Ο επιχειρηματίας από τον χώρο των κατασκευών Πρόδρομος Εμφιετζόγλου έχει απασχολήσει, κατά περιόδους τη δημοσιότητα, με διάφορες παρεμβάσεις ευρύτερου κοινωνικού ή “εθνικού” περιεχομένου, όπως αρέσκονται οι φίλοι και θαυμαστές του να τις αποκαλούν.
Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που παρενέβη με επιστολή του προς τη Βουλή των Ελλήνων – η οποία δόθηκε και στη δημοσιότητα – υπό τον τίτλο: “Οι φρεγάτες και το 1821”. Με τον τρόπο αυτό επιχειρήθηκε να συνδεθεί η τρέχουσα διεθνοπολιτική συγκυρία στην νοτιανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο με τον προγραμματισμένο εορτασμό των διακοσίων ετών από την κήρυξη της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Δεν είναι μόνο το γλωσσικό ύφος του κειμένου προβληματικό, αλλά και η ποιότητα της επιχειρηματολογίας . Αλλά αυτά δεν καθιστούν αυτομάτως την επιστολή και το περιεχόμενό της απορριπτέα. Θα πρέπει να αντιπαραθέσουμε κάποιον αντίλογο προς το περιεχόμενο και τις προτάσεις του κειμένου για να εκτιμήσουμε τη γενικότερη πολιτική και κοινωνική σημασία της.
Σημειωτέον ότι και η συγκεκριμένη επιστολή, όπως κάθε κείμενο, επιδέχεται πολλών ειδών αναγνώσεις και είναι παρά την αμεσότητα και απλοϊκότητά της χρήσιμη για να αντιληφθούμε τους τρόπους με τους οποίους σκέπτεται και ερμηνεύει ένας μέρος του αστικού μας κόσμου την παρούσα διεθνοπολιτική συγκυρία, γενικότερα την πολιτική πραγματικότητα της περιόδου και τα κρίσιμα προβλήματα της χώρας, όπως, στην προκειμένη περίπτωση, το ζήτημα της ασφάλειας και της ακεραιότητάς της.
Δύο βασικές κατηγορίες ερωτημάτων ανακύπτουν από την ανάγνωση του περιεχομένου της επιστολής: το πρώτο αφορά αυτό το οποίο θα ονόμαζα ρεαλιστικό σκέλος των προβληματισμών και των επιχειρημάτων του συντάκτη του κειμένου, το δεύτερο αφορά εις το ιδεολογικό σκέλος. Από τις πρώτες αράδες της επιστολής είναι φανερό ότι ο ρεαλισμός περιπλέκεται με ασφυκτικό τρόπο με την ιδεολογία στο σκέπτεσθαι του Πρόδρομου Εμφιετζόγλου. Από την άλλη τόσο το επίπεδο του ρεαλιστικού όσο και εκείνο του ιδεολογικού έχουν διάφορες πτυχές, οι οποίες δεν εκδηλώνονται ευθέως, αλλά υπορρήτως. Το γεγονός αυτό δημιουργεί εύλογες υπόνοιες για το χαρακτήρα του συγκεκριμένου λόγου και την εκάστοτε επιχειρηματολογία του και προκαλεί ερωτήματα δημοσιογραφικού, αλλά και ψυχαναλυτικού τύπου. Για την οικονομία του χώρου, αλλά και για λόγους συνοχής του κειμένου, οι αναφορές σε παρόμοια στοιχεία θα γίνονται παρεκβατικά και μόνο όταν είναι αναγκαίες για την ευρύτερη κατανόηση και θεμελίωση της επιχειρηματολογίας. Ούτως θα αποκλειστούν ερμηνείες μιας δημοσιογραφικής οπτικής του κειμένου (“είναι η πρωτοβουλία δική του ή εκπορεύεται από “φορείς”, οι οποίοι ενδιαφέρονται να παρέμβουν στην πολιτική σκηνή; Εκδηλώνει ενδιαφέρον για πιο ενεργή ανάμιξη στα πολιτικά πράγματα και θέλει να αναλάβει περισσότερες πρωτοβουλίες;”) ή ψυχαναλυτικού τύπου προσεγγίσεις.
