Καθημερινά επιβεβαιώνεται η πλάνη του θεωρητικού κατασκευάσματος των τέλεια αυτορυθμιζόμενων αγορών που μας εξασφαλίζουν τις βέλτιστες δυνατές λύσεις. Στη θέση του «αόρατου χεριού» της νεοκλασικής παράδοσης, υπάρχουν τα ευδιάκριτα «στιβαρά» χέρια του ολιγοπωλητή, της τράπεζας, του fund, της μιας ή της άλλης κυβέρνησης, του συνδικάτου, έως και τα «μικρά αδύναμα» χέρια του καταναλωτή, του ανέργου, του εργαζόμενου και του ελεύθερου επαγγελματία. Η αναγκαιότητα λοιπόν της παρέμβασης και του σχεδιασμού είναι αναπόδραστη, είναι στην ίδια τη φύση της οικονομίας. Το ζήτημα λοιπόν είναι να επιλέξουμε με ποια χέρια είμαστε. Υπό αυτήν την έννοια, ο κλαδικός και χωρικός προσανατολισμός μιας εθνικής οικονομίας δεν προκύπτει «φυσικά», αντικειμενικά και αναπόδραστα, παρά είναι το αποτέλεσμα των επιλογών περισσότερο ή λιγότερο συγκεντροποιημένων κοινωνικοοικονομικών συμφερόντων. Ποιος είναι λοιπόν ο προσανατολισμός της Ελλάδας και πόσο συνάδει με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, ή πόσο αρμόζει στα συμφέροντα ποιων τάξεων και ποιων κοινωνικών στρωμάτων; Το παρόν άρθρο συμβάλλει σε αυτήν τη συζήτηση. Βασίζεται σε εισήγηση που παρουσιάσθηκε στο πλαίσιο του 2ου Συνεδρίου για την Παραγωγική Ανασυγκρότηση στην Ελλάδα τον Μάιο 2017 στις Σέρρες, καθώς και στο ετήσιο συνέδριο της ASECU τον ίδιο μήνα στο Δυρράχιο. Αποτελεί δε μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου που στοχεύει στον (επανα-) καθορισμό, χωρικά και κλαδικά, του εμπορικού δυναμικού της ελληνικής οικονομίας, στο πλαίσιο ενός ταχέως μεταλλασσόμενου διεθνούς περιβάλλοντος, ιδιαίτερα στο τόξο από τη Βαλτική ως τα Βαλκάνια, την Παρευξείνια Ζώνη, την Εγγύς και Μέση Ανατολή, τον ανέκαθεν ζωτικό χώρο του Ελληνισμού. Με δεδομένη την ως άνω πεποίθηση, μπορεί κανείς να διακρίνει τρεις κύριες περιόδους στη σύγχρονη, μεταπολεμική ιστορία της εξωστρεφούς εξέλιξης της ελληνικής οικονομίας. Η πρώτη διαρκεί μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70, όπου κυριαρχούσε ο πολιτικός και οικονομικός υπερατλαντικός προσανατολισμός. Η πρόσδεση στο άρμα του ΝΑΤΟ συνεπάγονταν αναγκαστικά τη γεωγραφική «αποξένωση» στο πλαίσιο του ψυχρού πολέμου και της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή. Σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας σύμφωνα όμως με το πρότυπο ενός περιφερειακού, παρασιτικού καπιταλισμού, αυτό οδήγησε στον πρώτο (μεταπολεμικά) χωρικό, ιστορικό αποπροσανατολισμό της χώρας (σύμφωνα πάντα με την αρχική θέση περί της αναγνώρισης του ζωτικού χώρου του Ελληνισμού στην λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου και την Παρευξείνια Ζώνη). Στη δεύτερη περίοδο, η οποία μπορεί να προσδιοριστεί από τη Μεταπολίτευση έως και την αυγή της νέας χιλιετίας. Ο προσανατολισμός της χώρας υπέστη μια σοβαρή αλλαγή: (τουλάχιστον) εξίσου με τη διατήρηση της παραδοσιακής εταιρικής σχέσης με την αμερικανική διπλωματία, η Ελλάδα αναπτύσσει την εταιρικότητά της στο πλαίσιο της διευρυνόμενης, ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Αν αυτό συνδυαστεί με τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για τη «διεύρυνση προς ανατολάς» (EU eastern enlargement) και το τότε σχέδιο της ευρωρωσικής εταιρικότητας, προκύπτει εύκολα το συμπέρασμα ότι σε αυτήν τη δεύτερη περίοδο, η ελληνική οικονομία επαναπροσανατολίζεται στη βόρεια και ανατολική γειτονιά της (έστω κι αν αυτό επιτελεσθεί εν πολλοίς παίζοντας το ρόλο της «διαμετακομιστικής πλατφόρμας»). Αυτή η εξελικτική πορεία διακόπηκε και αντιστράφηκε στο πλαίσιο της τρίτης περιόδου που ακόμη διανύουμε. Η νεοφιλελευθεροποιημένη Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων, περιοριζόμενη η ίδια στο πλαίσιο του διαμορφούμενου σύγχρονου δίπολου – από τη μια η ευρωατλαντική οικονομική ολοκλήρωση (συμφωνίες CETA και η υπό διαπραγμάτευση TTIP) κι από την άλλη η στρατηγική «one belt – one road» της Κίνας και η προσέγγιση των αναπτυσσόμενων καπιταλισμών – μετάλλαξε την πολιτική της «διεύρυνσης» σε αυτήν της πρωτοβουλίας της «Ανατολικής Εταιρικότητας» (Eastern Partnership – βλέπε «Global Strategy for the EU», 2016), αποτέλεσμα της οποίας ήταν να διαρραγούν οι διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις με κάποιες από τις παρευξείνιες και «ανατολικές» αγορές. Αυτή η ευρύτερη συγκυρία σε συνδυασμό με την ελληνική κρίση και την μετεξέλιξη αυτής σε κατάρρευση της ελληνικής παραγωγής, οδήγησε στη δεύτερη φάση χωρικού, ιστορικού αποπροσανατολισμού της χώρας. Το τετραπλό διάγραμμα που ακολουθεί είναι ενδεικτικό. Διάγραμμα 1: Η εξέλιξη του ελληνική χωρικού συγκριτικού πλεονεκτήματος στις χώρες της βόρειας και ανατολικής γειτονιάς μας. Παραθέτει την εξέλιξη του χωρικά προσδιορισμένου συγκριτικού πλεονεκτήματος της Ελλάδας1 σε κάθε μια από τις χώρες της περιοχής που μας αφορά από το 2000. Η πτωτική τάση του εν λόγω δείκτη για τις χώρες των Βαλκανίων, της Ανατολικής Ευρώπης και της Παρευξείνιας Ζώνης επιβεβαιώνει τον αποπροσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας. Εξαίρεση αποτελούν μόνο κάποιες από χώρες της τέταρτης κατηγορίας (ανατολική Μεσόγειος) και συγκεκριμένα η Τουρκία και το Ισραήλ (όπως επίσης και η ιδιάζουσα περίπτωση της Γεωργίας). Οι συνεχιζόμενες, γεωπολιτικές και οικονομικές ανακατατάξεις, σε συνδυασμό με την εμβάθυνση των εγχώριων δυσμορφιών, ανοίγουν νέες προοπτικές και νέες αναγκαιότητες για έναν χωρικό και τομεακό αναπροσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας. Μια εναλλακτική πρόταση για την εξωστρεφή ανάπτυξή της περνάει καταρχήν από τη διεκδίκηση για την χώρα μας ενός ρόλου «σύγχρονης, προοδευτικής ουδετερότητας – παράγοντας επικοινωνίας, συνεργασίας, δημοκρατίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και περιβαλλοντικής ισορροπίας» στον ιστορικά ζωτικό χώρο του Ελληνισμού – την Ανατολική Ευρώπη, την Παρευξείνια Ζώνη, την Ανατολική Μεσόγειος και τη Μέση Ανατολή. Γύρω από αυτόν τον άξονα μπορούν (και πρέπει) να εξειδικευθούν επιμέρους κατηγορίες τομεακής εξειδίκευσης στο πλαίσιο του σύγχρονου διεθνή καταμερισμού εργασίας: η Ελλάδα ως πεδίο ανάπτυξης οικονομιών ποιότητας (όχι κλίμακας), ως παγκόσμιο εργαστήρι εφαρμοσμένης έρευνας και ανάπτυξης και ως κόμβος εμπορευμάτων, κεφαλαίων, ενέργειας, ιδεών και ανθρώπων. 1 Πρόκειται για την εξέλιξη του λόγου SRCAi,j = (Xi,j/Xi)/(Xwj+Xw), όπου το j δείχνει την χώρα προορισμού των εξαγωγών από τη χώρα I – στην περίπτωσή μας η Ελλάδα – (σε αντίθεση με την κλασική εκδοχή του δείκτη όπου το j αναφέρεται σε συγκεκριμένο κλάδο) και το w αναφέρεται στις παγκόσμιες εξαγωγές. Με άλλα λόγια, η διαχρονική εξέλιξη του εν λόγω δείκτης υποδηλώνει αν η θέση των ελληνικών εξαγωγών σε αυτήν τη χώρα (j) ενισχύεται ή όχι, πάντα σε σύγκριση με τον σύνολο των παγκοσμίων εξαγωγών..