Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ επιχειρεί να εμφανιστεί με συγχρονισμένο προσωπείο. Στην κοινωνική σφαίρα ως ανεκτική προς το διαφορετικό και χρησιμοποιεί ως σηματωρούς διάφορα πρόσωπα. Ο ομοφυλόφιλος υφυπουργός, ο υφυπουργός με την αφρικανική καταγωγή, ο ομοφυλόφιλος διευθυντής του Εθνικού θεάτρου (άσχετα αν προέκυψαν κατόπιν τα δυσάρεστα), η συνεπιμέλεια, οι τροπολογίες για την αναδοχή παιδιών, ίσως και άλλα που δεν γνωρίζω. Στην οικονομική σφαίρα προσπαθεί να εμφανιστεί ως πρωτοπόρος σε ζητήματα περιβάλλοντος και κυκλικής οικονομίας. Δεν έχω καμία αντίρρηση για την οικολογική προοπτική στις οικονομικές δραστηριότητες στη χώρας μας. Από ετών διατύπωσα την άποψη για την ανάγκη «οικολογικού αναπροσανατολισμού της οικονομίας» (Βλ. “Προσχέδιο για τη διαμόρφωση μιας διακήρυξης αρχών και θέσεων για την πορεία της χώρας» στο: Όμηρος Ταχμαζίδης, “Κείμενα”, Θεσσαλονίκη 2012 ). Η κυβερνητική πολιτική στον τομέα του περιβάλλοντος και της οικονομίας, την οποία φαίνεται να ενστερνίζονται και οι παραγωγικές ελίτ της χώρας, αναδεικνύει την άκριτη προσκόλληση στις επιλογές των αντίστοιχων ελίτ των ισχυρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως της Γερμανίας.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ) Αθανάσιος Σαββάκης σε ομιλία του στο λεγόμενο ”Φόρουμ των Δελφών”, διατύπωσε αυτή την νέα εμμονή του αστικού κόσμου σε ένα μοντέλο ξένο προς τις ανάγκες και τις δυνατότητες της χώρας: “Δε θα πρέπει να μας διαφεύγει η παγκόσμια, αλλά και η ευρωπαϊκή στρατηγική κατεύθυνση, η μετάβαση προς το μοντέλο της “κυκλικής οικονομίας”. Η χώρα μας μπορεί την επόμενη δεκαετία πράγματι να εφαρμόσει τις αρχές της κυκλικής οικονομίας και να επιτύχει την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων”.
ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ αυτό έχει σημασία να προσφύγουμε σε μια κριτική παρατήρηση του Ανδρέα Παπανδρέου επί της “μαρξιστικής ανάλυσης του ιμπεριαλισμού”, η οποία “δίνει μεγάλη σημασία στην εκμετάλλευση, τη λεηλασία των καθυστερημένων χωρών”, άποψη η οποία κατά την θεώρηση του Έλληνα οικονομολόγου “τονίζει υπερβολικά την εκμεταλλευτική πλευρά των σχέσεων μεταξύ μητρόπολης και περιφέρειας”, γεγονός το οποίο εμποδίζει στους φορείς της να ιδούν κάτι πολύ πιο σημαντικό για την ανάλυση της κατάστασης πραγμάτων. Για τον Ανδρέα Παπανδρέου του μακρινού 1969 “η καρδιά του προβλήματος βρίσκεται στο γεγονός ότι η διαδικασία αύξησης στην περιφέρεια παροχετεύεται σε κανάλια που ανταποκρίνονται περισσότερο στις ανάγκες της μητρόπολης”.
Η ΤΩΡΙΝΗ οικολογική στροφή της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι μια τέτοια εκούσια επιλογή εγκλωβισμού στα “κανάλια”, τα οποία εξυπηρετούν περισσότερο το γερμανικό μητροπολιτικό κέντρο και λιγότερο τον ελληνικό λαό και το φυσικό περιβάλλον του τόπου. Το τελευταίο είναι εκτεθειμένο σε οικολογικές καταστροφές τέτοιου μεγέθους, που δεν γνώρισε ποτέ η περιοχή παρά την χιλιόχρονη εντατική παρουσία ανθρώπινης δραστηριότητας σε αυτήν. Ο Ανδρέας Παπανδρέου κάμνει σε σχέση με αυτή τη συνάφεια και μια ακόμη παρατήρηση: “Αν χαθεί μια ευκαιρία για μια συγκεκριμένη χρήση των πόρων σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, δεν πρόκειται ποτέ πια να φανεί. Η ι σ τ ο ρ ί α τ ω ν π ε ρ ι φ ε ρ ε ι ώ ν ε ί ν α ι η ι σ τ ο ρ ί α τ ω ν α θ ρ ο ι σ τ ι κ ά χ α μ έ ν ω ν ε υ κ α ι ρ ι ώ ν”. (Βλ. Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, Η ελευθερία του ανθρώπου, Αθήνα 1971)
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ οδηγεί τη χώρα προς μια νέα χαμένη ιστορική ευκαιρία προς όφελος (κυρίως) της γερμανικής μητρόπολης. Ήδη τμήματα της χώρας στερούνται την παραγωγική βάση τους χωρίς να έχει εκπονηθεί κανένα επαρκές σχέδιο μετάβασης σε νέες συνθήκες οικονομικής δραστηριότητας. Η δυτική Μακεδονία (αλλά και η περιοχή της Μεγαλοπόλεως στην Αρκαδία) αποτελούν τα πρώτα θύματα αυτής της εσπευσμένης υποταγής στα κελεύσματα του γερμανικού κέντρου για ταχύτερη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας. Ποτέ στο παρελθόν δεν παρατηρήθηκε άμεση μετάβαση από μια μορφή οικονομικής-ενεργειακής δραστηριότητας σε άλλη. Όπου επιχειρήθηκαν απότομες μεταβάσεις και “επιτάχυνση” των εξελίξεων αυτές συνοδεύτηκαν με βία και κόστος για τους πληθυσμούς: όταν συνέβαινε αυτό στην περιφέρεια βυθιζόταν τούτη ακόμη περισσότερο στην εξάρτηση από τη μητρόπολη.
