Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Η έννοια “παγκοσμιοποίηση” έχει εισβάλλει τα τελευταία χρόνια στη ζωή μας. Δεν υπάρχει πολιτική συζήτηση ή συζήτηση που να αφορά ζητήματα της οικονομίας και η λέξη αυτή να μην κυριαρχεί στο δημόσιο λόγο. Η παγκοσμιοποίηση προβάλλεται ως ένα γεγονός πρωτόγνωρο, ως μια τομή στην οικονομική ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος. Συνδέεται ιστορικά τις περισσότερες φορές με την πτώση των καθεστώτων του “υπαρκτού σοσιαλισμού” στην Ανατολική Ευρώπη. Στις απόψεις αυτές έχουν αρθρωθεί τα τελευταία χρόνια επιστημονικές αντιρρήσεις από διάφορες κατευθύνσεις.
Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι φαινόμενο που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος. Αρκετοί επιστήμονες εντοπίζουν μια ανάλογη μορφή του φαινομένου και στην περίοδο πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Στη συνέχεια, ως γνωστόν, ακολούθησε μια περίοδος εντεινόμενων κρατικών παρεμβάσεων που αποκορυφώθηκαν στα κράτη πρόνοιας της μεταπολεμικής περιόδου, κυρίως στη δεκαετία του ’50 και ’60. Στο ενδιάμεσο ο κρατικός παρεμβατισμός γνώρισε πολλές μορφές. Από την πολιτική διαφόρων συντηρητικών κυβερνήσεων, στην πολιτική των φασιστικών κομμάτων, στις αναλύσεις του λεγόμενου “Αυστρομαρξισμού” που πρόλαβαν κατά μερικά χρόνια αυτές του Κέυνς και φυσικά στην πρακτική του New Deal στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τη μεγάλη κρίση του 1929. Οι πολιτικές αυτές ήταν δυνατόν να εφαρμοσθούν όμως στο πλαίσιο των εθνικών κρατών και του οικονομικού προστατευτισμού.
Η τομή στην εξέλιξη
Το φαινόμενο της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης δεν είναι πρόσφατο και δεν σχετίζεται με την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού. Εντοπίζεται στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και εκφράζεται ιδεολογικά με τον νεοφιλελευθερισμό και τη λεγόμενη Σχολή του Σικάγο και πολιτικά με την πολιτική “πρόταση” του θατσερισμού και του ρηγκανισμού στη Μεγάλη Βρετανία και στις Η.Π.Α. αντίστοιχα.
Από τη δεκαετία του ’70 έχουμε και μια ακόμη σημαντική “επιστημονική πρόβλεψη” για την πορεία του καπιταλιστικού συστήματος. Ο Γάλλος μαρξιστής φιλόσοφος Λεφέβρ στο βιβλίο του “Η επανάσταση των πόλεων” πρόβλεψε ένα φαινόμενο που στις μέρες μας είναι κυρίαρχο στις οικονομικές σχέσεις στον πλανήτη. Ένας δεύτερος κύκλος του κεφαλαίου, αυτός που αφορά το χρηματιστήριο και την αγορά των ακινήτων θα καθορίζει τα επόμενα χρόνια τις οικονομικές σχέσεις. Η πρόβλεψη αυτή του Λεφέβρ επιβεβαιώθηκε πλήρως από τις εξελίξεις, έγινε δε πασίδηλο το φαινόμενο αυτό στη δεκαετία του ΄80 με την πολιτική επικυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού. Στον χώρο της παραγωγής περάσαμε από τα παραδοσιακά μοντέλα φορντικού τύπου στην παραγωγή σε μια περίοδο όπου το “κεφάλαιο” εντείνει τις προσπάθειές του για την ελαστικοποίηση και ευελιξία των μορφών εργασίας. Δεν είναι το παρόντος να αναλύσουμε τις κοινωνικές επιπτώσεις αυτών των αλλαγών. Γεγονός είναι ότι η συσσώρευση δεν προέρχεται πλέον από τον πρώτο κύκλο του κεφαλαίου, από το χώρο της παραγωγής, αλλά από τον χώρο του χρηματιστηρίου και με κάποια ιδιομορφία από το χώρο των ακινήτων.
