Η κατάσταση στην Ανώτατη Εκπαίδευση στη χώρα μας δεν είναι ιδανική. Είναι μια κοινότοπη διαπίστωση στην οποία προστρέχουμε συχνάκις όταν αναφερόμαστε σε μερικές παγιωμένες καταστάσεις στην εν γένει λειτουργία των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Αλλά και εδώ υπάρχουν όρια. Με τη γενικόλογη επίκριση των ΑΕΙ κινδυνεύουμε ανά πάσα στιγμή να δώσουμε εμμέσως άλλοθι στα εξόφθαλμα “κακώς κείμενα”.
“Ο δεσμός της αιδούς”, η ντροπή στην καθομιλουμένη, είναι αυτός που μας κρατάει δεμένους με τη χώρα. The Bond of Shame μάς δημιουργεί πάλι εκείνη τη θανατηφόρα ταύτιση με τον τόπο και τα αδιέξοδά του. Τούτη τη φορά δεν είναι η ντροπή για την δυσλειτουργικότητα του κρατικού μηχανισμού, για το διεφθαρμένο σύστημα πληροφόρησης ή τον αμοραλισμό του πολιτικού προσωπικού, ο πρόξενος της ντροπής, τώρα δράστες είναι οι εκπρόσωποι της παραγωγής και διάθεσης της γνώσεως στο υψηλότερο επίπεδο στη χώρα μας: το πανεπιστήμιο και οι άνθρωποί του.
Η ευρωβουλεύτρια της Νέας Δημοκρατίας Μαρία Σπυράκη, δημοσιογράφος με σπουδές στη χημεία, επιλέχθηκε μετά από πρόταση της προέδρου του τμήματος Οικονομικών Σπουδών του ΑΠΘ Κυριακής Κοσμίδου για την εκπόνηση μιας διδακτορικής διατριβής. Η επιλογή αυτή της συντηρητικής πολιτικού κρίθηκε από ορισμένους καθηγητές της σχολής ως μη-σύννομη. Κάτι που διατύπωσαν και στην συνέλευση του τμήματος στις 22 Απριλίου 2021. Δεν θα υπεισέλθω στα τυπικά της αντιπαράθεσης των πανεπιστημιακών για το νομότυπο ή όχι του διδακτορικού και του αντικειμένου του (Energy Risk Management – Διαχείριση κινδύνων σε θέματα ενέργειας ή Energy Economics – Οικονομικά της ενέργειας). Σημειώνω απλώς τα ονόματα των καθηγητών που αντέδρασαν για τη μη-τυπική διαδικασία στην επιλογή του διδακτορικού: Νίκος Βαρσακέλης, Παναγιώτης Φουσέκης, Γρηγόρης Ζαρωτιάδης, Δημήτριος Μάρδας, Στέλλα Κωστοπούλου.
Η δική μου ανησυχία είναι άλλου τύπου. Και θα την διατυπώσω με μια δέσμη ερωτημάτων: Τι είναι αυτό που οδηγεί μια καθηγήτρια πανεπιστημιακής σχολής να επιλέξει ένα εν ενεργεία πολιτικό πρόσωπο, προχωρημένης μάλιστα ηλικίας, για μια μελέτη με την οποία θα αποκτούσε τον τίτλο του διδάκτορα. Και δη τον τίτλο του διδάκτορα σε μια σχολή με την οποία έχει ελάχιστη έως μηδαμινή σχέση (κάτι που ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο χρόνος αποφοίτησης από το πανεπιστήμιο και την απόκτηση του πρώτου ακαδημαϊκού τίτλου βρίσκεται πολλά χρόνια πίσω, γεγονός που σημαίνει ότι η υποψήφια έχει χάσει κάθε επαφή με το επιστημονικό αντικείμενο, εφόσον στο μεσοδιάστημα άσκησε το επάγγελμα της δημοσιογράφου); Είναι σύμπτωση το γεγονός ότι ο σύζυγος της υποψηφίας διδάκτορος είναι πανεπιστημιακός με συνδικαλιστική δράση στο ίδιο πανεπιστήμιο;
Αξιοπερίεργη είναι επίσης η επιλογή ερευνητικού αντικειμένου από τον σχετικό με την ενέργεια χώρο σε μια περίοδο κατά την οποία η επίδοξη διδακτόρισσα διατύπωνε συγκεκριμένες απόψεις για τα ενεργειακά ζητήματα της πατρίδας μας και συγκεκριμένα για την επιτάχυνση των διαδικασιών απολιγνιτοποίησης (Δυτική Μακεδονία και Μεγαλόπολη).
