Η συζήτηση για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το μέλλον της είναι ένα ζήτημα το οποίο αποφεύγει να θεματοποιήσει το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας, αλλά και όσοι, από το ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό φάσμα, προσπαθούν με την ρητορεία τους να πριμοδοτήσουν πιο ελαστικές σχέσεις με το ευρωπαϊκό κέντρο (έως την πλήρη αποχώρηση και αποκοπή της χώρας από το ευρωπαϊκό ενωσιακό γίγνεσθαι).
Σε μια πρώτη προσπάθεια ανάπτυξης των συλλογισμών μας αναφορικώς με το ζήτημα θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η λεγόμενη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν ήταν ποτέ μια συμπαγής και ενιαία διαδικασία. Ήδη από την είσοδο του Ηνωμένου Βασιλείου, το 1973, στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), αποδείχτηκε ότι η Βρετανία ήταν «δύσκολος εταίρος». [Stephen George, An Awkward Partner: Britain and the European Community, Oxford 1994]. Οι δυσκολίες αυτές επεκτάθηκαν με τον οικονομικό προϋπολογισμό του 1986 της κυβερνήσεως της Μάργκαρετ Θάτσερ, ανοίγοντας το δρόμο σε αυτό που σήμερα αποκαλείται «διαφοροποιημένη ολοκλήρωση». Τώρα η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει την έξοδο της Βρετανίας από τον κορμό της ενωσιακής διαδικασίας. Αν θα έχουμε ένα «σκληρό Brexit» ή μια πιο ήπια μορφή του έως το τέλος του χρόνου, είναι ένα ζήτημα που απασχολεί την ευρωπαϊκή επικαιρότητα τους τελευταίους μήνες. Προστέθηκε και η πανδημία και τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο περίπλοκα. Η Βρετανία και η αποχώρησή της από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως τόσο δεν είναι το κύριο θέμα του παρόντος άρθρου.
Εδώ θα προσπαθήσουμε να επικεντρωθούμε στις πιθανές ή υπαρκτές δυνατότητες αποχώρησης μιας χώρας από την ενιαία Ευρώπη. Η διαδικασία της «διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης» έχει το αντίστοιχό της σε μια διαδικασία «διαφοροποιημένης αποχώρησης»; Όπου αποχώρηση σημαίνει απομάκρυνση από μεμονωμένα πεδία της πολιτικής, όπως η οικονομική και νομισματική πολιτική, δηλαδή υπό μια έννοια η απομάκρυνση από κάθε στοιχείο μιας πολιτικής ολοκλήρωσης αναφορικώς με μια διεθνική ενότητα ολοκλήρωσης. Στην πράξη η όλη διαδικασία της «διαφοροποιημένης αποχώρησης», δύναται να κλιμακωθεί ή να οδηγηθεί στην πλήρη απομάκρυνση μιας χώρας από μια διεθνική κοινότητα. Από την μέχρι τούδε ιστορική εμπειρία, όχι μόνο στον ευρωπαϊκό, αλλά και στον εξωευρωπαϊκό χώρο, προκύπτει ότι η αποχώρηση από μια διεθνική κοινότητα ποτέ δεν συντελείται ολοκληρωτικώς. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα μας, αλλά και για την γειτονική Τουρκία, η οποία ευρίσκεται σε σχέση πιθανής σύνδεσης με την Ε.Ε. από την εποχή της δεκαετίας του 1960.
Σε σχέση με την Ευρώπη διαθέτουμε τρία παραδείγματα «διαφοροποιημένης αποχώρησης»: το πρώτο αφορά στην Αλγερία και την αποχώρησή της, μετά τον απελευθερωτικό αγώνα του 1962, από την τότε ΕΟΚ, το δεύτερο αφορά στην απόρριψη το 1985, μέσω δημοψηφίσματος, της Γροιλανδίας της συμμετοχής της στην ενιαία Ευρώπη και, τρίτον, του γαλλικού νησιού του Saint Berthelemy, μιας γαλλικής νήσου στην Καραϊβική, για το οποίο περιορίσθηκε, υπό νομική έννοια, το status μέλους της Ε.Ε.. Παρακάμπτουμε τις λεπτομέρειες στις επί μέρους παραχωρήσεις στις τρεις αυτές περιπτώσεις, αλλά επισημαίνουμε ότι από αυτές προκύπτει πως, αν και αφορά εξελίξεις στην εξώτερη περιφέρεια της Ευρώπης και διαδικασίες απο-αποικιοποίησης, ποτέ δεν έχουμε μια πλήρη αποχώρηση από την Ε.Ε..