Ο ανταγωνισμός των πόλεων
Στον νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας, όπου τα σύνορα των εθνικών κρατών δεν παίζουν τον καθοριστικό ρόλο που είχαν στο παρελθόν, περιοχές του ιδίου εθνικού μορφώματος επιδιώκουν να αποκτήσουν μια πιο ευνοϊκή θέση σε αυτό το σύστημα του διεθνούς καταμερισμού. Το γεγονός έχει ιδιαίτερη σημασία για την Θεσσαλονίκη.
Στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων της καπιταλιστικής οικονομίας διαπιστώνεται διεθνώς μια νέα ιεράρχηση των πόλεων. Οι πόλεις εντάσσονται σε ένα ιεραρχικό σύστημα στο πλαίσιο της εθνικής και διεθνούς οικονομίας. Σύμφωνα με τη “θέση” της global city, ο τρόπος με τον οποίο εντάσσεται μια πόλη στο διεθνές οικονομικό σύστημα καθορίζει και την οικονομικο-κοινωνική και πολεοδομική της ανάπτυξη. Το επιστημονικό ενδιαφέρον αυτής της “θέσης” επικεντρώνεται στο γεγονός της δημιουργίας global cities, δηλαδή πόλεων, οι οποίες αποτελούν τα κομβικά σημεία στο γεωγραφικό χώρο για τις παραγωγικές, χρηματοπιστωτικές και ελεγκτικές σχέσεις του κεφαλαίου. Η επιστημονική αυτή “θέση” βοηθάει στο να ιεραρχήσουμε τις διάφορες πόλεις όχι μόνο στο πεδίο της διεθνούς οικονομίας, αλλά και στο πλαίσιο της εθνικής οικονομίας.
“Πόλωση των πόλεων” ήταν μια έννοια που περιέγραφε στη δεκαετία του ’80 τις αποκλίσεις στην ανάπτυξη διαφόρων πόλεων και περιοχών στα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης και στο κενό που δημιουργούταν από την άνιση ανάπτυξη και την άνιση δυνατότητα εξεύρεσης εργασίας, λόγω της αποβιομηχάνισης ολόκληρων περιοχών. Μια αυξανόμενη πόλωση μεταξύ των πόλεων του ίδιου εθνικού κράτους παρατηρήθηκε στις Η.Π.Α.. Ενδεικτικοί είναι και οι ανάλογοι χαρακτηρισμοί για παρόμοια φαινόμενα, όπως declining snow-belt cities και sunbelt boomtowns, δηλαδή πόλεις που παρακμάζουν και πόλεις που βρισκόταν σε “έκρηξη” ανάπτυξης. Το φαινόμενο παρατηρήθηκε και στα βιομηχανικά κέντρα της ευρωπαϊκής Δύσης. Ενδεικτική ήταν η διαφορά μεταξύ Βορρά και Νότου στην Γερμανία, Βορρά και Νότου στην Αγγλία, και τέλος στην Ιταλία όπου η βασική σύγκριση αφορούσε, έως την προηγούμενη δεκαετία, στην αντίθεση Βορρά και παραδοσιακού Νότου, τώρα μεταφέρθηκε ανάμεσα στο Βορρά με τις φθίνουσες παραδοσιακές βιομηχανίες και τις ευημερούσες περιοχές της λεγόμενης “Τρίτης Ιταλίας” (τμήματα της Εμίλια Ρομάνα, Λομβαρδίας και Τοσκάνης και της περιοχής της Βενετίας). Η πόλωση των πόλεων στην Ευρώπη είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται σε όλα τα κράτη. Στην Ελλάδα η πόλωση αυτή εντοπίζεται στην παραδοσιακή αντίθεση Θεσσαλονίκης-Αθήνας, η οποία όμως παίρνει νέα τροπή μετά την ραγδαία αποβιομηχάνιση της περιοχής της Θεσσαλονίκης στη δεκαετία του ’80 και εντεύθεν.