ΣΥΝΟΨΙΖΩ διευκρινίζοντας: η κυβέρνηση ψεύδεται για τη δυτική Μακεδονία και την απολιγνίτωση και η υποτιθέμενη ταχεία μετάβαση δεν θα είναι απλώς “άδικη”, αλλά καταστροφική για την περιοχή και για τη χώρα. Η επείγουσα μετάβαση σε νέες μορφές ενέργειας ανταποκρίνεται στις στρατηγικές ανάγκες του γερμανικού μητροπολιτικού κέντρου και όχι της Ελλάδας.
ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ τούτο της εξυπηρέτησης των στρατηγικών αναγκών της γερμανικής μητρόπολης, παρακολούθημα των οποίων είναι η επενδυτική στρατηγική της κυβέρνησης, σημαντικό ρόλο παίζει ο τεχνολαϊκισμός της μητσοτακικής δεξιάς και των ελίτ του αστικού μπλοκ εξουσίας. Το τεχνολαϊκιστικό στοιχείο ανιχνεύεται τόσο στην ορολογία και την προπαγανδιστική ρητορεία των διαφόρων πρωταγωνιστών της συγκυρίας, όσο και στην αλαζονεία των πολιτικών ταγών του εγχειρήματος (με πρώτο και καλύτερο τον πρωθυπουργό), οι οποίοι παραθεωρούν τις πράξεις τους νομίζοντας ότι κινούνται στην αιχμή των καιρών και πως “γράφουν ιστορία”: πίσω από τούτη την απομάκρυνση από την πραγματικότητα κυριαρχεί η φαντασία παντοδυναμίας.
ΔΕΝ ΘΕΩΡΩ καθόλου τυχαίο ότι οι φορείς του ελληνικού τεχνολαϊκισμού παρουσιάζουν στοιχεία άκρατου ναρκισσισμού: ο δημόσιος λόγος τους κυριαρχείται από την υπερβολή και τον υπερθετικό βαθμό και, φυσικά, από την κυρίαρχη γλώσσα της εποχής, τα αγγλικά στην αμερικανική εκδοχή τους – ο πολιτικός εμπειρισμός του πολιτικού προσωπικού και των παρατρεχάμενων ελίτ με τις εμφανείς αναλυτικές αδυναμίες και την κολοβή πολιτική συγκρότηση, επιχειρείται να υπεραναπληρωθεί με τη χρήση διάφορων αγγλικών όρων σε διάφορα πεδία του δημόσιου λόγου.
ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΝ “τεχνολογικό” στοιχείο και ο συχνός υπερθετικός βαθμός παραπέμπουν στην παραπλήσια χρήσης της γλώσσας από τους χιτλερικούς (Ναζί), οι δε αγγλικές λέξεις στην εξάρτηση της μεταπρατικής σκέψης από το ηγεμονικό κέντρο παραγωγής ιδεών και σκέψης. Και στις δύο περιπτώσεις εκδηλώνεται η πρόθεση να δηλωθούν οι φορείς αυτού του λόγου ως “σύγχρονοι” και “προοδευτικοί”. Η ορολογία δηλαδή που χρησιμοποιείται κάθε φορά αποσκοπεί στο φενακισμό της πολιτικής πραγματικότητας και της έκδηλης ανεπάρκειας του δεξιού συντηρητικού πολιτικού προσωπικού.
ΚΟΝΤΑ σε αυτό και μια πληθωρική πολιτική-οικολογική ευαισθησία και οργανωτική κινητικότητα για την “κυκλική οικονομία” στην “παράλυτη” από κάθε άποψη χώρα μας, η οποία καταδεικνύει ότι ο γερμανός ηγεμόνας δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια, αλλά δουλεύει και από το παρασκήνιο…
Όμηρος Ταχμαζίδης