Η πρωθυπουργική δημόσια τοποθέτηση περί κυβερνήσεως συνεργασίας αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, και το ζήτημα του εκλογικού νόμου ως αξονικό σημείο της γενικότερης (δυσ)λειτουργίας του πολιτεύματος της χώρας.
Μια εισαγωγική παρατήρηση: κάθε σταθερό και μόνιμο εκλογικό σύστημα παγιώνει και σταθερές συμπεριφορές στο εκλογικό σώμα. Και αυξάνει την ευθύνη του για τα πολιτικά πράγματα του τόπου, εφόσον η επιλογή του δεν προκύπτει από κάποιο ευκαιριακό εκβιαστικό δίλημμα, το οποίο αναπόφευκτα οδηγεί και σε εκλογικό καιροσκοπισμό και πρόσκαιρη συναλλαγή με τους κομματικούς μηχανισμούς και τους, κάθε είδους, κομματάρχες και παράγοντες. Έτσι, σταθερό εκλογικό σύστημα σημαίνει και σταθερή βάση για την καταπολέμηση των πελατειακών σχέσεων πολιτικού προσωπικού και πολιτών/εκλογέων.
Οι συχνές και ευκαιριακές αλλαγές του εκλογικού νόμου προσλαμβάνονται από τους πολίτες, κάθε φορά, ως ελιγμός του κυβερνώντος κόμματος για να περισωθεί η ηγεσία του από μια διαφαινόμενη ήττα. Και επειδή τα κόμματα στην Ελλάδα δεν έχουν δημοκρατική δομή, αλλά προσωποπαγή, η αλλαγή του εκλογικού νόμου αφορά, κατ΄ ουσίαν, την παραμονή, κατά τη δεδομένη συγκυρία, στην ηγεσία του κράτους και του κόμματος του εκάστοτε αρχηγού και της εσωκομματικής ακολουθίας του. Στην τωρινή περίπτωσή μας του κ. Μητσοτάκη.
Το σταθερό εκλογικό σύστημα είναι μια από τις σταθερές για την εύρυθμη λειτουργία ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Συχνή αλλαγή του εκλογικού συστήματος σημαίνει προσπάθεια ελέγχου και ποδηγέτησης της λαϊκής βουλήσεως εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας. Εάν ένα εκλογικό σύστημα είναι δυσλειτουργικό, η απάντηση και σε αυτό το πρόβλημα είναι η περισσότερη δημοκρατία ή ,πιο γενικά, και κατά τη ρήση του John Dewey: “The cure for the ailments of democracy is more democracy”.
Η χώρα πρέπει να εισέλθει, σε όλα τα επίπεδα, σε μια διαδικασία εκδημοκρατισμού. Όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα του εκλογικού νόμου:
Βασικό πλεονέκτημα ενός συστήματος απλής αναλογικής είναι η, το δυνατόν, πιστότερη καταγραφή της γενικής βούλησης των πολιτών και η συνακόλουθη δημιουργία μιας πιο ενεργητικής πολιτικής δημοσιότητας (αλληλεπίδρασης οργανωμένων συμφερόντων, κομμάτων, διανόησης, πολιτών) με ευεργετικά αποτελέσματα στη διακίνηση ιδεών, απόψεων και, κατ΄ επέκταση, στην ικανότητα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων εκ μέρους των πολιτών.
Κύριο επιχείρημα των αντιπάλων της απλής αναλογικής είναι η εκτίμηση ότι τούτη θα προκαλέσει “ακυβερνησία” στον τόπο. Αυτές οι αιτιάσεις εκκινούν από την κατάσταση του σημερινού παλαιοκομματικού κατεστημένου, την οποία παραθεωρούν ως μόνιμη και αμετάβλητη σταθερά του πολιτικού συστήματος. Αλλά η απλή αναλογική δύναται να, -(και θα)-, λειτουργήσει καταλυτικά για τον εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος. Από την άλλη απέναντι στον φόβο της “ακυβερνησίας” (και σε όποιες πιθανότητες υπάρχουν για κάτι τέτοιο), μπορεί να υπάρξουν “τεχνικές” νομικής και συνταγματικής θωράκισης του πολιτικού συστήματος.
Ο φόβος της “ακυβερνησίας” είναι και μια ευκαιρία για την ενίσχυση του διοικητικού μηχανισμού της χώρας και της αποκομματικοποίησης του, για να μπορεί να λειτουργεί έξω και πέρα από τις όποιες πολιτικοκομματικές αναταράξεις. Αυτά, και άλλα σημαντικά ή λιγότερο σημαντικά, εντάσσονται σε πρακτικές διαρκούς βελτίωσης της δημοκρατίας.
Στη δεδομένη ιστορική συγκυρία το επιχείρημα περί “ακυβερνησίας” φανερώνει τα αδιέξοδα της κυβερνητικής πολιτικής και προσωπικώς του κ. Μητσοτάκη. Ο τελευταίος και η κυβέρνησή του αποδεικνύονται καθημερινά ουραγοί των εξελίξεων. Το κυβερνητικό σχήμα έχει χάσει προ πολλού την πρωτοβουλία των κινήσεων και έχει παραδοθεί αμαχητί σε ένα αγωνιώδες καθημερινό “βλέποντας και κάνοντας” στην απέλπιδα προσπάθεια του να διασωθεί έως τις εκλογές. Τότε, μετά βεβαιότητος, θα επανέλθει και το επιχείρημα περί “ακυβερνησίας”.
Έως τότε έχει ο Θεός…