Η ιεράρχηση των πόλεων
Η ιεράρχηση του συστήματος των πόλεων ενισχύεται από την αυξανόμενη συγκέντρωση του κεφαλαίου. Αμερικανοί ερευνητές πόλεων διαπίστωσαν ότι η ιεραρχία των αμερικανικών πόλεων αντιστοιχεί στην πορεία εξαγορών εταιρειών. Η εξαγορά επιχειρήσεων έχει γίνει πλέον μέσο στρατηγικής φύσεως για καταστροφικές χειραγωγήσεις. Γερμανοί ειδικοί στην αγορά των ακινήτων διαπιστώνουν ότι λόγω της εντάσεως του ανταγωνισμού έχουν αυξηθεί οι αγορές εταιρειών. Μια τακτική λοιπόν είναι να εξαγοράζονται διάφορες επιχειρήσεις σε μια βιομηχανική περιοχή για να εξουδετερωθεί ο ανταγωνιστής αντίπαλος. Για παράδειγμα ένα συγκρότημα αγοράζει τις αντίστοιχες βιομηχανικές μονάδες στην βιομηχανική ζώνη των Σερρών για να μην υπάρξει ανταγωνιστής για την περιοχή της Θεσσαλονίκης. όταν αποσυρθεί αφήνει φυσικά πίσω του βιομηχανικά ερείπια. Συχνά εξαγοράζονται ολόκληρες επιχειρήσεις απλώς για να εκδιωχθεί από τον ανταγωνισμό ένας, έστω και μικρός, αντίπαλος. Η συνεχής εξαγορά επιχειρήσεων ισχυροποιεί μεγάλα αστικά κέντρα, γιατί σε αυτά συγκεντρώνονται οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις που είναι και οι αγοραστές. Άρα εδώ λαμβάνονται και οι αποφάσεις.
Η διαδικασία διεθνοποίησης και η συγκέντρωση του δυναμικού διεύθυνσης και ελέγχου, και των υπηρεσιών παροχής υπηρεσιών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ευνοούν προπάντων τις ευρωπαϊκές μητροπολιτικές περιοχές.
Οι πόλεις στο ευρωπαϊκό οικονομικό σύστημα
Ο Γερμανός μελετητής των πόλεων Stefan Kraetke, δίνει μια πρόχειρη ταξινόμηση για προσανατολισμό στις ευρύτερες περιοχές της Ευρώπης, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού συστήματος των πόλεων.
Το σχήμα αυτό δεν είναι στατικό. Η μετάβαση από τη μία κατηγορία στην άλλη δεν αποκλείεται. Φυσικά από την τελευταία δεν μπορεί να “κάνει” κανείς το άλμα στην πρώτη. Η ιεράρχηση των πόλεων είναι η έκφραση των μεταβαλλόμενων σχέσεων σε ένα δίκτυο περιοχών πόλεων. Ταυτόχρονα είναι και μια βοήθεια στην προσπάθεια προσανατολισμού, σε σχέση με τη δυναμική του συστήματος των πόλεων στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιούμενης οικονομίας.
Στρατηγικές προσαρμογής
Ο Stefan Kraetke εντοπίζει δύο ειδών προσαρμογές στη νέα κατάσταση. α) Μια “αμυντική δομική προσαρμογή, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας την κοινωνική πόλωση” και β) “μια ποιοτική δομική προσαρμογή με κοινωνική σταθεροποίηση”.
