ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ της συλλογικής μνήμης πληθυσμιακών ομάδων και κρατικών σχηματισμών είναι περίπλοκο. Η συγκρότηση της ιστορικής μνήμης είναι πάντοτε μια διαδικασία εκ των υστέρων και υπό αυτή την έννοια είναι μια “κατασκευή”.
ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ όλοι οι πολιτισμοί την ίδια σχέση με το παρελθόν τους, δεν έχει η μνήμη σε όλους τους πολιτισμούς την ίδια σημασία. Η σχέση προς τη μνήμη της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας απέχει πολύ από την έντονη σχέση την οποία διατηρεί με το παρελθόν ο σημερινός δυτικός άνθρωπος. Αναφερόμαστε σε ένα στοιχείο της συνειδησιακής του συγκρότησης, το οποίο φαίνεται να ριζώνει και να εκκινεί από την ιουδαιοχριστιανική πολιτιστική καταβολή του.
Ο ΑΚΡΑΙΟΣ επικριτής του πολιτισμού μας, ο φιλόσοφος Φρ. Νίτσε, στοχάζεται, μεταξύ άλλων, και επί της “ωφέλειας και του μειονεκτήματος της ιστορίας για τη ζωή”. Κάποιες δεκαετίες αργότερα ο Γάλλος θεωρητικός και σοσιαλιστής Maurice Halbwachs αναστοχάζεται επί του φαινομένου της “συλλογικής μνήμης”, ενώ σήμερα είναι το ζεύγος των Γερμανών Jan και Aleida Αssman οι mainstream θεωρητικοί επί του ζητήματος της συλλογικής μνήμης. Η συλλογική μνήμη και η κατασκευή της είναι μια ιστορία ακόμη “ανοικτή”, ένα “ανοικτό” επιστημονικό ερώτημα το οποίο δε φαίνεται ότι, κάποια στιγμή, θα απαντηθεί οριστικώς.
ΑΦΟΡΜΗ για αυτή τη γενικόλογη εισαγωγή σε ένα ευρύτατο πεδίο διαφόρων επιστημών, όχι μόνο της ιστορίας ή της φιλοσοφίας, υπήρξε η σημερινή ανακοίνωση του “Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα” λόγω της επετείου της γερμανικής επίθεσης κατά της χώρας μας πριν 80 χρόνια – 6 Απριλίου 1941. Και πιο συγκεκριμένα την αφορμή έδωσε το ακόλουθο εδάφιο της ανακοίνωσης:
“Οφείλει, επίσης [η κυβέρνηση σ.σ.] να αποσυρθεί από τη συμμετοχή, στήριξη και παντός τύπου διευκόλυνση που παρέχει στις γερμανικές νεοαποικιοκρατικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (“Ελληνογερμανική Συνέλευση”,, “Ελληνογερμαικό Ταμείο για το μέλλον”, “Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας” κ.α.) Η διείσδυση του υπουργείου Εξωτερικών της Γερμανίας στην ελληνική εκπαίδευση μέσω του προγράμματος “MOG/Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα” συνιστά προσβολή για την Αντίσταση και τη θυσία της Ελλάδας. Δηλώνουμε ότι δε θα επιτρέψουμε την υλοποίηση του προγράμματος αυτού στα σχολεία της χώρας μας”.
(Όσες/όσοι ενδιαφέρονται για τους σκοπούς και τη δράση των συγκεκριμένων “ιδρυμάτων” και “φορέων”, που προκαλούν την σφοδρή αντίδραση του “Εθνικού Συμβουλίου”, ας αναζητήσουν πληροφορίες στο Διαδίκτυο)
ΤΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ αυτά διαχειρίζονται την συλλογική ιστορική μνήμη. Από εδώ προκύπτουν μια σειρά ερωτήματα τα οποία αφορούν αυτή τη μνήμη και την κατασκευή της. Η συλλογική μνήμη, όπως και τα τραύματα, κατασκευάζονται εκ των υστέρων. Ένα ιστορικό παράδειγμα το οποίο αναδεικνύει με ανάγλυφο τρόπο την εκ των υστέρων κατασκευή της συλλογικής μνήμης, είναι η σχέση μνήμης των σημερινών Γερμανών με την περίοδο του χιτλερισμού. Και με αυτό έρχομαι στον “ιστορικό” πυρήνα του θέματός μου.
