μου (“αντιπαρέρχομαι της ύβρεως” [sic!]) να αμφισβητήσω την επιστημονική αξία του βιβλίου του “Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου” το οποίο εξέδωσε η Βουλή των Ελλήνων, εγώ επιμένω, επ΄ ευκαιρία των γλωσσικών του επιδόσεων ότι δεν αντιλαμβάνομαι τι μπορεί να σημαίνει ο μεσότιτλος “Η αρμενοποίηση των Ποντίων” σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου. Δε θέλω να συνεχίσω τις παρατηρήσεις, διότι κάποια πράγματα είναι σχεδόν κοινότοπα και δεν πρέπει καν να αναφέρονται, διότι το αμφιλεγόμενο ζήτημα είναι υψίστης ηθικής σημασίας και δεν είναι δυνατόν να το αντιμετωπίζουμε ως “διαδρομιστές” πολιτικών γραφείων ή πανεπιστημιακών μηχανορραφιών και συμμαχιών ή άλλων σκοπιμοτήτων.
Επί της ουσίας: Μια από τις κεντρικές μου θέσεις είναι ότι ο νεοποντισμός εμφανίζεται σε συνάρτηση με το κουρδικό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο καθηγητής προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα και να ανασκευάσει ακόμη και τη δική του προσωπική ιστορία με διάφορες χοντροκομμένες κοινοτοπίες: “ Η εργαλειοποίηση του ποντιακού ζητήματος στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης αφορά στην πολιτική και αφήνει παγερά αδιάφορους τους ιστορικούς. Γιατί ενώ η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, η ιστορία είναι επιστήμη”.
Στο σύγγραμμά του “Οι διωγμοί των Ελλήνων του Πόντου”, το οποίο συναποτελεί με ένα κείμενο του Μιχάλη Χαραλαμπίδη, τον κύριο κορμό του βιβλίου “Πόντιοι: Δικαίωμα στη μνήμη” αναφέρει ο σημερινός καθηγητής πανεπιστημίου, τότε καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, ότι: “Διαβάσαμε ακόμα τις φιλειρηνικές δηλώσεις του μεγάλου Έλληνα μουσικοσυνθέτη και τραγουδοποιού Μίκη Θεοδωράκη για μια νέα ελληνοτουρκική φιλία. Προσωπικά δε μπορώ ή ίσως μέσα μου δε θέλω να ερμηνεύσω τις θέσεις του. Για ένα όμως είμαι σίγουρος πως ο Εβρέν στις μέρες μας δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο σύμμαχο από το Μίκη Θεοδωράκη για να πετύχει τα επεκτατικά του σχέδια”. (σ. 34) Είναι που η “ιστορία είναι επιστήμη” και που “η εργαλειοποίηση… αφήνει παγερά αδιάφορους τους ιστορικούς”.
Και μια παραπομπή από το ίδιο σύγγραμμα για τη σχέση των “επιστημονικών” προβληματισμών στο πλαίσιο του πρωταρχικού νεοποντισμού με το κουρδικό ζήτημα: “Σήμερα πιστεύω πως δεν αρκεί μόνο να ΄χουμε μνήμες, δε φτάνει μόνο να θυμόμαστε, γιατί αυτό, έτσι από μόνο του, σίγουρα θα καταλήξει να ΄ναι μια απλή ανάμνηση. Αυτό το συγκλονιστικό ιστορικό γεγονός, της συρρίκνωσης του Ελληνισμού, στο σημερινό ελλαδικό χώρο, δεν ήταν ένα στιγμιαίο έγκλημα, ποιος το αγνοεί άλλωστε. Ήταν μια μακροχρόνια (10 αιώνων) διαρκής αυτοκτονία [sic] του Ελληνισμού, μια διαδικασία που στις μέρες μας από τους ίδιους παράγοντες εξακολουθεί να συντελείται στην Κύπρο και στο ελεύθερο δοκιμαζόμενο Κουρδιστάν της Τουρκίας”. (σ. 30)
Το γραφικό περί “αυτοκτονίας του Ελληνισμού” δε χρειάζεται σχολιασμό. Πιθανόν να είναι και τυπογραφικό λάθος και αντί “αυτοκτονίας” να γίνεται λόγος για “γενοκτονία του Ελληνισμού”, διότι και σε άλλα σημεία του συγκεκριμένου κειμένου ο Κ. Φωτιάδης θεωρεί την οθωμανική περίοδο ως μια περίοδο διαρκούς γενοκτονίας. Άλλη γραφική αντιμετώπιση του παρελθόντος και τούτο …
Αλλά οι “ίδιοι παράγοντες” οι οποίοι ευθύνονταν για την “αυτοκτονία/γενοκτονία του Ελληνισμού”, συνεχίζουν και στις μέρες μας την ίδια πρακτική τους στην Κύπρο και στο “ελεύθερο δοκιμαζόμενο Κουρδιστάν της Τουρκίας”.