Επίσης για την οικονομία του χώρου δε θα ασχοληθώ με το περιεχόμενο της πρότασης του Πρόδρομου Εμφιετζόγλου, να αναλάβουν “οι Έλληνες”, να καλύψουν το κόστος του τωρινού γαλλικού “πακέτου” εξοπλισμού του ελληνικού ναυτικού. Απλώς σημειώνω, για να μην θεωρηθεί υπεκφυγή και αδυναμία δέσμευσης, ότι η πρόταση αυτή είναι ανεδαφική, αποπροσανατολιστική και επικίνδυνη, διότι εγκλωβίζει τη χώρα και την ασφάλειά της σε μια κοντόθωρη πολιτική, η οποίa εκπηγάζει από μια ανεύθυνη αντίληψη μεγαλοπαραγοντισμού, η οποία βασίζεται σε έναν εθνολαϊκισμό πολυτελείας χωρίς κανέναν πρακτικό αντίκτυπο. Ο συγκεκριμένος τύπος λαϊκισμού, επειδή έχει πίσω του την ισχύ του χρήματος, αλλά και την εθνική κλειστοφοβία και τον “επαρχιωτισμό των κοσμογυρισμένων”, θα οδηγήσει σε πρόωρο ενταφιασμό και την όποια δυνατότητα κινητοποίησης της “ελληνικής διασποράς”, η οποία, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να συμπεριληφθεί σε ευρύτερους στρατηγικούς σχεδιασμούς στο πλαίσιο ενός νέου πολιτικού υποδείγματος.
Το κείμενο της επιστολής του Πρόδρομου Εμφιετζόγλου (και όλοι όσοι διέπονται από αυτό το πνεύμα) εκφράζει την πλήρη παρανόηση της ιστορικής συγκυρίας. Η παραθεώρηση της πραγματικότητας, η οποία αγγίζει τα όρια της ιδεολογικής τύφλωσης, καταφαίνεται ήδη από τις άστοχες ιστορικές συγκρίσεις της ελληνοτουρκικής κατάστασης στις αρχές του 20ου αιώνα με τη σημερινή ελληνοτουρκική διάταξη ισχύος. Και μόνο η αναφορά του πάλαι ποτέ αποκλεισμού των Δαρδανελλίων, ως εικόνα και μέτρο σύγκρισης, προκαλεί αρχικώς θυμηδία, αλλά στη συνέχεια ανησυχία και τρόμο: είναι δυνατόν να σκέπτονται άνθρωποι αυτής της οικονομικής και κοινωνικής εμβέλειας με τόσο αφελή τρόπο; Διότι όταν αναφερόμαστε σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η ασφάλεια της χώρας και η διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή, καλό είναι να επιλέγουμε και τα κατάλληλα ιστορικά παραδείγματα.
