Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε και αντιμετωπίζεται η πανδημία στη χώρα μας φέρνει στην επιφάνεια τις πιο προβληματικές πλευρές της ελληνικής κοινωνίας. Μια από τις κορυφές της είναι εκείνη της γενικότερης ένδειας του πολιτικού προσωπικού και όλων όσοι το ακολουθούν τυφλά, άκριτα ή καθ΄ υπόδειξη, όπως π.χ. οι δημοσιογράφοι. Διατύπωσα σχετικώς εγκαίρως κάποιους φόβους για την ενδεχόμενη δυναμική της πανδημίας και δε θα επανέλθω. (Βλ. το άρθρο μου στο Διαδίκτυο 12.03.2020, Όμηρος Ταχμαζίδης, Επιδημίες, επιταχυνόμενος φόβος και όποιος αντέχει…).
Η προσωρινή έκβαση του πράγματος και ο απόλυτος έλεγχος των μηχανισμών πληροφόρησης οδήγησαν τους κυβερνητικούς σε ένα, άνευ προηγουμένου, delirium θριαμβολογίας. Από μόνο του αυτό το γεγονός ανέδειξε την επιπολαιότητα και την ανευθυνότητα των κυβερνητικών στελεχών. Η θριαμβολογία, παραγνωρίζοντας την πραγματικότητα της χώρας και των πολιτών της, αποκτούσε χαρακτηριστικά ανδεκδοτολογικού τύπου, τα οποία δυστυχώς αναμασούσαν με περισσό στόμφο βουλευτές του κυβερνητικού κόμματος.
Έτσι η Ντόρα Μπακογιάννη-Μητσοτάκη, αλλά όχι μόνο αυτή, έφθασε να θεωρεί ότι στο εξωτερικό “μας χαρακτηρίζουν χώρα πρότυπο ηγεσίας και πολιτών” και πως “η Ελλάδα μέσα από την αντιμετώπιση της πανδημίας απέκτησε ένα ισχυρό brand name”. [συνέντευξη στην εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, Κυριακή 20 Μαΐου 2020] Αν κάποιος νομίζει ότι αυτό είναι απλώς ένα σχήμα λόγου, σφάλλει. Αποτελεί τον βασικό πυρήνα της επιχειρηματολογίας και της γενικότερης σκέψης της αδελφής του πρωθυπουργού της χώρας και ισχυρού πολιτικού παράγοντα εντός του κυβερνώντος κόμματος. Και δεν είναι μόνο η Ντόρα Μπακογιάννη-Μητσοτάκη η οποία εκφράζει παρόμοιες απόψεις, αλλά ήταν το σύνολο των κυβερνητικών που θριαμβολογούσε. Στο πλαίσιο αυτό προωθήθηκαν στη δημοσιότητα και διάφορα “σενάρια” για πρόωρες εκλογές. Ένδειξη και τούτο της προχειρότητας, της ανευθυνότητας, της απρονοησίας και της άγνοιας των κυβερνητικών στελεχών και όλου του μπλοκ εξουσίας τον συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων για την πραγματική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα.
Στο χώρο του συντηρητικού μπλοκ εξουσίας και των κοινωνικών υποστηρικτικών του, μη έχοντας σχέδιο αντιμετώπισης της κατάστασης, αλλά και ακόμη περισσότερο μη έχοντας στρατηγικό όραμα για την χώρα και το λαό μας, φαντασιώνονταν να ρέει πάλι δανεικό χρήμα στα δημόσια ταμεία εξ αιτίας της “επιτυχίας” μας και να λύνονται τα όποια προβλήματα ενέσκηψαν. Ο λόγος της Ντόρας Μπακογιάννη-Μητσοτάκη περιγράφει σε μερικές αράδες την αφέλεια με την οποία κυβέρνηση και Νέα Δημοκρατία θριαμβολογούσαν αντί να προετοιμάσουν τη χώρα για τα χειρότερα: “Η Ελλάδα σήμερα έχει ένα κεφάλαιο εμπιστοσύνης που αξιοποιείται τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Μετά από δέκα χρόνια κρίσης που η Ελλάδα εμφανιζόταν ως το μαύρο πρόβατο ολόκληρου του κόσμου, σήμερα για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια, έχουμε σωρεία θετικών δημοσιευμάτων στον ξένο τύπο, τα οποία παρουσιάζουν τη χώρα μας ως μια από τις ελάχιστες χώρες που διαχειρίστηκε το πρόβλημα με επιτυχία. Αυτό είναι το διαβατήριο μας για να πάρουμε όσα μπορούμε περισσότερα κονδύλια από την Ευρώπη, για να στηρίξουμε εργαζομένους και επιχειρήσεις και ταυτόχρονα να υποδεχθούμε τουρίστες στη χώρα”. (Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, Κυριακή 24 Μαΐου 2020)
