Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι και θα εξακολουθήσει να είναι και το επόμενο διάστημα ο κύριος φορέας μέσω του οποίου θα επιχειρήσουν να αρθρώσουν την φωνή τους τα νεότερα λαϊκά, μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα. Τούτος ο ισχυρισμός βασίζεται σε μια σειρά ενδείξεων, τις οποίες, ωστόσο, δεν θα επιχειρήσω να αναπτύξω στο παρόν άρθρο.
Είναι προφανές ότι μια τέτοια ανάγνωση της πολιτικής και, κυρίως, της κοινωνικής συγκυρίας ευρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την ευφορία που επικρατεί στους χώρους του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ή την καταστροφολογία της εσωκομματικής αντιπολίτευσης στον ΣΥΡΙΖΑ’ οι ομάδες αυτές, αμφότερες, περισσότερο κινούνται από την επιθυμία τους για αυτό που θα ήθελαν οι ίδιοι να προκύψει, – χωρίς, ωστόσο, να μπορούν να ενεργοποιήσουν κάποια διαδικασία αυτεκπληρούμενης προφητείας-, και λιγότερο από την ρεαλιστική ανάγνωση των πολιτικών και κοινωνικών ροπών της ελληνικής κοινωνίας.
Δεν θα επιμείνω στα προβλήματα των πολιτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης, τις όποιες εσωτερικές διεργασίες τους, ή τις προσδοκίες τους από τούτη ή την άλλη ερμηνεία των εκλογικών αποτελεσμάτων. Αποτελεσμάτων: Επιμένω στον πληθυντικό στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η κατάσταση είναι ρευστή, εδώ και καιρό, και οι διάφορες “αναστατώσεις” της πολιτικής καθημερινότητας θα ευρίσκονται διαρκώς στην ημερήσια διάταξη.
Η κυριαρχική νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις βουλευτικές εκλογές, ο ταυτόχρονος εκλογικός καταποντισμός του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, η εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη στην ηγεσία του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, η “αναπάντεχη” συντριβή του Κώστα Μπακογιάννη, κατά τη β΄ Κυριακή των δημοτικών εκλογών, είναι κάποια από τα δεδομένα, τα οποία φανερώνουν ότι οι τεκτονικές πλάκες του πολιτικοκομματικού μας συστήματος ευρίσκονται σε διαρκή κίνηση και προστριβή.
Ένα καινούργιο στοιχείο στην πολιτική κονίστρα του τόπου, αν και δυνάμεθα να εντοπίσουμε ίχνη του και παλαιότερα, είναι ο κυριαρχικός ρόλος του Διαδικτύου στο πολιτικό γίγνεσθαι. Η καθολική διαδικτυακή διάταξη. Η εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη, παρά τα αναθέματα και τον ηθικό πανικό της πρώτης στιγμής, φανερώνει ότι έχουμε εισέλθει, και στη χώρα μας, σε άλλη φάση της σχέσης μέσων και πολιτικής. Στους προπομπούς αυτής της αλλαγής θα συγκατέλεγα τον εκδημήσαντα προώρως αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλο (Παρασκευαΐδη): επρόκειτο για μια μιντιακή εικόνα με ισχυρή ακτινοβολία και ελκτική δύναμη, ένα είδος εκκλησιαστικού σταρ. Αν αντιληφθούμε τον χριστιανικό ναό και τη διαδικασία της θείας λειτουργίας ως μια “προέκταση” του θεάτρου, θα αντιληφθούμε και την ευκολία της μετάβασης του συγκεκριμένου ιερωμένου από το ένα μέσο στο άλλο. Αλλά “αυτά είναι αλλουνού παπά ευαγγέλια” και δεν είναι της στιγμής.
Η αμηχανία της πολιτικής τάξης απέναντι στην καταλυτική παρουσία του Διαδικτύου στα πολιτικά πράγματα καταδηλώνεται σε πλείστες όσες περιπτώσεις. Αμηχανία παρατηρείται και στους εκπροσώπους των συμβατικών ραδιοτηλεοπτικών μέσων, σε τούτη την φάση μετάβασης από την κυριαρχία του ενός μέσου στο άλλο. Διαισθάνονται τον μεγαλύτερο κίνδυνο: new kids on the block!
Το πιο πρόσφατο κρούσμα αμηχανίας και πλήρους αδεξιότητας στο χειρισμό των μέσων εμφανίστηκε στο κείμενο κριτικής εννέα μελών της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, προς τον Στέφανο Κασσελάκη, δηλαδή των: Αννέτα Καββαδία, Έφη Καλαμαρά, Κατερίνα Κνήτου, Πάνου Λάμπρου, Χάριτος Ματσούκα, Ανδρέα Ξανθού, Πάνου Σκουρλέτη, Ευκλείδη Τσακαλώτου, Νίκου Φίλη.