α) Η πρώτη προσαρμογή καθορίζεται από ευκαιριακές προσαρμογές των επιχειρήσεων, σε μια σχέση των επιχειρήσεων με μικρότερες υποεπιχειρήσεις (πιθανώς υπεργολαβίες), μεταφορά του κέντρου βάρος στην ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας, την αποδόμιση κοινωνικών κατακτήσεων, τον προσανατολισμό σε χαμηλό εργατικό κόστος και μειωμένη καταρτισμένη εργασία. Αποτελέσματα στη βιομηχανική πολιτική που στηρίζεται σ΄ αυτό το μοντέλο είναι η καταστροφή ή ο παραμερισμός τοπικά υπαρχόντων παραδοσιακών βιομηχανικών τομέων, η απώλεια της υπάρχουσας τεχνογνωσίας. Ταυτόχρονα εμφανίζεται μια πόλωση σε τοπικό επίπεδο ανάμεσα στους ικανούς προς ανταγωνισμό τομείς και στους τομείς που έχουν εγκαταλειφθεί στη μοίρα τους. Ένα δεύτερο στοιχείο της αμυντικής προσαρμογής αποτελούν διάφορες στρατηγικές αναπτυξιακής πολιτικής σε τοπικό και εθνικό επίπεδο που μέσα από περίεργες τοπικές κοινωνικοπολιτικές συμμαχίες συγκλίνουν στην προσπάθεια εμφύτευσης επιχειρηματικών συμπλεγμάτων παροχής υψηλών υπηρεσιών, αλλάζοντας τις δομές απασχόλησης της πόλης. Η αύξηση των θέσεων εργασίας στη λεγόμενη “μητροπολιτική” οικονομία της παροχής υπηρεσιών αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από αβέβαιες θέσεις εργασίας που μπορούν πολύ εύκολα να απορυθμιστούν και βρίσκονται στον τομέα των χαμηλών αμοιβών, ενώ παράλληλα οι θέσεις με τις υψηλές αποδοχές ελάχιστα βοηθάνε τους ντόπιους, γιατί συνήθως τα υψηλά εξειδικευμένα εργατικά χέρια προέρχονται από άλλες περιοχές. Το νέο υψηλά καταρτισμένο ειδικό και διευθυντικό δυναμικό εισβάλλει στην αγορά των ακινήτων και εκτοξεύει στα ύψη τις τιμές ασκώντας έτσι μεγάλη πίεση στους χαμηλόμισθους ντόπιους. Σ΄ αυτού του είδους την προσαρμογή που φέρνει στο προσκήνιο διάφορα επαγγέλματα, όπως οι μεσίτες και οι διάφοροι μεσάζοντες των δημοσίων σχέσεων κλπ., στην πόλη αναπτύσσονται δύο ταχύτητες. Από τη μία πλευρά διάφορα κέντρα παροχής υψηλών υπηρεσιών, από την άλλη αναπτύσσονται (ή επιζούν) εξειδικευμένοι παραγωγικοί τομείς για ελάχιστα εξειδικευμένα εργατικά χέρια.
β) Στη δεύτερη κατηγορία προσαρμογής ο Kraetke βλέπει διάφορες διασυνδέσεις σε συνεργατικές, συνεταιριστικές σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων και “συνεταιρισμών” ανάμεσα σε μεγάλες επιχειρήσεις και σε εξειδικευμένες εταιρείες. Εδώ συγκαταλέγεται και ο προσανατολισμός στην πολύπλευρη εξειδίκευση των εργατικών χεριών και η κινητοποίηση των πρωτοβουλιών των εργαζομένων στο πλαίσιο της προσπάθειας δημιουργίας σταθερών σχέσεων απασχόλησης. Σε σχέση με το γνωστό επιχείρημα του χαμηλού κόστους εργασίας ο γερμανός επιστήμονας αντιπαραθέτει την τεχνογνωσία και την ποιοτική παραγωγή που βασίζεται στην καλύτερη κατάρτιση. Στην κατεύθυνση αυτή θεωρεί σημαντική την ενίσχυση των μικρών τοπικών επιχειρήσεων για τη διατήρηση μιας διαφοροποιημένης αστικής οικονομικής δομής, καθώς και την προσπάθεια προστασίας των τοπικών επιχειρήσεων από τις διάφορες παροχές υπηρεσιών των μεσιτών, μεσαζόντων κλπ..