Η υποτιθέμενη γενοκτονία εργαλειοποιήθηκε από την πρώτη στιγμή αφότου εμφανίσθηκε στο προσκήνιο ως αίτημα. Η ίδια η ιστορία της αναγνώρισης της από την ελληνική Βουλή και τα επιχειρήματα των βουλευτών είναι απόδειξη τούτου του γεγονότος. [ Όποιος ενδιαφέρεται για την όλη θεματική μπορεί να ανατρέξει στο νέο τεύχος του ΕΝΕΚΕΝ στο άρθρο “Νεκρομετρώντας το παρελθόν”] Η “κατασκευή” της, τέλος, δεν αφορά μόνο συνειδητές επιλογές, αλλά και ιδεολογικές διεργασίες, οι οποίες δεν γίνονται αντιληπτές. Στην ομιλία μου <”Πόντιοι” και Εβραίοι> επεσήμανα ότι οι “πλαστικές λέξεις” δημιουργούν νέες “ανάγκες”. Και η λέξη “ταυτότητα” είναι μια “πλαστική λέξη”. Υπό τούτο το πρίσμα είναι ακατανόητος ο λεκτικός οχετός και τα ανήθικα υπονοούμενα του “ποντιολόγου” καθηγητή.
Επί προσωπικού: Είναι γνωστές οι αντιμαχίες μεταξύ των παραγόντων του λεγόμενου οργανωμένου ποντιακού χώρου. Δε θα υπεισέλθω στα εσωτερικά τους. Απλώς σημειώνω ότι δεν εκφράζουν τους “Ποντίους” γενικώς και αορίστως, αλλά συγκεκριμένους “Ποντίους” και συγκεκριμένες αντιλήψεις για τους “Ποντίους”.
Ο καθηγητής στην προσπάθειά του να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από την κριτική μου καταφεύγει σε μια σειρά χαρακτηρισμούς, οι οποίοι αναδεικνύουν την αμηχανία του και μόνο μειδίαμα μπορούν να προκαλέσουν: «.. φρονώ πως υπαινίσσεστε δόλο, προκατάληψη, μεθόδευση και ιδιοτέλεια. Σας επιστρέφουμε λοιπόν τις κατηγορίες και τις αποδίδουμε στη δική σας αυτόκλητη στράτευση να καταδείξετε τα ιστορικά ψεύδη». «Η ενοχοποίηση της ακαδημαϊκής έρευνας … είναι κάτι παραπάνω από κακόβουλη». «… σας είναι άγνωστα κύριε «αυτοαπασχολούμενε δημοσιογράφε», ίσως γιατί η δεοντολογία της κακής δημοσιογραφίας δεν προσιδιάζει με εκείνη της επιστήμης”. «Η κριτική σας αποκαλύπτει τον προβληματικό χαρακτήρα, αλλά και το απύθμενο θράσος σας να απαξιώνετε την αξιολόγηση των επαϊόντων». «Πως ερμηνεύετε τον παρακρατικό και φασιστικό εσωτερικό σας κόσμο όταν μιλάτε τόσο απαξιωτικά για έναν αγωνιστή του άλλοτε πατριωτικού ΠΑΣΟΚ, τον Μιχάλη Χαραλαμπίδη…» «Σε φασίζουσες κοινωνίες η χυδαία συκοφαντία είναι το όπλο επιβίωσης των σκοτεινών και παρακρατικών κύκλων. Λυπάμαι αλλά ανήκεις σε αυτόν τον κόσμο…»
Και αφού τελειώσει με τους υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς, οι οποίοι εμπίπτουν και στη σφαίρα του ποινικώς κολάσιμου, ο λόγος του αποκτά στοργικό ύφος: “… επιτρέψτε μου να σας μιλήσω τη γλώσσα της καρδιάς, τον ενικό”. Και αραδιάζει ένα σωρό κοινοτοπίες περί καταγωγής, ονομάτων, παππούδων και διάφορα άλλα τετριμμένα (“αναζήτησες την οικογενειακή σου ιστορία, την ιστορία του χωριού σου, τα γενοκτονικά προβλήματα που αντιμετώπισαν οι παππούδες σου .. το αντιπροσφυγικό κλίμα του ελλαδικού κράτους και των γηγενών»;”) Γίνεται γραφικός χωρίς να το αντιλαμβάνεται: “Είμαι σίγουρος πως οι παππούδες σου από εκεί που βρίσκονται άλλα όνειρα είχαν για σένα»!!! Και μέντιουμ ο κύριος καθηγητής, αλλά δεν θεωρώ ότι κανείς εχέφρων άνθρωπος έχει παρόμοιες “μεταφυσικές” ανησυχίες.