Από το περιεχόμενο της επιστολής φαίνεται ως τόσο ότι ο Πρόδρομος Εμφιετζόγλου έχει γενικότερο πρόβλημα με τις ιστορικές συγκρίσεις γεγονότων, καταστάσεων, εποχών. Έχει ένα γενικότερο πρόβλημα αντίληψης σε ζητήματα ιστορίας, πολιτικής, ισχύος και, ως εκ τούτου, δυσκολεύεται να εντάξει τη σημερινή ελληνοτουρκική κατάσταση σε ευρύτερες συνάφειες των πραγμάτων. Από εκεί και η αγωνία του για το κατεπείγον (δεν θέλω να είμαι καχύποπτος και να αναλωθώ σε δημοσιογραφικού τύπου προβληματισμούς περί μεσιτείας συμφερόντων και άλλα παρεμφερή, χωρίς να σημαίνει ότι δε δύναται να λαμβάνουν χώρα και τέτοιες σε διακρατικά deal μεγέθους) στο ζήτημα της ανάγκης άμεσης απόκρισης στην γαλλική προσφορά. Η έμφαση στο κατεπείγον της ενίσχυσης του πολεμικού ναυτικού της χώρας, εδράζει στον φόβο και τον πανικό που προκαλεί η αδυναμία στάθμισης της πραγματικότητας και των δυναμικών που αναπτύσσονται. Είναι αφοπλιστικός ο τρόπος με τον οποίο επιχειρηματολογεί: το ελληνικό ναυτικό δεν μπορεί να καλύψει την άμυνα της χώρας (“πόσο μπορεί με τα υπάρχοντα μέσα να καλύψει τις θάλασσές μας;”), δε θα μπορέσει να καλύψει την Κύπρο στην αναγκαία περίπτωση (“πως θα μπορέσει το Ναυτικό μας να υπερασπιστεί την Μεγαλόνησσό μας”), οπότε το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστα: “άρα είναι απόλυτη ανάγκη να ενισχύσουμε το Ναυτικό μας προχθές!”
Ο επιχειρηματίας Πρόδρομος Εμφιετζόγλου, ως πολίτης της χώρας, έχει κάθε δικαίωμα να αξιολογεί και να κρίνει την πολιτική των κυβερνήσεων σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Επ΄ αυτού δεν υπάρχει θέμα συζήτησης. Αλλά τα προβλήματα αρχίζουν από την στιγμή, κατά την οποία ένας άνθρωπος του επιχειρείν, με οικονομική επιφάνεια και ασύμμετρες προς τους υπόλοιπους πολίτες δυνατότητες πρόσβασης στο σύστημα πληροφόρησης, επιχειρεί στανικώς να επιβάλλει τις απόψεις του, πέρα από θεσμούς και λειτουργίες, στην πολιτική καθημερινότητα του τόπου. Η επιστολή του προς την Βουλή των Ελλήνων είναι προσβλητική προς όλα τα μέλη του σώματος. Δεν καταλογίζω πολιτικάντικη πρόθεση στον Πρόδρομο Εμφιετζόγλου, υπάρχει πίσω από αυτή την ενέργεια κάτι πολύ χειρότερο, ένα μείγμα πολιτικής αφέλειας και ιδεοληπτικής αντίληψης των πραγμάτων, ένα είδος “μεταφυσικής υποκρισίας”, από κάποιον ο οποίος νομίζει ότι ομιλεί εκ μέρους της “ιστορίας”.
Δεν είναι τυχαίο ότι η επιστολή του εκκινεί –πρώτη παράγραφος- με την αναφορά στον Ελευθέριο Βενιζέλο (“κυβερνήτης της μικρής πτωχής Ελλάδος…”), στη δημιουργία του στόλου (“με τη βοήθεια Ελλήνων ευεργετών…”,-να και η ενδόμυχη επιθυμία), το κλείσιμο των Δαρδανελλίων και την απελευθέρωση των νησιών του Βορείου Αιγαίου.
Εάν η πρώτη παράγραφος της επιστολής καθιστά ορατές τις αδυναμίες του Πρόδρομου Εμφιετζόγλου στις συγκρίσεις των ιστορικών εποχών, στη διάκριση διαφορών και ομοιοτήτων, στη δεύτερη παράγραφο αναδεικνύεται η ένδειά του σε γενικότερης φύσεως ζητήματα που αφορούν στην θεώρηση της ιστορίας.