Δεν θα ασχοληθώ με τα πολλά και διάφορα, αλλά όχι και τόσο εύστοχα, που καταλογίζουν στη νέα ηγεσία και συγκεκριμένα στον πρόεδρο του κόμματος, αλλά θα επικεντρωθώ στο σημείο “Δ” της κριτικής τους: “Η κοινή γνώμη εμβρόντητη παρακολουθεί στο Διαδίκτυο υβριστικές επιθέσεις από ανώνυμα τρολ και οπαδούς του νέου προέδρου εναντίον στελεχών του κόμματος, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή δημόσια αποκήρυξή τους από τη νέα ηγεσία”.
Στο σημείο τούτο της πρώτης αμήχανης κριτικής προς την νέα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εμφανίζεται με ανάγλυφο τρόπο η αντιληπτική αδυναμία στελεχών του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τα οποία κινούνται και ενεργούν στη βάση παλαιοκαιρινών πολιτικοκοινωνικών παραστάσεων και αναγνωσμάτων και αδυνατούν να εννοήσουν την ραγδαία μεταβολή του πολιτικοκοινωνικού περιβάλλοντος που επέφερε η ψηφιακή στροφή (digital turn) και στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Αυτή η αντιληπτική αδυναμία οδήγησε τους κομματικούς επικριτές του Στέφανου Κασσελάκη, υπό το πρόσχημα της δημόσιας κριτικής, να αιτηθούν δημοσίως την αποκήρυξη των τρολ και των όποιων υποστηρικτών του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Απεταξάμην; Τούτη η ηθικολογία θρησκευτικού τύπου απευθύνεται στο ενοχικό θυμικό της παλιάς γουτεμβεργιανής γενιάς στελεχών, τα οποία έχουν μόνο επιδερμική σχέση με την σημερινή ψηφιακή πραγματικότητα, τους καταναγκασμούς και τις δυνατότητές της.
Δεν υπάρχει ευκολότερος τρόπος να καταστούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης απόλυτος κυρίαρχος και ρυθμιστής των πολιτικών διεργασιών και της πολιτικής δημοσιότητας (της δημοσιότητας εν γένει), από την ανόητη πρακτική της διαρκούς καταγγελίας τους από εκπροσώπους κάθε είδους εξουσίας. Το ρυπογόνο περιβάλλον του ψηφιακού κόσμου δεν καταπολεμείται με ανακοινώσεις και καταγγελίες, ούτε προστατεύονται τα μεμονωμένα άτομα με επικλήσεις στην ηθική και το “ύφος και ήθος”.
Στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αλλά και στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, τα κόμματα της δημοκρατικής αριστεράς δηλαδή, θα πράξουν φρόνιμα εάν βάλουν τάχιστα στη δημόσια συζήτησή τους και στο πολιτικό τους πρόγραμμα το ζήτημα της ψηφιακής οικολογίας. Διότι το μέλλον του δημοκρατικού κεκτημένου και του αυτονοήτου της κυριαρχίας της λογικής (όποιου είδους λογικής) στις ανθρώπινες σχέσεις προμηνύεται δύσκολο.
Στη σφαίρα του πολιτικού και φιλοσοφικού αναστοχασμού ήδη γίνεται λόγος περί “πληροφοριοκρατίας” (Infokratie), όπως θέλει ο τίτλος του, σχετικώς πρόσφατου, τομιδίου του Byun Chul Han: “Infokratie. Digitalisierung und die Krise der Demokratie – Πληροφοριοκρατία. Ψηφιοποίηση και κρίση της δημοκρατίας”. Ο Χαν εξετάζει το φαινόμενο της υπερχείλησης του ψηφιακού κόσμου με “δεδομένα”, καταγράφει μια σειρά αρνητικά φαινόμενα, όπως τα fake news και οι θεωρίες συνωμοσίες, σε συνάρτηση με το ζήτημα της αφήγησης και αποφαίνεται συμπερασματικώς ότι παρακολουθούμε την πλήρη εξάρθρωση της αλήθειας, επιπλέον αναφέρεται σε έναν νέο μηδενισμό της εποχής μας και προσδίδει στην σύγχρονη αντίληψη της αλήθειας, στο πλαίσιο του ψηφιακού σύμπαντος, μόνο “επεισοδιακό” χαρακτήρα, για να καταλήξει, τέλος, στην αναζήτηση ενός σταθερού σημείου αναφοράς,- στο πλαίσιο τούτων των σκοτεινών και απογοητευτικών διαπιστώσεων και προβλέψεων του για τη δημοκρατία την εποχή της ψηφιοποίησης των πάντων -, στην έννοια της “παρρησίας” του όψιμου Μισέλ Φουκώ (ο μικρός τόμος με τους στοχασμούς περί παρρησίας του γάλλου στοχαστή κυκλοφόρησε τελευταίως, εννοείται με την απαραίτητη ελληνική καθυστέρηση δεκαετιών, και στα ελληνικά).