Η ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ Γερμανία πέρασε μέσα από τη διαδικασία της “αποναζιστικοποίησης”, την οποία “προώθησαν” οι σύμμαχοι. Εδώ υπήρξε ευθύς εξ αρχής διαφορετική ερμηνεία του γεγονότος: στο συντηρητικό διανοητικό και πολιτικό φάσμα της χώρας γινόταν αναφορές ακόμη και σε “εξαμερικανισμό”, αναμοχλεύοντας έτσι την παραδοσιακή γερμανική συντηρητική εκδοχή του “ιδιαίτερου δρόμου” (Sonderweg), στο χώρο των φιλελευθέρων και της δημοκρατικής Αριστεράς αναφερόταν και αναφέρεται η εξέλιξη της σύγχρονης Γερμανίας ως απότοκο των ενδογενών δημοκρατικών παραδόσεων της χώρας.
Ο ΕΚΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ της (δυτικής) Γερμανίας πέρασε από πολλές φάσεις, οι οποίες συνοδευόταν και από τη σχετική στάση απέναντι στο παρελθόν. Η πρώτη δεκαετία του δυτικο-γερμανικού κράτους πέρασε, μεταξύ άλλων, μέσα σε μια διαρκή συνθήκη και προσπάθεια απώθησης των εγκλημάτων του πολέμου. Η πρώτη αυτή μεταπολεμική περίοδος καθορίστηκε για τους Γερμανούς από την έκδηλη τους “ανικανότητα να πενθήσουν”, όπως καταδηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου του Alexander Mitscherlich “Η ανικανότητά να πενθήσουμε. Βάσεις μιας συλλογικής συμπεριφοράς” (1967).
ΑΚΡΙΒΩΣ σε αυτή την περίοδο της ανικανότητας στο πένθος επιχειρείται και η πρώτη προσπάθεια ιστορικής σχετικοποίησης της εκτροπής του γερμανικού λαού προς το απάνθρωπο μέσω του αντιμπολσεβικισμού/αντικομμουνισμού. Επιχειρήθηκε δηλαδή να παρουσιαστεί ο χιλτερισμός ως απάντηση στην ασιατική απανθρωπία του μπολσεβικισμού. Μια συζήτηση που αναζωπυρώθηκε στη δεκαετία του 1980, γνωστή και ως “διαμάχη των ιστορικών” στη διεθνή βιβλιογραφία.
ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ του 1960 αρχίζουν να μετατοπίζονται κάποιες κοινωνικές και πολιτικές συντεταγμένες σε σχέση με το ναζιστικό παρελθόν της χώρας. Σε αυτό συμβάλλουν διάφορα γεγονότα (Δίκη του Eichmann, δίκες σημαντικών SS στη Γερμανία, φοιτητικό κίνημα κ.α.). Επίσης εντείνεται η ιστορική έρευνα για την περίοδο του ναζισμού και για τα εγκλήματά του. Η διακυβέρνηση της χώρας περνάει στα χέρια των φιλελευθέρων και των σοσιαλδημοκρατών, καγκελάριος γίνεται ένας άνθρωπος της αντίστασης κατά του Α.Χίτλερ, ο Βίλυ Μπράντ.
ΑΥΤΗ την περίοδο (1971) εντόπισα την πρώτη έμμεση νύξη σε ένα γερμανικό σχολικό εγχειρίδιο για την ερμηνεία της 9ης Μαϊου 1945, ως ημέρα απελευθέρωσης και των Γερμανών. Σε συσχέτιση μάλιστα με την ιστορία των αρχαίων Εβραίων. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Richard von Weiszaecker, σε έναν μνημειώδη λόγο του για την 9η Μαϊου, ημέρα λήξης του πολέμου, θα την χαρακτηρίσει και ημέρα απελευθέρωσης και του γερμανικού λαού. Σήμερα αυτό είναι, συνειδητά ή ασύνειδα, αποδεκτός τόπος από την πλειονότητα των Γερμανών πολιτών.
Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ του 1980, πέρα από αυτή την αναφορά του προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, ήταν καθοριστική και για το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με την εκκρεμότητα των “αναθεωρητών” και τη θέση τους για τον ναζισμό ως απάντηση στην ασιατική βαρβαρότητα του μπολσεβικισμού. Επίκεντρο σε αυτή τη διαμάχη ήταν ένα άρθρο του κορυφαίου Γερμανού φιλοσόφου της μεταπολεμικής Γερμανίας, του Juergen Habermas κατά του αναθεωρητή ιστορικού Ernst Nolte. Από εδώ προέκυψε μια αλληλουχία άρθρων και δημόσιων συζητήσεων στον τύπο η οποία έγινε γνωστή και ως “Διαμάχη των ιστορικών” (Historikerstreit).
Η ΤΑΙΝΙΑ “Ολοκαύτωμα”, επίσης, είχε οξύνει στην αρχή της δεκαετίας του 1980 ακόμη περισσότερο το αισθητήριο πολλών Γερμανών, κυρίως των νέων γενιών, για τα εγκλήματα του ναζισμού και της ευθύνης τής σύγχρονης Γερμανίας προς τα θύματα. Συγχρόνως όμως στο χώρο της ακαδημαϊκής συζήτησης διαφαινόταν και προσπάθεια υπέρβασης του χιτλερισμού από δεξιά-συντηρητική σκοπιά. Το αίτημα “να κλείσει η πληγή Χίτλερ” προσέλκυε ένα μέρος των νεότερων συντηρητικών φιλοσόφων και πολιτειολόγων (η έκφραση ανήκει στον πρόωρα χαμένο πολιτειολόγο Bernhard Willms).
Η ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ αυτή “εθνολαϊκή” τάση συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας από μια σειρά προσωπικοτήτων και βουλευτών του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, οι οποίοι με την ευκαιρία της συμπλήρωσης δεκαετίας από τη ρήση του Richard von Weiszaecker για απελευθέρωση και των Γερμανών στις 9 Μαϊου, εξέφρασαν την αντίρρησή τους σε μια τέτοια εκδοχή συλλογικής μνήμης, επικαλούμενοι την “εθνική αυτοπεποίθηση”. Η ηγεσία ωστόσο της χώρας και υπό χριστιανοδημοκρατική διακυβέρνηση εμφανιζόταν πλέον από κοινού με τους χθεσινούς “εχθρούς” σε επετειακές εκδηλώσεις των πρώην συμμάχων και νικητών του πολέμου (π.χ. 40χρονα από την απόβαση στην Νορμανδία)
Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ συλλογική μνήμη των περισσοτέρων Γερμανών προσδιορίζεται από αυτή την εξέλιξη των πραγμάτων: η 9η Μαΐου 1945 ήταν ημέρα απελευθέρωσης και του γερμανικού λαού. Ακόμη και η σημερινή ακροδεξιά (AfD) αδυνατεί να ψελλίσει κάτι παραπάνω από την ενοχική φράση, ότι η περίοδος του ναζισμού “είναι μια κουτσουλιά μπροστά στα χίλια χρόνια της γερμανικής ιστορίας”.
ΑΥΤΟ είναι το γενικό πλαίσιο του engineering συλλογικής μνήμης με το οποίο επιχειρούν σήμερα όλες οι πολιτικές δυνάμεις του Βερολίνου να “μπολιάσουν” και τους απογόνους των λαών οι οποίοι δεινοπάθησαν κάτω από τη μπότα του γερμανοναζισμού.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο είναι “συμπιεσμένο”, οπότε πολλοί ισχυρισμοί ίσως να φαντάζουν παρατραβηγμένοι, επίσης το γεγονός ότι γράφτηκε “από στήθους” χωρίς τη χρήση βιβλιογραφίας, διευκολύνει μεν τη ροή και την αμεσότητα, ίσως και την πιο εύκολη πρόσληψή του, αλλά εμπεριέχει και το “ρίσκο” να έχουν “παρεισφρήσει” ενδεχόμενες “ανακρίβειες” σε κάποια σημεία. Αναλαμβάνω την ευθύνη για αυτές..
Φωτογραφία:
Αλέξανδρος Κορογιαννάκης
“Η πείνα”
Χαλκογραφία maniere noire
24,5 Χ 21 εκ.
Συλλογή Γιάννη Παπακωνσταντίνου
Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
(Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο facebook στις 6 Απριλίου 2021)