Ο επιστολογράφος επιχειρηματίας προσπαθεί να κατακεραυνώσει τους παραλήπτες του κειμένου του με μια μομφή ηθικού χαρακτήρα και επικαλείται για αυτό την “Ιστορία”: “η Ιστορία διδάσκει αυτούς που την θυμούνται και τιμωρεί αυτούς που την ξεχνούν”. Ο παλαιός κικερώνιος τόπος (“historia magistra vitae”) [1] σε πρόσμειξη με τον σανταγιανικό [2] ισχυρισμό σε πλήρη σύζευξη με την χριστιανικών καταβολών ενοχική συνείδηση, η οποία προβάλλεται υπορρήτως ως αδιαφορία των κοινοβουλευτικών στην καταπολέμηση του κακού, στην προκειμένη περίπτωση στον κίνδυνο κατά της πατρίδας. Με αυτόν τον τρόπο ο Πρόδρομος Εμφιετζόγλου προσβάλλει χωρίς να θίγει. Αλλά όλη η επιστολή δύναται να αναγνωστεί ως μια ευθεία προσβολή του κοινοβουλίου και των κυβερνήσεων. Συμβάλλει σε αυτό η ιδεολογική χρήση της έννοιας “ιστορία”: η “Ιστορία” προσωποποιείται και ως τέτοια “δρα” – “διδάσκει” και “τιμωρεί”.
H “Ιστορία” του Πρόδρομου Εμφιετζόγλου γράφεται με γιώτα κεφαλαίο. Δεν είναι μια επιστήμη, όπως η φιλολογία, η αρχαιολογία, τα μαθηματικά, η φυσική, η… ιστορική επιστήμη. Η λέξη έχει πάψει να είναι έννοια, αλλά έχει μετατραπεί σε όνομα. Έχει προσωποποιηθεί, δηλαδή έχει μετατραπεί σε ένα πράττον υποκείμενο και… τιμωρεί! Μια καλή αρχή θα ήταν να αφήσουμε την ιστορία στην πεζότητά της και στο πεζό της γιώτα, για να μπορέσουμε να αρχίσουμε να συζητάμε ελεύθερα και όχι με την ψευδαίσθηση ότι ενεργούμε εκ μέρους κάποιας εξωτερική μεταφυσικής ροής των πραγμάτων: fluxus metaphysicus! [3]
Εάν γραφεί η ιστορία με πεζό γιώτα επιστρέφει στην κανονικότητα των επιστημών, κατά συνέπεια και στο χώρο της αμφισβήτησης και των ερωτημάτων. Με γιώτα κεφαλαίο, όμως, παραμένει στο χώρο του μεταφυσικού, προκατανοείται ως μια μαγική δύναμη που επιδρά και καθορίζει τις τύχες των ανθρώπων. Όχι ότι η ιστορία δεν έχει τις επιδράσεις της στα ανθρώπινα, άνθρωπος είναι το ον με ιστορία, αλλά αυτό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από κάποια “Ιστορία” που “διδάσκει” ή “τιμωρεί”.
Η σύγχρονη ιστορική επιστήμη γνωρίζει ότι η “ιστορία” δε διδάσκει, αλλά όπως λέγει η Hanna Arendt, μπορούμε να μάθουμε κάποια πράγματα από την ιστορία. Εμείς μπορούμε να μάθουμε κάποια πράγματα. Δε θα μας τα “διδάξει” κάποια “Ιστορία”. Οι συγκρίσεις στην ιστορία, όπως και σε άλλες επιστήμες, είναι αναγκαίες και αποτελούν βασικό συστατικό στοιχείο τους. Αυτό δε σημαίνει ότι τα πράγματα επαναλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο, παντού και πάντοτε. Αναζητούμε αναλογίες, σχέσεις, επιδράσεις, επιπτώσεις κ.ο.κ. Αν κάποιος παρακολουθεί τις ελληνοτουρκικές σχέσεις υπό το πρίσμα του κλεισίματος των Δαρδανελλίων στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και θέσει αυτό ως βάση των πολιτικών και στρατιωτικών σχεδιασμών του, το πιο πιθανό είναι να οδηγηθεί μελλοντικώς στην πλήρη απώλεια της αυτοτέλειάς του…
Όταν απευθύνεται κάποιος στη Βουλή και στην κυβέρνηση οφείλει να μην έχει τον τόνο του “αφεντικού” προς υποτιθέμενο ανόητο “υπάλληλο” του και δη ως αυτόκλητος αγγελιαφόρος της “Ιστορίας”. Κάτι τέτοιο προσβάλλει βάναυσα το θεσμό του κοινοβουλίου, ανεξαρτήτως της γνώμης την οποία έχει κάποιος για το πολιτικό προσωπικό της χώρας στη δεδομένη ιστορική συγκυρία. Και το πράγμα γίνεται χειρότερο όταν στη συνέχεια της επιχειρηματολογίας, ο επιστολογράφος πριμοδοτεί, θα έλεγε κανείς ότι σχεδόν μεσιτεύει, το γαλλικό πακέτο προσφοράς, επικαλούμενος το κατεπείγον της καταστάσεως: “είναι απόλυτοι ανάγκη να ενισχύσουμε το Ναυτικό μας προχθές!”.