Η οικολογία της πληροφορίας σε σχέση με παρόμοιες ερεβώδεις προβλέψεις,-υπάρχει φυσικά και ο αντίποδας σε αυτές τις αρνητικές εκτιμήσεις του διαφαινόμενου μέλλοντος, όπως συμβαίνει πάντοτε με την εμφάνιση ενός νέου μέσου-, είναι μια “εκ των ουκ άνευ” προϋπόθεση κάθε μελλοντικής αριστερής πολιτικής. Η γεωλογική οικολογία και η ψηφιακή οικολογία (και η πιθανή διαλεκτική σχέση μεταξύ τους) είναι δύο βασικά μελλοντικά πεδία αντιπαραθέσεως και συγκρούσεως ανάμεσα στην πολιτική Δεξιά και την πολιτική Αριστερά. Και στις δύο περιπτώσεις, της σχέσεως δηλαδή της οικολογίας με την πολιτική διάταξη Δεξιού-Αριστερού, το “συντηρητικό στοιχείο” εναλλάσσεται και θα συνεχίσει να εναλλάσσεται ως πολιτικώς αντιδραστικό ή προοδευτικό και τούτη η εναλλαγή δημιουργεί και θα δημιουργεί τεράστια προβλήματα στο εκάστοτε πολιτικό προσωπικό.
Η πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου και της σύγχρονης Ελλάδας, η μετάβαση από το γουτεμβεργιανό στο ψηφιακό πλαίσιο, καθιστά αναγκαία για το χώρο της δημοκρατικής Αριστεράς τη συγκρότηση (ή το μετασχηματισμό των υπαρχόντων) πολιτικών σχηματισμών με χαρακτηριστικά εργαστηρίου ιδεών και την συνακόλουθη δημιουργία μια νέας ελίτ στελεχών, η οποία θα οδηγήσει τη χώρα με επιτυχία μέσα από τις συμπληγάδες του 21ου αιώνα. Η ψηφιακή στροφή επιβάλλει τον αναπροσανατολισμό της δημοκρατικής Αριστεράς.
Το καθεστώς Μητσοτάκη αντιστοιχεί, όπως κάθε Δεξιό διεφθαρμένο καθεστώς, σε μια πρότερη συνθήκη του δημόσιου βίου και σωρεύει καθημερινά περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα μπορεί στο μέλλον να “σηκώσει” η ελληνική κοινωνία. Η Ελλάδα χρειάζεται μια νέα ιστορική προοπτική, η οποία θα αντιστοιχεί στις συνθήκες του σύγχρονου κόσμου και στις δυνατότητες που της παρέχει το νέο ψηφιακό σύμπαν.
Η ελληνική Αριστερά, η Αριστερά της χώρας (συμβολικής) κοιτίδας του ευρωδυτικού πολιτισμού και το πολιτικό προσωπικό της, αντί να αναθεματίζει την ψηφιακή στροφή (digital turn) στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι και να προσπαθεί να εξορκίσει το “κακό” με διάφορες επικοινωνιακές μαγγανείες και πρακτικές από την γουτεμβεργιανή εποχή, καλό θα ήταν να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο την πραγματικότητα και να προσαρμοστεί το ταχύτερο δυνατόν, στα νέα δεδομένα, ειδάλλως το μέλλον της είναι… προδιαγεγραμμένο.
Θα την καταπιεί το ανούσιο. Από φιλοσοφικής σκοπιάς δεν εντοπίζεται, πλέον, μόνο η “άνοδος της ασημαντότητας” στο προσκήνιο της καθημερινότητας, φαινόμενο από καιρού διαγνωσθέν και χαρακτηριστικό για την εποχή της κυριαρχίας των συμβατικών ραδιοτηλεοπτικών μέσων, αλλά στο νέο ψηφιακό σύμπαν αναμετριόμαστε, ήδη, με την καθημερινή κυρίαρχη συνθήκη της γιγαντομαχίας περί του ανουσίου.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι οργανωτικός γραμματέας της ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ (www.sopro.gr )