Η προσαρμογή αυτού του τύπου μπορεί να ακολουθήσει διαφόρους δρόμους. Τον δρόμο, για παράδειγμα, μιας “πολιτικής της πόλης” (σ.σ. “Δήμου”) προσανατολισμένης προς την εργασία”. Εδώ θα ενισχύονται δραστηριότητες οικονομικής φύσεως που βρίσκονται σε αρμονία με την τοπική κατάσταση του εργατικού δυναμικού, καθώς και την ποιότητα των συνθηκών εργασίας και τη σταθερότητα των σχέσεων εργασίας (στη θέση της συνεχιζόμενης διάδοσης δευτερευόντων αγορών εργασίας και απαράδεκτων συνθηκών εργασίας).
Μπορεί να ακολουθήσει το δρόμο μιας “πολιτικής ανάπτυξης προσανατολισμένης στον νεωτερισμό”. Εδώ γίνεται λόγος για την προώθηση νεωτεριστικών βιομηχανικών σχέσεων εργασίας (συνεργασία, διαδικτύωση) στη θέση της μονόπλευρης προώθησης τομέων υψηλής τεχνολογίας.
Βιομηχανοπολιτικά αποτελέσματα αυτής της προοπτικής είναι η κινητοποίηση και η προσαρμογή της τοπικής τεχνογνωσίας, ή όσον το δυνατόν μεγαλύτερη εξασφάλιση των υπαρχόντων παραγωγικών μονάδων και ο εκσυγχρονισμός τους. Ταυτόχρονα πρέπει να γίνει προσπάθεια διαδικτύωσης του τοπικού παραγωγικού τομέα, να ανυψωθεί η πυκνότητα των εσωτερικών διασυνδέσεων του τοπικού τομέα παραγωγής και η ενδυνάμωση της τοπικο-εσωτερικής διάδοσης της τεχνογνωσίας και των κινήτρων για ανάπτυξη. Η προοπτική μιας ενδυνάμωσης της τοπικο-εσωτερικής διαδικτύωσης είναι προσανατολισμένη σε σχέσεις συνεργασίας ανάμεσα στους “κοινωνικούς εταίρους”. Στα αποτελέσματα αυτής της προοπτικής συμπεριλαμβάνεται η ανάπτυξη “τοπικών παραγωγικών συστημάτων” με στενή σύνδεση των βιομηχανικών με τις δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών.
Αυτή η πολιτική έρχεται σε αντίθεση με τα αυτονομημένα κέντρα παροχής υπηρεσιών, καθώς και τον μετασχηματισμό εξειδικευμένων παραγωγικών κλάδων σε ένα πολύπλευρο σύστημα διακλαδικής διαπλοκής. Περιοχές πόλεων που επιλέγουν τη δεύτερη μορφή προσαρμογής έχουν μακρο-πρόθεσμα μεγαλύτερες δυνατότητες να εξασφαλίσουν μια οικονομική-κοινωνική σταθερότητα και ανταγωνιστικότητα από την άλλη που προσπαθεί αμυντικά να προσαρμοσθεί στις νέες τομές μιας συνεχιζόμενης πόλωσης των οικονομικών δομών σε τοπικό επίπεδο, των σχέσεων εργασίας και της σύνθεσης του κοινωνικού χώρου.
Σημείωση: Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε, για πρώτη φορά, στο περιοδικό του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης “Ο κόσμος της εργασίας” στο τεύχος 4 (Μάιος-Ιούνιος 1999) και αναδημοσιεύεται χωρίς καμία αλλαγή στο γλωσσικό ύφος και στο περιεχόμενό του.