Όποιος αναζητήσει κάποια κριτήρια, πέρα από το γενικόλογο της αδυναμίας μας έναντι των όποιων τουρκικών ιμπεριαλιστικών σχεδίων, τα οποία να συνηγορούν υπέρ της απόψεως άμεσης ενίσχυσης του ναυτικού της χώρας, θα απογοητευτεί. Ο Πρόδρομος Εμφιετζόγλου από το πεδίο της ιδεοληψίας μεταπηδά με εκπληκτική άνεση σε εκείνο των πολιτιστικών στερεοτύπων και των ιδιότυπων ερμηνειών του ιστορικού παρελθόντος και του πολιτικού παρόντος. Έχει και αυτός, όπως και πολλοί άλλοι [4], ως σταθερή πυξίδα του τον πολιτιστικό ρατσισμό και την οριενταλιστική προκατάληψη. Εκεί που απαιτείται λογική και αναλυτική ικανότητα υπεραναπληρώνονται η θεωρητική και επιστημονική ένδεια και η πολιτική αδυναμία με τη χρήση στερεοτύπων: “Οι Τούρκοι δεν καταλαβαίνουν από Διεθνές Δίκαιο, από διπλωματία, από συμβάσεις. Άλλωστε ποτέ τήρησαν την υπογραφή τους;”
Με την εισαγωγή στην παραλογία του “συλλογικού πληθυντικού” (“οι Τούρκοι”), έχει εγκαταλείψει ο επιστολογράφος εντελώς το έδαφος της πραγματικότητας και καταλήγει στη γνωστή κοινοτοπία περί δύναμης: “Οι Τούρκοι ένα καταλαβαίνουν: την δύναμη”. Ανάλογη είναι και η “ανάλυσή” του για τις σχέσεις της χώρας με τους εταίρους της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και εδώ τα στερεότυπα έχουν την τιμητική τους: “…η Γαλλία, η οποία μας καλύπτει και με στρατιωτική συμφωνία και μας υποστηρίζει στους κόλπους της Ε.Ε., όπου η φιλότουρκη Γερμανία για άλλη μια φορά, διαχρονικά είναι εναντίον της Πατρίδας μας”.