Οι συγγραφές διδακτορικών μελετών συμβάλλουν πρωτίστως στην ανάπτυξη των διαφόρων επιστημονικών πεδίων και στη διαρκή παραγωγή επιστημονικού λόγου από τα πανεπιστήμια. Με δεδομένο ότι στη χώρα μας δεν υπάρχουν ευάριθμα εξωπανεπιστημιακά ερευνητικά ιδρύματα με την εμβέλεια των πανεπιστημιακών σχολών και πανεπιστημιακών ερευνητικών ιδρυμάτων, επωμίζονται τα πανεπιστήμια την υπόθεση της βελτίωσης και κλιμάκωσης της επιστημονικής γνώσεως. Ένα μέσο είναι και οι διδακτορικές διατριβές από τους νέους επιστήμονες. Είναι η εισαγωγή στον χώρο της επιστήμης των επίδοξων νέων επιστημόνων.
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα για τους λόγους που πριμοδοτήθηκε μια σχεδόν συνταξιούχος πολιτικός με την προνομιακή δυνατότητα συγγραφής μιας διδακτορικής διατριβής.
Μια απάντηση είναι ότι η ίδια επεδίωξε την απόκτηση ακαδημαϊκού τίτλου για να εμφανίζεται ως “ειδική” σε ζητήματα ενέργειας και ενεργοποίησε για αυτό τους προσωπικούς και κομματικούς μηχανισμούς και τα σχετικά δίκτυα τους. Ο χώρος της ενέργειας είναι σημαντικός και θα γίνει ακόμη σημαντικότερος τα επόμενα χρόνια, κάτι που σημαίνει ότι το επιστημονικό “πλασάρισμα” σε αυτόν θα διασφαλίζει απρόσκοπτα πολλές ευκαιρίες (από πολιτική και επαγγελματική σκοπιά). Μια δεύτερη απάντηση θα ήταν το ενδεχόμενο ένα διδακτορικό να θεωρείται κάτι σαν διαβατήριο στους χώρους του Ευρωκοινοβουλίου. Δεν γνωρίζω κάτι σε σχέση με αυτό, αλλά με έκπληξή μου, διαβάζω σε διάφορες αναρτήσεις για τον ευρωβουλευτή του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ Νίκο Ανδρουλάκη και υποψήφιο για την ηγεσία του συγκεκριμένου κόμματος ότι “κάνει” τη διδακτορική του διατριβή στη φιλοσοφία (τμήμα φιλοσοφίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου) αν και είναι μηχανικός! Και η περίπτωση του μεσήλικα Νίκου Ανδρουλάκη φαίνεται να μοιάζει με αυτή της Μαρίας Σπυράκη.
Κλείνω σημειώνοντας ότι η συγγραφή μιας διδακτορικής διατριβής απαιτεί εντατική και συστηματική εργασία ετών. Απομένει να εξηγήσουν οι ανεύθυνοι πανεπιστημιακοί οι οποίοι δίνουν – με τι ανταλλάγματα ή προσδοκίες άρα γε; – τη δυνατότητα σε μεσόκοπους και ηλικιωμένους πολιτικούς αυτή τη δυνατότητα, στερώντας θέσεις έρευνας από νεότερους πτυχιούχους με έφεση προς τη γνώση, οι οποίες θα εξασφάλιζαν για τους ίδιους την απόκτηση κάποιου ακαδημαϊκού τίτλου και στη χώρα ενδεχομένως νέο ικανό επιστημονικό προσωπικό.
Δυστυχώς τώρα φαίνεται να πριμοδοτούνται κυριολεκτικώς κάποιοι με επιστημονικούς τίτλους για πολιτικο-κομματικούς λόγους. Από πολλά τμήματα της πανεπιστημιακής κοινότητας απουσιάζει η ευθύνη του επιστημονικού ήθους…
(Στη φωτογραφία το κτίριο διοίκησης του ΑΠΘ με το άγαλμα του Αριστοτέλους)