Το φαινόμενο της μη πλήρους αποχώρησης, της διαβαθμισμένης αποχώρησης, παρατηρείται και σε άλλες διεθνικές ενότητες εκτός Ευρώπης, όπως στον Οργανισμό Αφρικανικής Ενότητας (ΟΑΕ) ή στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση. Τα κίνητρα αποχώρησης σε όλες τις περιπτώσεις διαφέρουν από χώρα σε χώρα, από διεθνική ενότητα σε διεθνική ενότητα. Αναφορικώς με τις εξελίξεις στις τρεις αυτές διεθνικές ενότητες και στο πλαίσιο της «συγκριτικής περιφερειολογίας» προκύπτουν τρία στοιχεία:
Πρώτον: το Brexit δεν είναι η μοναδική αποχώρηση από την Ε.Ε. στην ιστορία της, ως τόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι για πρώτη φορά αποχωρεί ένα κράτος-μέλος και όχι ένα τμήμα ενός κράτους.
Δεύτερον: συναντάμε παραδείγματα αποχώρησης και σε άλλες περιοχές οι οποίες αποσκοπούν σε μια τοπική ολοκλήρωση.
Τρίτον: Κανείς δεν αποχωρεί ποτέ εντελώς. Από όλα τα παραδείγματα προκύπτει ότι η διαφοροποίηση συμβαδίζει με την αποχώρηση, δηλαδή υπάρχουν διάφορες μορφές και βαθμίδες αποχώρησης.
Αυτή η κατάσταση αντιστοιχεί στην πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτή προέκυψε, από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Η τελευταία ολοκληρώθηκε και ολοκληρώνεται ως «διαφοροποιημένη ολοκλήρωση». Στην περίπτωση της βρετανικής αποχώρησης δε θα σημάνει αυτό την πλήρη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά θεωρείται βέβαιο ότι θα υπάρξουν διαδικασίες προσέγγισης.
Και στην πιθανή περίπτωση αλλαγής πλεύσης της Ελλάδας και έναρξη κάποιας διαδικασίας «διαφοροποιημένης αποχώρησης» δε θα σημάνει αυτό την πλήρη αποχώρησή της από την «Ευρώπη». Δυστυχώς εντός της χώρας και υπό το πρόσχημα ενός ανερμάτιστου ευρωπαϊσμού διαδίδονται διάφορες τερατολογίες με σκοπό την τρομοκράτηση των πολιτών και την υποταγή τους στις επιλογές του κυρίαρχου μπλοκ εξουσίας. Η νηφάλια συζήτηση γύρω από τη θέση της Ελλάδας στην Ε.Ε. αποτελεί μια από τις προϋποθέσεις για τις μελλοντικές προοπτικές της χώρας και της εθνικής μας επιβίωσης. Η πλήρης αποχώρηση δεν είναι δυνατή, δεν πρέπει να είναι και επιθυμητή, αλλά μια «διαφοροποιημένη αποχώρηση» (σε ποιο βαθμό είναι υπόθεση των ίδιων των πολιτών), η οποία θα επαναπροσδιορίζει το ρόλο της χώρας μας στον σύγχρονο κόσμο και στο ευρύτερο τρι-ηπειρωτικό γεωπολιτικό πλέγμα (Ευρώπη-Ασία-Αφρική) είναι ιστορική ανάγκη και εντάσσεται στο πλαίσιο μιας πολυδιάστατης και ανεξάρτητης εθνικής εξωτερικής πολιτικής. Και αυτό διότι και οι διαδικασίες διαφοροποιημένης αποχώρησης επιδρούν στις διεθνείς σχέσεις και δύνανται να λειτουργήσουν ως προωθητική δύναμη σε όλα τα πεδία του πολιτικού, εθνικού και διεθνούς.
Σημείωση: Το πληροφοριακό υλικό και κάποια σημεία του άρθρου βασίζονται στο κείμενο του Stefan Gaenzle, Niemals geht man so ganz. Στο: Aus Politik und Zeitgeschichte. 2 Ιουνίου 2020.