Ο Πρόδρομος Εμφιετζόγλου είναι και οικονομικώς απλόχερος: αν το γαλλικό πακέτο προσφοράς είναι ακριβό, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, διότι πιστεύει “ότι όλοι οι Έλληνες θα συμβάλλουν πρόθυμα” στην ενίσχυση του πολεμικού ναυτικού της χώρας. Και προσπαθεί να ενεργοποιήσει πάλι το γνωστό οίστρο της συλλογικής μεγαλομανίας όλων των υπερπατριωτών χωρίς νου και γνώση: “Να συστρατευτούμε λοιπόν οι απανταχού της γης, να συμβάλλουμε όλοι πλούσιοι και φτωχοί στον Ιερό σκοπό της σωτηρίας της Πατρίδας”. Τα κεφαλαία γράμματα έχουν διαρκώς την τιμητική τους στην επιστολή, μια σημειολογία του γιγαντισμού, κάτι αντίστοιχο με την πληθωρική παρουσία του υπερθετικού στην καθημερινή χρήση της γερμανικής γλώσσας την περίοδο της χιλιόχρονης χιτλερικής αυτοκρατορίας. Κάποιος υπερβολικώς εθνοκεντρικά σκεπτόμενος αναγνώστης/στρια ίσως να διέβλεπε και μια φθοροποιό επίδραση της αγγλικής σε αυτή την επιλογή του Πρόδρομου Εμφιετζόγλου, εγώ είμαι λίγο πιο προσεκτικός σε παρόμοια ζητήματα και παραμένω στη συσχέτιση του πράγματος με μια τάση προς τον γιγαντισμό, ως μια εκδοχή συλλογικών φαντασιώσεων παντοδυναμίας, οι οποίες είναι κοινές σε παρόμοια πρότυπα σκέψεως.
Και γιατί πρέπει να δημιουργήσουμε αυτό το “Ταμείο Ελληνικού Στόλου”; Μάταια περιμένει ο καλοπροαίρετος αναγνώστης να διαβάσει μια δύο σειρές με τακτοποιημένα επιχειρήματα, τα οποία θα πείθουν για το αναγκαίο της κίνησης. Δεν θα εύρη ούτε μια λογική πρακτική εξήγηση. Αντ΄ αυτού θα βομβαρδιστεί με μια ακόμη ιδεοληψία: “Αυτή είναι η καλύτερη, έμπρακτη συμμετοχή μας στην μνήμη, στην απότιση τιμής στους ήρωες του ‘21”. Και μετά από τούτη τη φράση που παραλύει με την απλοϊκότητα και την αφέλειά της την αντίδραση κάθε ατόμου με τη στοιχειώδη επιστημονική κατάρτιση και υποψιασμένου για κάποιες συνάφειες και τις δυσκολίες τους, ακολουθεί φαρδιά πλατιά η υπογραφή του: Πρόδρομος Εμφιετζόγλου, Πρόεδρος Δ.Σ. Ομίλου Εταιρειών Μηχανικής.
Μακρηγόρησα, αλλά είμαι υποχρεωμένος να δώσω κάποια διέξοδο στο δράμα ενός ανθρώπου που πασχίζει για την υστεροφημία του: θα πρέπει να περάσει από την απαρχαιωμένη αντίληψη περί ευεργεσίας στη σύγχρονη αντίληψη του επιστημονικού ιδρύματος (ας δημιουργήσει σε κάποιο παραμεθόριο νησί ένα ανεξάρτητο επιστημονικό ίδρυμα με το όνομά του και με αντικείμενο τα ζητήματα ειρήνης, των διεθνοπολιτικών σχέσεων, της ηγεμονίας και του ιμπεριαλισμού, να φιλοξενεί φοιτητές κλπ., υπάρχουν αναρίθμητα πρότυπα για να το οργανώσει και να εξασφαλίσει τη χρηματοδότησή του και ας έχει δεξιά συντηρητική κατεύθυνση για να κατευνάσει τους όποιους φόβους του, αλλά να είναι ανεξάρτητο για να παράγει επιστημονικό έργο… μας λείπει πρωτογενής έρευνα σε αυτό το ζήτημα, στοιχείο απαραίτητο για κάθε πολιτική ασφάλειας… αυτά!)
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της «Σοσιαλιστικής Προοπτικής» (www.sopro.gr)
Σημειώσεις:
να ενταχθεί στη χορεία της εθνικής ευεργεσίας και σε αυτό το ζήτημα είναι “απαρχαιωμένος”