Σε αυτό το εδάφιο καταγράφετε όλη η άθλια σκέψη που διέπει το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού προσωπικού της χώρας. Θα χρειαζόταν ένα άλλο άρθρο για να αναλυθούν τα ιδεολογικά συμφραζόμενά του, αλλά εδώ είμαστε αναγκασμένοι να απαριθμήσουμε απλώς μια σειρά από στοιχεία: 1. Αποθέωση των ξένων μέσων πληροφόρησης, τα οποία αναγορεύονται με αυτόν τον τρόπο σε μέσο παρέμβασης στα ελληνικά πράγματα. 2. Η περιστασιακή θετική παρουσίαση από ξένα μέσα, όποια και αν ήταν αυτή, ελάχιστα συμβάλλει στην αλλαγή της γενικότερης εικόνας που έχει κάποιος για τη χώρα, για παράδειγμα θετική ήταν και η πρόσληψη της καταδίκης της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πείσθηκε το κοινό των άλλων χωρών για την εύρυθμη λειτουργία της Ελληνικής Δημοκρατίας. Και στις δύο περιπτώσεις σημασία έχει η γνώμη εκείνων που διαμορφώνουν σε βάθος χρόνου την κοινή γνώμη σε μια χώρα. 3. Το επιχείρημα περί “περισσοτέρων κονδυλίων” αναδεικνύει τον παρασιτισμό ως βασικό στοιχείο της σκέψης και ως καθοριστικό κίνητρο της πολιτικής πράξεως στο λόγο της Ντόρας Μπακογιάννη-Μητσοτάκη. Αλλά αυτό είναι κάτι που δεν χρειάζεται -όχι μόνο για πολιτικούς ηθικούς λόγους- η Ελλάδα και δεν ανέχεται κανένας εμπλεκόμενος τρίτος. Μόνο ένα πολιτικώς διεφθαρμένο μυαλό προχωράει σε τέτοιες σκέψεις.
Αν προσθέσουμε και το καφενειακού τύπου στερεότυπο περί ενότητας και επιτυχίας (“Οι Έλληνες στα δύσκολα και όταν υπάρχει συγκεκριμένος στόχος αντιδρούμε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Σε κάθε πρόκληση που έχουμε αντιμετωπίσει ιστορικά είχαμε ανάλογη αντίδραση, με γνώμονα το ‘εμείς’, το κοινό καλό”) θα αντιληφθούμε το επίπεδο της πολιτικής σκέψης του πολιτικού προσωπικού στα χέρια του οποίου έχει εναποθέσει το παρόν και το μέλλον του ο ελληνικός λαός. Η Ντόρα Μπακογιάννη-Μητσοτάκη διατυπώνεις σκέψεις απλοϊκές, απλουστευτικές και τούτο δεν οφείλεται σε προπαγανδιστικούς λόγους, όπως αρέσκονται να ερμηνεύουν παρόμοια φαινόμενα διάφοροι συμπολίτες μας, “δεξιοί” ή “αριστεροί” για δικούς της ιδιαίτερους λόγους οι της κάθε πλευράς, απλώς και μόνο διότι δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι η χώρα (και με δική τους ευθύνη) κυβερνάται στο περιβάλλον μιας πολυσύνθετης πραγματικότητας από υπομέτριους και υπομέτριες.
Θα πραγματοποιούσαμε ένα πρώτο βήμα χειραφέτησης –παρακάμπτοντας τη “φυσιολογική” αντιμαχία “δεξιάς” και “αριστεράς”- εάν συμφιλιωνόμασταν με την ιδέα ότι στην ελληνική πολιτική σκηνή δεν μεσουρανούν μόνο οι φαιδροί απατεώνες, οι κλόουν και οι “καραγκιόζηδες”, αλλά και με το γεγονός ότι τούτοι συνυπάρχουν με τους εκφραστές ενός είδους γραφικής σοβαρότητας… η οποία μερικές φορές αγγίζει τα όρια της γελοιότητας!
Τι είδους ενδιαφέροντα/συμφέροντα εξυπηρετούνται από αυτό το κωμικοτραγικό σύμπλεγμα πολιτικών προσώπων είναι πάλι … αλλουνού παπά ευαγγέλιο.