Ευτελίζει ακόμη και ένα θεμελιακό υπαρξιακό ερώτημα: “Αναρωτήθηκες ποιος είσαι, από πού έρχεσαι και που πας;” Το ερώτημα προκύπτει στο πλαίσιο της λογικής της εθνοτοπικής “ταυτότητας” και απογυμνώνεται από κάθε φιλοσοφική του διάσταση. Κάποτε ο φύλακας ενός Βοτανικού Κήπου βλέποντας έναν ηλικιωμένο κύριο να επισκέπτεται τακτικά το χώρο και να περιεργάζεται με ιδιαίτερη προσήλωση τα διάφορα φυτά, αντιλαμβανόμενος ότι πρόκειται για κάποιο αξιόλογο πρόσωπο, πλησίασε κάποια μέρα και τον ρώτησε, ποιος είναι, και πήρε την αφοπλιστική απάντηση “μακάρι να ήξερα και εγώ ποιος είμαι”.
Δεν έχω καμία διάθεση για αντιπαραθέσεις. Όσον αφορά την πρόταση να μου προσφερθούν δωρεάν οι τόμοι με θέμα την υποτιθέμενη γενοκτονία, δε θεωρώ ότι είναι αναγκαίοι στην προσωπική μου βιβλιοθήκη, αντιθέτως θα έλεγα ότι καλό θα ήταν να βρίσκονται σε διάφορες δημοτικές βιβλιοθήκες. Και να δοθεί και το ανάλογο αντίτιμο από την αρμόδια υπηρεσία των βιβλιοθηκών των εκάστοτε δήμων.
Παρεμπιπτόντως, επειδή από θέση αρχής είμαι υπέρ των εργαζομένων, δηλώνω την αμέριστη συμπαράστασή μου ως προς το αίτημα της οικονομικής αποζημίωσης, την οποία δικαιούται ένας άνθρωπος ο οποίος εργάστηκε επί δέκα χρόνια, αδιάφορα αν διαφωνώ με τα πορίσματα των μελετών του. Η απαξίωση της πνευματικής εργασίας είναι ένα από τα στοιχεία τα οποία έφερε στο προσκήνιο η κουλτούρα εκφασισμού της δημόσιας ζωής, όπως ανέφερα προηγουμένως σε σχέση με τη λέξη “κουλτουριάρης”.
Οι ειδικοί: Για την επίκληση των ειδικών και επαϊόντων, σημειώνω μόνο ότι υπάρχουν τεράστιες διαφορές ανάμεσα σε εκείνους οι οποίο αναφέρονται ως επαΐοντες στην αρχαία ελληνική φιλοσοφική γραμματεία και στο σημερινό φαινόμενο των ειδικών O Uwe Poerksen συμπεριλαμβάνει τη λέξη ειδικός (“Experte”) στις “πλαστικές λέξεις”. Σημειώνω τα χαρακτηριστικά τούτης της “πλαστικής λέξης”:
“Ο ειδικός
Αυτά και περί ειδικών. Οι “ειδικοί” των γενοκτονιών μπορούν να αναστοχαστούν ορισμένα πράγματα για την “ειδικότητά” τους και από την οπτική γωνία των “πλαστικών λέξεων”, αυτής της “γλώσσας μιας διεθνούς δικτατορίας”, συμφώνως με τον υπότιτλο του βιβλίου του Γερμανού διανοητή.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής” και της Δημοτικής Κίνησης Θεσσαλονίκης “Υψίπολις”